Ο θάνατος των τεσσάρων φίλων στη σπηλιά του Καρμπουνάρι, οι θρύλοι, τα μυστήρια και οι άγνωστες ιστορίες πίσω από την αναζήτηση του μυθικού θησαυρού
Χρυσά γρόσια, πουγκιά γεμάτα με χρυσά νομίσματα, βενετσιάνικοι λίθοι και κούτες με σμαράγδια αναζητούνται εδώ και 200 χρόνια γενιές και γενιές Ελλήνων που αναζητούν το θησαυρό του Χουσεΐν Κιαμήλ Μπέη. Ακόμα και ο Κολοκοτρώνης, επιφανείς επαναστάτες του 1821 αλλά και χιλιάδες απλοί Έλληνες έζησαν με την αναζήτηση του μεγάλου θησαυρού που θα άλλαζε την πορεία του ελληνικού έθνους.
Η τραγωδία στην άγνωστη σπηλιά στο Άνω Καρμπουνάρι Λουτρακίου και ο θάνατος των τεσσάρων φίλων που πιθανότατα αναζητούσαν χαμένο θησαυρό που λέγεται πως έχει θαφτεί στην περιοχή έφερε και πάλι στην πρώτη γραμμή το θρύλο του θησαυρού του Κιαμήλ που οι Ελληνες αναζητούν από τα ταραγμένα χρόνια της επανάστασης και σημάδεψε τις βαρυσήμαντες εξελίξεις στην Πελοπόννησο λίγο πριν τη μάχη με τον Δράμαλη στα Δερβενάκια.
Ο «Χασάπης της Θεσσαλονίκης»
Αν και ορισμένοι σήμερα ορισμένοι εκτιμούν πως οι τέσσερις άτυχοι φίλοι πιθανότητα να αναζητούσαν τον θησαυρό του «Χασάπη της Θεσσαλονίκης» Γερμανού ναζί Μαξ Μέρτεν κυρίως επειδή η σπηλιά έχει ταυτιστεί με την δράση των Γερμανών στο Β΄παγκόσμιο πόλεμο, η πλειοψηφία των κατοίκων στο Λουτράκι και στην Κόρινθο πιστεύουν πως αναζητούσαν τον θησαυρό του Κιαμήλ Μπέη (1784-1822) που έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στα γεγονότα της επανάστασης και το πυργόσπιτο του σώζεται ακόμα και σήμερα στη Συκιά Ξυκολάστρου.
Αμερόληπτος απέναντι στους χριστιανούς
Ο Κιαμήλ Μπέης γεννήθηκε στην Κόρινθο το 1784 και διαδέχτηκε τον πατέρα του στην διοικητική εξουσία του «καζά» της Κορίνθου το 1815. Οργανικά υπάγονταν στον πασά της Τρίπολης και η κυριαρχία του εκτείνονταν στις περιοχές Ισθμίας, Κορινθίας, Σικυωνίας, Πελλήνης, Φενεού, Στυμφαλίας, Επιδαυρίας, Τροιζήνας, καθώς και στα Δερβενοχώρια των Μεγάρων, περιλαμβάνοντας συνολικά 163 χωριά, ενώ είχε την φορολογική εποπτεία σε εδαφικές εκτάσεις σε Αρκαδία και Μεσσηνία. Κατά την διάρκεια της συνετής διακυβέρνησής του, οι Πελοποννησιακές κτήσεις του γνώρισαν πρωτοφανή άνθηση και ευημερία, με την συστηματική εκμετάλλευση των καλλιεργειών και ιδίως των ελαιόδεντρων. Η δε καταπίεση του ντόπιου αγροτικού πληθυσμού φαίνεται ότι δεν ήταν ανάλογης σκληρότητας με άλλες επαρχίες της Ελληνικής υπαίθρου, καθώς ο Κιαμήλ Μπέης τηρούσε λίαν ανεκτική και αμερόληπτη στάση απέναντι στους Χριστιανούς υπηκόους τους, εξισώνοντάς τους με τους Μουσουλμάνους. Αντίθετα, οι Γορτύνιοι προεστοί και αγωνιστές Κανέλλος Δεληγιάννης (1780 – 1862) και ο Ρήγας Παλαμήδης (1794 – 1872) τον παρουσιάζουν ως ιδιοτελή δυνάστη, μία άποψη που αποδίδεται στην προκατάληψη και αρνητική προδιάθεσή τους εναντίον του, λόγω της μεταξύ τους προεπαναστατικής αντιπαλότητας στα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα.
Η σύλληψη του πλούσιου Κιαμήλ
Όταν ξέσπασε το απελευθερωτικό κίνημα στις 23 – 25 Μαρτίου 1821, ο Χουσεΐν Κιαμήλ Μπέης απουσίαζε στην Τρίπολη, όπου και παρέμεινε αφού οι επαναστάτες είχαν περισφίξει το φρούριο της Ακροκορίνθου από την 1 Απριλίου. Εκεί αποκλείστηκε από τα Ελληνικά στρατεύματα κατά την μακρόχρονη πολιορκία της πόλης, που ξεκίνησε εντατικά από τις αρχές του μηνός Ιουνίου, επικοινωνώντας δια αγγελιοφόρων με την έδρα της διοίκησής του, ενώ είχε ορισθεί αμοιβή για την σύλληψή του λόγω της βαρύνουσας σημασίας της διαπρεπούς προσωπικότητάς του.
Τα κλειδιά στον Κολοκοτρώνη
Κατά την άλωση της Τριπολιτσάς στις 23 Σεπτεμβρίου 1821, ο άλλοτε κραταιός Οθωμανός κυρίαρχος της Κορινθίας αιχμαλωτίστηκε και κρατήθηκε φυλασσόμενος υπό την εποπτεία του Μυστριώτη ιατρού και αγωνιστή Παναγιώτη Γιατράκου (1790/91 – 1851), ο οποίος τον μεταχειρίστηκε αξιοπρεπώς Κατόπιν διαπραγματεύσεων και άλλων παρασκηνιακών ενεργειών, αναγκάστηκε να υπογράψει την παράδοση του φρουρίου της Κορίνθου στις 14 Ιανουαρίου 1822, τα κλειδιά του οποίου παρέλαβε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης από τον επικεφαλής αξιωματούχο των Τούρκων πολιορκημένων Ασλάν Μπέη. Ο αιχμάλωτος Κιαμήλ Μπέης παραδόθηκε από τον Γιατράκο στην νεοσύστατη Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος στις 19 Φεβρουαρίου 1822 και εγκλείστηκε σε φυλακή στην Επίδαυρο και στην συνέχεια στο κάστρο της Ακροκορίνθου.
Τα χρήματα που δόθηκαν για την επανάσταση
Ωστόσο τα έσοδα από την δήμευση της πλούσιας κινητής περιουσίας του δεν ήταν τα προσδοκόμενα, καθώς δεν αποτράπηκε η ανεξέλεγκτη λαφυραγώγηση από τους εισβάλοντες επαναστάτες, παρά την ληφθείσα απόφαση του συμβουλίου των οπλαρχηγών από τον παρελθόντα Δεκέμβριο, στην οποία καθορίζονταν ότι αν η Ακροκόρινθος παραδοθεί με συνθήκη και δεν κυριευτεί με έφοδο, τότε όλα τα λάφυρα θα αποδίδονταν υπέρ του δημόσιου ταμείου για την ενίσχυση των πολεμοφοδίων της επανάστασης. Η αξία των κατασχεμένων ποσών, πολύτιμων λίθων, σκευών και λοιπών τιμαλφών αποτιμήθηκε στα 2.000.000 γρόσια, εκ των οποίων διασώθηκαν τα μισά από την περαιτέρω διασπάθιση με πρωτοβουλία του Δημητρίου Υψηλάντη (1794 – 1832). Αυτά τα περιορισμένα χρηματικά διαθέσιμα δαπανήθηκαν για τις απαιτούμενες επισκευές και την ενίσχυση των οχυρώσεων του φρουρίου της Ακροκορίνθου και περίσσεψαν μόλις 40.000 γρόσια σε πολύτιμους λίθους, που προσκομίστηκαν ως ελάχιστο βοήθημα στις νήσους του Ελληνικού στόλου. Έκτοτε άπαντες οι κυβερνώντες και οι αγωνιστές εποφθαλμιούσαν τους τυχόν κρυμμένους θησαυρούς του Κιαμήλ Μπέη, υποβάλλοντας τον ίδιο και τα μέλη της οικογένειάς του σε δοκιμασίες, προκειμένου να μαρτυρήσουν οποιεσδήποτε σχετικές πληροφορίες.
Το πυργόσπιτο που γενήθηκε ο Κιαμήλ στη Συκιά από τα ανατολικά
Το μυστικό και το μήνυμα Κιαμήλ στους Ελληνες
Παρά τις κακουχίες που υπέστη, ο Κιαμήλ Μπέης δεν παραδέχονταν ότι κρατούσε ασφαλισμένο κάποιο επιπλέον καταπίστευμα με την περιουσία του. Αρνούνταν να αποκαλύψει το επιζητούμενο μέρος, περιπαίζοντας και επιτιμώντας τους ανακριτές του, έχοντας πλήρη επίγνωση των πεπραγμένων του ως Οθωμανός κυρίαρχος της Κορινθίας. Η απάντησή του προς υπεύθυνους της φύλαξής του είναι ενδεικτική: «Ούτε η γυναίκα μου ούτε η μάνα μου γνωρίζουν πού έχω τους θησαυρούς και είναι ανώφελο να ξεσπάτε την οργή σας πάνω σε αθώους ανθρώπους. Ό,τι όρους και να μου θέσετε, δεν θα συμφωνήσω, καθώς βλέπω πως ποτέ δεν τηρείτε τον λόγο σας. Είμαι σίγουρος πως είτε σας αποκαλύψω αυτά που θέλετε, είτε όχι, θα θανατωθώ σε κάθε περίπτωση. Έτσι επιλέγω να πεθάνω με την ικανοποίηση ότι δεν θα σας κάνω πλουσιότερους. Ωστόσο, ένα πράγμα να θυμάστε ότι αντιμετώπισα το λαό μου ως υπηκόους και όχι ως σκλάβους. Αν όλοι οι Μπέηδες είχαν αντιμετωπίσει τους Έλληνες όπως εγώ, αυτή η επανάσταση ποτέ δεν θα είχε ξεσπάσει». Στις 3 Ιουνίου 1822 διατάσσεται από το Βουλευτικό σώμα της Προσωρινής Ελληνικής Διοίκησης, που έδρευε τότε στο Άργος, να αποσταλεί ένας εκατόνταρχος με συνοδεία 50 ανδρών για να προσάγει εκεί τον Κιαμήλ με τους γιούς του και όλους τους σημαντικούς επίφοβους Τούρκους, αλλά αυτή η εντολή δεν υλοποιήθηκε προεξοφλώντας την μοιραία κατάληξη του ονομαστού κρατούμενου.
Ο πανικός, η δολοφονία και τα χαρέμια
Στις 6 Ιουλίου 1822, ο διαβόητος Μαχμούτ Πασάς Δράμαλης (1780 – 1822) διάβηκε τον Ισθμό επικεφαλής μίας ισχυρής Τουρκικής στρατιάς και στρατοπέδευσε στην Κόρινθο. Ο διατελών φρούραρχος της Ακροκορίνθου, ιερωμένος και δάσκαλος Ιάκωβος Θεοδωρίδης, που έφερε το βαρύγδουπο προσωνύμιο «Αχιλλέας», τρομοκρατείται στην θέα των πολυπληθών εχθρικών δυνάμεων και θέλοντας να γλιτώσει την ζωή του, αποφασίζει να εγκαταλείψει το στρατηγικό φρούριο αμαχητί στα χέρια του Δράμαλη. Επάνω στον πανικό του, δεν αποτολμά να σκοτώσει ο ίδιος ή να παραλάβει σιδηροδέσμιο τον Κιαμήλ Μπέη, παρά προστρέχει να εξοντώσει τα χαρέμια του, χωρίς να καταφέρει ούτε και αυτό. Στις 7 Ιουλίου 1822 συγκεντρώνει τους 150 στρατιώτες του και διαφεύγει βιαστικά από το κάστρο. Πριν την αποχώρηση του, ο Κιαμήλ Μπέης φονεύεται εν ψυχρώ μέσα στο κρατητήριο του, προκειμένου να μην ενισχυθούν με το κύρος και την οικονομική υποστήριξή του οι τάξεις του Οθωμανικού στρατεύματος, από τον πρώην υπηρέτη του Δημήτριο Μπενάκη, τον υποφρούραρχο Διαμαντή Λάλακα και τον ηγούμενο της μονής Φανερωμένης Παρθένιο Βλάχο, οι οποίοι ενέργησαν σε συνεννόηση με τον κατ’ επίφαση «Αχιλλέα».
Το πηγάδι με τα χρυσά γρόσια
Την επόμενη ημέρα, ο Δράμαλης εισέρχεται θριαμβευτικά και με κάθε επισημότητα στο φρούριο της Ακροκορίνθου ως ελευθερωτής. Τον υποδέχεται εγκάρδια η μητέρα του Κιαμήλ, Νουρή Μπεγίνα, μαζί με την χήρα του, Γκιούλ Χανούμ, ντυμένες με πολυτελέστατα πέπλα και περιστοιχιζόμενες από πλούσια στολισμένες θεραπαινίδες. Η δε Γκιούλ Χανούμ φέρεται να υπέδειξε στον Δράμαλη ένα πηγάδι, από όπου ανασύρθηκαν 40.000 απιθωμένα πουγκιά γεμάτα με χρυσά νομίσματα και για να τιμήσει την γενναιόδωρη πράξη της, ο Οθωμανός στρατάρχης την παντρεύτηκε επάνω στον οχυρό βράχο της Ακροκορίνθου με ανατολίτικη μεγαλοπρέπεια.
Θρύλοι και αναζητήσεις 200 ετών
Πάντως, ήδη από εκείνη την περίοδο, δημιουργήθηκαν πλείστοι θρύλοι γύρω από τους απροσμέτρητους θησαυρούς του Κιαμήλ Μπέη, σύμφωνα με τους οποίους ένα μεγάλο μέρος τους είναι ακόμα κρυμμένο σε ποικίλες τοποθεσίες της Κορινθίας και είναι αρκετοί οι σύγχρονοι χρυσοθήρες που ψάχνουν να τους ανακαλύψουν. Σε μία από αυτές τις διαδόσεις, εικάζεται ότι σε μία σπηλιά μέσα στο αισθητικό δρυοδάσος Μονγγοστού, σε απόσταση 18,5 χιλιομέτρων δυτικά του Κιάτου, υπάρχει θαμμένη μία μυθώδης ποσότητα 1.000.000 Οθωμανικών χρυσών λιρών, 500 ταλάντων, 280 Βενετσιάνικων νομισμάτων και ένα μικρό κιβώτιο 20 Χ 20 εκατοστών πλήρες από σμαράγδια
. Αν και πραγματοποιήθηκαν κάποιες ανεπιτυχείς προσπάθειες ανεύρεσης του υποτιθέμενου «θησαυρού», εντούτοις αυτός παραμένει στην σφαίρα της φαντασίας των επίδοξων καιροσκόπων.
πηγή :ethnos.gr