Διακόσια δέκα πέντε άτομα, εκ των οποίων 30 εν ενεργεία αστυνομικοί, δύο απόστρατοι και δύο πολιτικοί υπάλληλοι της ΕΛΑΣ, ήταν τα μέλη του μεγάλου κυκλώματος παράνομων ελληνοποιήσεων και «ξεπλύματος» κακοποιών, που εξαρθρώθηκε μετά από πολύμηνη έρευνα από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων, όπως προκύπτει από την ογκωδέστατη δικογραφία που σχηματίστηκε για την υπόθεση, η οποία περιλαμβάνει εντυπωσιακά στοιχεία για την δράση της οργάνωσης, αλλά και τους «πελάτες», που στο μεγαλύτερο μέρος τους ήταν σημαντικά ονόματα στο χώρο του εγκλήματος και της διακίνησης ναρκωτικών ειδικότερα.

Χαρακτηριστικό είναι ότι ένας από τους 20 που συνελήφθησαν στο πλαίσιο του αυτοφώρου από τους «αδιάφθορους» της ΕΛΑΣ ήταν καταζητούμενος για εμπόριο ναρκωτικών, για το οποίο εκκρεμούσε ποινή φυλάκισης 12 ετών σε βάρος του, αλλά κυκλοφορούσε με άλλο όνομα και καθ’ όλα νόμιμα εκδοθέντα έγγραφα. Οκτώ ακόμα άτομα συνελήφθησαν σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης το προηγούμενο διάστημα, επίσης για εμπόριο μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών και δύο γιατί καταζητούνταν διεθνώς με ερυθρά αγγελία για εγκληματική δράση. Όλοι είναι Αλβανοί ελληνοποιημένοι από το κύκλωμα, που θησαύριζε «ξεπλένοντάς» τους με νόμιμα έγγραφα, αντί τουλάχιστον 30.000 ευρώ για το κάθε έγγραφο.

Κομβικό ρόλο σε όλη αυτή την παρανομία είχαν ο διοικητής Τμήματος Ασφαλείας της Δυτικής Αττικής, μαζί με την σύζυγο του, επίσης αστυνομικό στην ίδια υπηρεσία, ωστόσο τα αρχηγικά στελέχη ήταν άλλοι. Συγκεκριμένα, ως αρχηγός φέρεται ένας ομογενής από το Καζακστάν, κάτοικος ‘Ανω Λιοσίων και ως «νούμερο 2» ένας ακόμα ομογενής από το Καζακστάν, κάτοικος Ασπροπύργου, ο οποίος μάλιστα είχε βγάλει και για τον εαυτό τους έγγραφα με άλλα στοιχεία.

Υπενθυμίζουμε ότι μετά από συντονισμένη επιχείρηση της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων, συνελήφθησαν συνολικά 20 άτομα και συγκεκριμένα τα δύο ηγετικά στελέχη, 9 αστυνομικοί, ένας πολιτικός υπάλληλος, ένας δικηγόρος, μία υπάλληλος ληξιαρχείου και ακόμα 5 ιδιώτες ως μέλη, μεταξύ των οποίων και ο Αλβανός «πελάτης», έμπορος ναρκωτικών.

Στη δικογραφία περιλαμβάνονται ακόμη 195 άτομα, μεταξύ των οποίων 21 αστυνομικοί, 2 απόστρατοι, πολιτική υπάλληλος και 171 ιδιώτες.

Σύμφωνα με στοιχεία και ένα αναλυτικό «οργανόγραμμα» της «μαφίας» των παράνομων ελληνοποιήσεων, που έδωσε σήμερα στην δημοσιότητα το υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, φαίνεται καθαρά πως πρόκειται για μια άρτια δομημένη εγκληματική οργάνωση, στην οποία καθοριστικό ρόλο είχαν ο αξιωματικός και η σύζυγος του, στο γραφείο του οποίου βρέθηκε και το χρηματοκιβώτιο με 320.000 ευρώ.

Όσον αφορά στη λειτουργία της εγκληματικής οργάνωσης, ο «διευθυντής» της, κατηύθυνε τα υπόλοιπα μέλη και συντόνιζε τις ενέργειές τους, έφερνε σε επαφή τους ενδιαφερόμενους με τα «αρμόδια» μέλη της οργάνωσης και καθόριζε το χρηματικό ποσό που έπρεπε να καταβληθεί για την έκδοση των εγγράφων. Παράλληλα, με τη συνδρομή του δεύτερου ηγετικού στελέχους και υπαλλήλων δημοτολογίων και ληξιαρχείων, αναζητούσαν την κατάλληλη οικογενειακή μερίδα, κυρίως Ελλήνων παλιννοστούντων από χώρες της πρώην ΕΣΣΔ ή προέβαιναν στην κατάρτιση τέτοιων μερίδων, μέσω δήλωσης εικονικών γάμων και γεννήσεων στο εξωτερικό, με τη χρήση πλαστών πιστοποιητικών αλλοδαπών Αρχών.

Ο αξιωματικός στην Δυτική Αττική ήταν ο συνδετικός κρίκος των επίορκων με τον «διευθυντή» και είχε τον πρώτο λόγο στις διαδικασίες για την προώθηση των σχετικών εγγράφων, προκειμένου να επιτευχθεί η ελληνοποίηση του πελάτη, ενώ η σύζυγος του είχε το… «λεπτό καθήκον» να ελέγχει από τις βάσεις δεδομένων της Αστυνομίας τα ονόματα που θα έδιναν στους ενδιαφερόμενους, ώστε να είναι «καθαρά» και να ταιριάζουν στον καθένα και να εκδίδει τις ταυτότητες.

Οι πελάτες ήταν κυρίως Αλβανοί με ανοιχτούς λογαριασμούς με το νόμο, όπως ο 35χρονος που δολοφονήθηκε πριν από μερικές μέρες σε βενζινάδικο στη Νίκαια, αλλά υπήρχαν και Έλληνες με ποινικές εκκρεμότητες που άλλαξαν ταυτότητα.

Συνήθως έδιναν ονόματα ομογενών από την πρώην Σοβιετική Ένωση, αλλά χρησιμοποιούσαν και ελληνικά στοιχεία υπαρκτών προσώπων που είχαν άγνοια για ό,τι συνέβαινε.

Για την έκδοση των εγγράφων, μέλη του κυκλώματος, κάποια από τα οποία είναι συγγενείς των υψηλά στην ιεραρχία, είχαν ειδικό ρόλο να εμφανίζονται ως μάρτυρες για την ταυτοπροσωπία του πελάτη, ενώ και οι άλλοι αστυνομικοί που εμπλέκονται φρόντιζαν για την συγκέντρωση πληροφοριών από τη βάση δεδομένων της ΕΛΑΣ, τις ταυτοπροσωπίες και την έκδοση ταυτοτήτων και διαβατηρίων.

Κατά τις συνομιλίες τους τα μέλη του κυκλώματος χρησιμοποιούσαν κώδικες επικοινωνίας με χαρακτηριστικές λέξεις για τα έγγραφα που εξέδιδε. Συγκεκριμένα, ως «μπλε» ανέφεραν το δελτίο ταυτότητας και ως «βιβλιαράκι» το διαβατήριο, ενώ όπως διαπιστώθηκε, πολλές από τις τηλεφωνικές συνδέσεις που χρησιμοποίησαν στην έκδοση των εγγράφων, ήταν καταχωρημένες τηλεφωνικές συνδέσεις μελών της εγκληματικής οργάνωσης.

Από τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν σε οικίες, εργασιακούς χώρους, κατάστημα, αυτοκίνητα καθώς και από την κατοχή των συλληφθέντων, μεταξύ άλλων, βρέθηκαν και κατασχέθηκαν:

* 2 περίστροφα, πιστόλι, γεμιστήρες και 382 φυσίγγια,

* φορητός ηλεκτρονικός υπολογιστής και 3 τάμπλετ,

* κεντρική μονάδα ηλεκτρονικού υπολογιστή, σκληρός δίσκος και ssd δίσκος,

* 15 USB, 6 εξωτερικοί σκληροί δίσκοι, αντάπτορες και κάρτες μνήνης,

* συσκευές gps tracker,

* 608.025 ευρώ,

* 37 κινητά τηλέφωνα και κάρτες sim,

* ψηφιακή κάμερα,

* μηχάνημα πλαστικοποίησης εγγράφων και υλικά πλαστικοποίησης,

* 4 πινακίδες κυκλοφορίας οχημάτων,

* ναρκωτικά δισκία και ποσότητες κοκαΐνης και κάνναβης,

* Πλήθος εγγράφων και εντύπων για την έκδοση ταυτοτήτων και διαβατηρίων και άλλα πειστήρια.

Σε βάρος των συλληφθέντων σχηματίστηκε δικογραφία για -κατά περίπτωση- εγκληματική οργάνωση, δωροδοκία υπαλλήλου, δωροληψία υπαλλήλου, παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου, πλαστογραφία, ψευδή βεβαίωση, νόθευση και για παραβάσεις των νομοθεσιών για τη μετανάστευση, όπλα, ναρκωτικά, κά, ενώ οδηγήθηκαν στον αρμόδιο εισαγγελέα, ο οποίος τους παρέπεμψε στην ειδική ανακρίτρια Διαφθοράς προς διενέργεια κύριας ανάκρισης.