Αντιφάσεις σχεδόν 70 χρόνων, από τότε που Ελλάδα και Τουρκία έγιναν μέλη του ΝΑΤΟ. Η διένεξη της κυβέρνησης με τον Γενς Στόλτενμπεργκ γίνεται αφορμή για να “ανασυρθούν” ιστορικές μνήμες: Η έξοδος από το στρατιωτικό σκέλος της συμμαχίας μετά τον “Αττίλα”, με απόφαση Κ. Καραμανλή, η πολιτική του Α. Παπανδρέου και η συμπεριφορά των ελληνικών κυβερνήσεων μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ.
Άντερς Φογκ Ράσμουσεν, Πήτερ Κάρριγκτον, Γιόζεφ Λουνς, Ξαβιέ Σολάνα, Βίλι Κλάες, Γιαπ ντε Χοοπ Σέφερ. Ονόματα που ίσως δεν λένε πολλά πράγματα στο ευρύ κοινό, έχουν όμως διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην εξωτερική πολιτική της Ελλάδας τις τελευταίες (πολλές) δεκαετίες. Ιδιαίτερα μάλιστα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Όλοι τους είχαν την εξής ιδιότητα: Διετέλεσαν γενικοί γραμματείς του ΝΑΤΟ. Της στρατιωτικό-πολιτικής συμμαχίας της δύσης που ιδρύθηκε το 1949 μετά την λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και παραμένει έως και σήμερα από τους σημαντικότερους διαμορφωτές των γεωπολιτικών δεδομένων.
Η πρόσφατη διένεξη της ελληνικής κυβέρνησης με τον νυν γενικό γραμματέα , Γένς Στόλτενμπεργκ σχετικά με τον ελληνοτουρκικό διάλογο, αποτελεί μία αφορμή για να θυμηθεί κανείς τη διαχρονική σχέση της Ελλάδας με αυτό τον οργανισμό δηλαδή τα αντιφατικά (στην καλύτερη περίπτωση) φαινόμενα που συνοδεύουν την 68χρονη παρουσία της Ελλάδας στο Βορειοατλαντικό Σύμφωνο όπως ονομάζεται.
Ιδίως τον τρόπο που οι ελληνικές κυβερνήσεις λειτούργησαν εντός της συμμαχίας, κυρίως όταν χειρίζονταν τις σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας. Το κορυφαίο ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής. της χώρας και ταυτόχρονα ένα πρόβλημα που είναι χρονικά, σχεδόν ταυτόσημο με την παρουσία της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ.
Η απαρχή
Με τα σημερινά δεδομένα, ακούγεται σαν ιστορική ειρωνεία, όμως το 1952, Ελλάδα και Τουρκία είχαν το παρωνύμιο “δίδυμες χώρες” λόγω της ταυτόχρονης εισόδου τους στο ΝΑΤΟ. Βρισκόμαστε διεθνώς στο καθεστώς της μετάβασης από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στον Ψυχρό Πόλεμο, και η είσοδος της Ελλάδας υπογράφεται από την κυβέρνηση του Α.Παπάγου, δύο μόλις χρόνια μετά την λήξη του εμφυλίου.
Την περίοδο εκείνη οι σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας βρίσκονται ίσως στο καλύτερο σημείο τους και οι κυβερνήσεις τους συνεργάζονται με ζέση για την προώθηση των βορειοατλαντικών συμφερόντων. Μάλιστα μαζί οι δύο χώρες θα κάνουν μία αποφασιστική κίνηση με αντισοβιετικό χαρακτήρα: Συνυπογράφουν το 1953 το λεγόμενο “Βαλκανικό Σύμφωνο” που προβλέπει την στρατιωτική συνεργασία και δράση Ελλάδας – Τουρκίας και Γιουγκοσλαβίας ακόμη και σε περίπτωση εισβολής σε μία από τις 3 χώρες. Το σύμφωνο όμως αυτό θα καταστεί ανενεργό τα επόμενα δύο χρόνια μια και η αποσταλινοποίηση στην ΕΣΣΔ οδηγεί την Γιουγκοσλαβία να προσεταιριστεί εκ νέου το “ανατολικό μπλόκ”.
Όμως η Τουρκία ακόμη και εκείνη την περίοδο φαίνεται ότι έχει σαφή προσανατολισμό για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της ακόμη και εντός της συμμαχίας. Έτσι φέρεται να ακυρώνονται με παρέμβασή της ΝΑΤΟϊκά σχέδια δημιουργίας ναυτικής βάσης στην Λέρο, αφού η Άγκυρα υποστηρίζει την θέση για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου. Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1955 ξεκινά και ολοκληρώνεται η εκδίωξη του ελληνικού στοιχείου από την Κωνσταντινούπολη που σηματοδοτεί σημαντική αλλαγή στις σχέσεις των ελληνικών κυβερνήσεων με τις τουρκικές.
Η επιβολή της Χούντας στην Ελλάδα, το 1967 και η παράλληλη παραμονή της στο ΝΑΤΟ, έγινε αντικείμενο επικρίσεων. Ιδίως από την στιγμή που η Βορειοατλαντική Συμμαχία, δομήθηκε με στόχο την προστασία της Δημοκρατίας. Εννοώντας προφανώς την προστασία της από τις χώρες που συνασπίζονταν γύρω από την ΕΣΣΔ.
Είναι χαρακτηριστικό το προοίμιο της αρχικής συμφωνίας ίδρυσης του ΝΑΤΟ όπου γίνεται λόγος για κράτη που επιθυμούν “να διαφυλάξουν την ελευθερία, την κοινή κληρονομιά και τον πολιτισμό των λαών τους, που βασίζονται στις αρχές της δημοκρατίας, της ατομικής ελευθερίας και του κράτους δικαίου”.
Επίσης στο άρθρο 2 της συμφωνίας αναφέρεται ρητά ότι “τα συμβαλλόμενα μέρη θα συμβάλουν στην περαιτέρω ανάπτυξη ειρηνικών και φιλικών διεθνών σχέσεων ενισχύοντας τους ελεύθερους θεσμούς τους”. Στοιχεία που αναντίρρητα δεν ίσχυαν στην Ελλάδα αφού από το 1967 έως και το 1974 βρίσκεται σε καθεστώς στρατιωτικής δικτατορίας.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και η αποχώρηση
Οι τελευταίες μέρες της 7χρονης δικτατορίας συμπίπτουν -όπως είναι γνωστό- με την κυπριακή τραγωδία. Την εισβολή δηλαδή των τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο και την παράνομη κατοχή του βόρειου τμήματος του νησιού μέχρι και σήμερα. Το δεδομένο δηλαδή που άλλαξε παντελώς τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και συνεχίζει να τις διαπνέει.
Η εισβολή ξεκίνησε στις 20 Ιουλίου του 1974, μόλις 4 ημέρες πριν επιστρέψει στην Ελλάδα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής για να αναλάβει την πρωθυπουργία .
Το δεύτερο κύμα της εισβολής θα πραγματοποιηθεί τον Αύγουστο του 1974, το ΝΑΤΟ δεν πραγματοποιεί καμία παρέμβαση επικαλούμενο το άρθρο 5 της βορειοατλαντικής συνθήκης που δεν προβλέπει επέμβαση σε διενέξεις μεταξύ συμμάχων αλλά μόνον σε περίπτωση εξωτερικής επίθεσης.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής παρά τον αδιαμφισβήτητο φιλοδυτικό προσανατολισμό του (“ανήκομεν εις την δύσιν”) βρίσκεται απέναντι σε ένα πρόδηλο αδιέξοδο και αντιλαμβάνεται την εντονότατη λαϊκή πίεση και τον αντι-αμερικανισμό της περιόδου. Έτσι παίρνει αποφάσεις: Στις 14 Αυγούστου ανακοινώνει την αποχώρηση της Ελλάδας από στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.
Όπως ανακοινώνεται “κατόπιν της αποδειχθείσης ανικανότητος της Ατλαντικής Συμμαχίας να αναχαιτίση την Τουρκίαν από του να δημιουργήση κατάστασιν συρράξεως μεταξύ δύο συμμάχων, ο πρωθυπουργός κ. Καραμανλής έδωσεν εντολήν όπως αι ελληνικαί ένοπλοι δυνάμεις αποσυρθούν από την Συμμαχίαν του ΝΑΤΟ. Η Ελλάς θέλει παραμείνει μέλος της Συμμαχίας μόνον ως προς το πολιτικόν μέρος αυτής”.
Η έξοδος της χώρας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ θα διαρκέσει έξι χρόνια. Για την ακρίβεια έως τις 19 Οκτωβρίου του 1980. Πρωθυπουργός είναι τότε ο Γεώργιος Ράλλης και η κυβέρνηση του συνδυάζει την απόφαση επαναφορά στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ με την πλήρη ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ, που θα ακολουθήσει μερικούς μήνες αργότερα.
Όπως θα δηλώσει τότε, ο Γεώργιος Ράλλης “επανερχόμεθα στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, γιατί δε θέλομεν η Τουρκία να είναι ο μόνος αποδέκτης των πιστώσεων για την υποδομή, για την εκπαίδευση και για τον εξοπλισμό”. Την επιλογή στηρίζει και ο τότε υπουργός Εξωτερικών Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αναφέροντας ότι με την κίνηση αυτή “η θέση της Ελλάδος διεθνώς ενισχύεται και η αμυντική της δυνατότητα αυξάνεται. Εφόσον, λοιπόν, η διεθνής θέση της Ελλάδος γίνεται καλύτερη, σε ευθεία αντανάκλαση βοηθάει και την Κύπρο”. Θα την στηρίξει επίσης και ο μετέπειτα Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κωστής Στεφανόπουλος λέγοντας ότι “ευρισκόμενοι εντός της συμμαχίας μπορούμε περισσότερο να επηρεάσουμε ευνοϊκά εκείνους, οι οποίοι μπορούν με τη σειρά τους να επηρεάσουν υπέρ μιας ευνοϊκής λύσεως του (κυπριακού) προβλήματος”.
Στην Αθήνα πραγματοποιούνται μεγάλες διαδηλώσεις ενάντια στην απόφαση επανένταξης. Ένα από τα συνθήματα τους είναι το “ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο” και εκφράζει τόσο την αριστερά όσο και τους οπαδούς του ΠΑΣΟΚ, το κόμμα που ανέρχεται προς την εξουσία, την οποία θα κατακτήσει εμφατικά έναν χρόνο αργότερα.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου και το ΝΑΤΟ
Αν πιστέψουμε μια παλιότερη δήλωση του Θεόδωρου Πάγκαλου, ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ δεν χρησιμοποίησε πότε την φράση “ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο”, που ο πρώην ΥΠΕΞ την έχει αποδώσει στο ΚΚΕ. Όμως ο Ανδρέας Παπανδρέου ενέταξε την αμφισβήτηση της ευρωπαϊκής κοινότητας και της βορειοατλαντικής συμμαχίας και στον προεκλογικό του λόγο και στην πολυδιάστατη εξωτερική του πολιτική, όπου “έπαιξε” με τις αντιθέσεις των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ.
Σε αυτή την πολιτική εντάσσεται η εντυπωσιακή κίνηση της αποπομπής του υφυπουργού Εξωτερικών Ασημάκη Φωτήλα όταν αποδέχθηκε καταδικαστικό κείμενο της ΕΟΚ για την Πολωνία του Βόιτσεκ Γιαρουζέλσκυ. Επίσης η διαφοροποίηση του Ανδρέα Παπανδρέου από σειρά αντισοβιετικών πρωτοβουλιών της συμμαχίας στα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησής του. Το ίδιο και οι περίφημοι “αστερίσκοι” στην πρώτη σύνοδο υπουργών Άμυνας του ΝΑΤΟ που παραβρέθηκε ο Α.Παπανδρέου το 1982.
Ο ιδρυτής του ΠΑΣΟΚ τελικά δεν έδιωξε ποτέ τις αμερικανικές βάσεις από την Ελλάδα, αξιοποίησε όμως την περίοδο της εκκρεμότητας για να διαμορφώσει μια ειδική σχέση με το ΝΑΤΟ, ενώ το 1987 στην ελληνοτουρκική κρίση του “Σισμίκ” μία από τις βασικές κινήσεις του ήταν το κλείσιμο της βάσης στην Νέα Μάκρη, την μεγαλύτερη βάση που είχαν των ΗΠΑ στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Επίσης στις συνεντεύξεις του ασκούσε έντονη κριτική στο ΝΑΤΟ για τα εξοπλιστικά προγράμματα προς την Τουρκία, λέγοντας ότι η γειτονική χώρα είχε πολιτικές τακτικές εναντίον συμμάχων χωρών όπως η Ελλάδα. Μάλιστα όσον αφορά τον ελληνοτουρκικό διάλογο η άποψή του Ανδρέα Παπανδρέου για τον ρόλο του ΝΑΤΟ ήταν πώς “δεν επιζητούμε επιδιαιτησία αλλά σαφώς θέτουμε και το ΝΑΤΟ και τις ΗΠΑ ενώπιον των ιστορικών των ευθυνών”.
New Age
Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, το 1990, το ΝΑΤΟ περιέρχεται σε υπαρξιακή δίνη. Σταδιακά τα επόμενα χρόνια αναθεωρεί τα δόγματα του. Έτσι ο ψυχρός πόλεμος αντικαθίσταται από τα “περιφερειακά προβλήματα ασφάλειας”, η ΕΣΣΔ από τις “ασύμμετρες απειλές”, τον “κυβερνοπόλεμο”, τα “όπλα μαζικής καταστροφής” και άλλες εξίσου αόριστες έννοιες.
Για τις ελληνικές κυβερνήσεις των επόμενων 30 χρόνων η παραμονή στο ΝΑΤΟ δεν αποτελεί πλέον “επιλογή στρατοπέδου”. Προβάλλεται ως εχέγγυο του ότι η Ελλάδα ανήκει στον ανεπτυγμένο κόσμο, παράλληλα με την συμμετοχή σε άλλους οργανισμούς όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, ο ΟΟΣΑ, το ΔΝΤ. Η Βορειο-ατλαντική συμμαχία στην νέα της μορφή συνεχίζει να είναι ένας καθοριστικός παράγοντας και για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Αυτό επιβεβαιώνεται στην κρίση των Ιμίων το 1996 με το “ευχαριστώ” του Κώστα Σημίτη στην αμερικανική διαμεσολάβηση, που ειπώθηκε από τον τότε πρωθυπουργό στη Βουλή. Έναν χρόνο αργότερα, στις 6 Ιουλίου του 1997, είναι στην Διάσκεψη του ΝΑΤΟ στην Μαδρίτη που ο Κώστας Σημίτης συναντιέται με τον ομόλογό του Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ και υπογράφουν την συμφωνία που αναφέρεται σε “νόμιμα και ζωτικά” συμφέροντα της Τουρκίας στο Αιγαίο.
Όλη την 10ετια του 1990, ενώ το ΝΑΤΟ μετεξελίσσεται, δεν φαίνεται να εγκαταλείπει την θέση περί μη εμπλοκής και λήψης σαφούς θέσης στην περίπτωση διακρατικών διαφορών ανάμεσα σε συμμαχικές χώρες. Αυτό που αποκαλείται “δόγμα Λουνς” και προέρχεται από το όνομα του Ολλανδού γραμματέα του ΝΑΤΟ, Γιόζεπ Λούνς, που θήτευσε στην θέση αυτή από το 1971 μέχρι το 1984.
Ο Κώστας Καραμανλής που θα έλθει στην εξουσία το 2004, θα έχει μια λιγότερο “θερμή” σχέση με το ΝΑΤΟ -κάτι που διαφαίνεται στο σύνολο της εξωτερικής πολιτικής του – διατηρεί όμως τις απαραίτητες ισορροπίες. Στο Βουκουρέστι και στη Σύνοδο Κορυφής της συμμαχίας το 2008 θέτει βέτο στην ένταξη της ΠΓΔΜ. Νωρίτερα έχει τηρήσει διακριτική στάση στο δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν στην Κύπρο, το οποίο στήριξε έντονα το ΝΑΤΟ.
Η Ελλάδα στη συνέχεια μπαίνει στην περιπέτεια της 10ετούς οικονομικής κρίσης. Τα μνημόνια επισκιάζουν οτιδήποτε άλλο και καθορίζουν τις εσωτερικές οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις. Σχετικά άθικτο όμως μένει το ζήτημα των δαπανών για εξοπλισμούς. Η Ελλάδα συνεχίζει να ικανοποιεί μία από τις ισχυρές απαιτήσεις του ΝΑΤΟ, που είναι η διατήρηση των εξοπλιστικών χωρών των κρατών μελών πάνω από το 2% του ΑΕΠ κάθε χώρας.
Η “πρώτη φορά Αριστερά” κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα, δεν θα αλλάξει τις θεμελιώδεις αρχές της σχέσης της Ελλάδας με το ΝΑΤΟ. Παρότι ό ΣΥΡΙΖΑ έχει ως πολιτική θέση την διάλυση του ΝΑΤΟ , ο πρόεδρος του κόμματος, έγκαιρα όσο και εύγλωττα θα ξεκαθαρίσει το ποια θα είναι η επιλογή του. Σε τηλεοπτική συνέντευξή του τον Μάιο του 2014 ο Αλέξης Τσίπρας δηλώνει χαρακτηριστικά: “Ισχυρίζομαι και το λέω με όλη τη δύναμη της φωνής μου ότι η χώρα πράγματι είναι μια χώρα που ανήκει στο δυτικό πλαίσιο, ανήκει στην Ε.Ε., στο ΝΑΤΟ, αυτό δεν αμφισβητείται”. Υποστηρίζει επίσης ότι η Ελλάδα “δεν μπορεί να είναι μια χώρα ασήμαντη της Δύσης που θα ακολουθεί άκριτα τις επιλογές των ισχυρών της δύσης. Αλλά μια χώρα που θα έχει την αυτοτέλεια και την κυριαρχία στα πλαίσια της συμμετοχής της σ΄ αυτούς τους οργανισμούς να ασκεί όμως ενεργητική και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και να έχει συμμάχους ισχυρές χώρες που παίζουν ρόλο στα γεωστρατηγικά γεωπολιτικά πράγματα”.
Σήμερα η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, φαίνεται σαφώς να “ζορίζεται” από τις ισορροπίες δυνάμεων στο εσωτερικό της συμμαχίας. Παράλληλα έχει προνομιακή σχέση με την Γαλλία, Μια χώρα που στο παρελθόν έχει αποχωρήσει από το ΝΑΤΟ και σήμερα του ασκεί εντόνοτατη κριτική, αφού ο Εμμανουέλ Μακρόν το έχει χαρακτηρίσει “κλινικά νεκρό”. Ειδικά η “σαμαρική” πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας φαίνεται να είναι εξαιρετικά δύσπιστη για το ρόλο του ΝΑΤΟ. Κάτι που εκφράστηκε την ομιλία του Αντώνη Σαμαρά στο 13ο συνέδριο της Ν.Δ τον περασμένο Δεκέμβριο. Τότε που σχολίασε: “Φτάσαμε πια στο σημείο, εμείς, οι φιλο-ατλαντιστές, να αναρωτιόμαστε: Το ίδιο το ΝΑΤΟ, ποιος θα το σταθεροποιήσει;”.
Το ΚΚΕ
Αξίζει να σημειωθεί ότι κατά την διάρκεια όλων αυτών των δεκαετιών, η πολιτική δύναμη στην Ελλάδα που ήταν παγίως αντίθετη στην ένταξη και παραμονή της χώρας στο ΝΑΤΟ ήταν -όπως εύκολα μαντεύει κανείς- το ΚΚΕ. Αρχικά λόγω της φύσης του εν λόγω κόμματος που αντικειμενικά το τοποθετούσε υπέρ της Σοβιετικής Ένωσης και των συμμάχων χωρών της.
Μετά το 1990 το ΚΚΕ είναι σταθερά ενάντια στην συμμετοχή της Ελλάδας στη “λυκοσυμμαχία” όπως χαρακτηριστικά αποκαλεί το ΝΑΤΟ. Εκτιμά ότι ιστορικά ο οργανισμός αυτός υπονομεύει την εθνική κυριαρχία της Ελλάδας ενώ ευθύνεται για το καθεστώς έντασης ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Όπως χαρακτηριστικά άλλωστε αναφέρεται στην τελευταία ανακοίνωση του ΚΚΕ, μετά τις δηλώσεις Στόλτενμπεργκ: “Το ΝΑΤΟ προωθεί επικίνδυνες διευθετήσεις, στη λογική των ίσων αποστάσεων και της συνδιαχείρισης, υποθάλποντας την τουρκική επιθετικότητα”.
Συνεχίζουμε
Η παρουσία της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και η επίδραση της στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι εξαιρετικά πολύπλοκο και ευρύ ζήτημα. Άρα αδύνατο να αναλυθεί σε μία αρθρογραφία. Η διαπάλη Ελλάδας και Τουρκίας εντός των πλαισίων του ΝΑΤΟ αποτελεί δεδομένο της σύγχρονης πραγματικότητας.
Οι υπουργοί Εξωτερικών όλων των κυβερνήσεων διαπιστώνουν εδώ και δεκαετίες -δημόσια – ότι κάθε ΝΑΤΟϊκή άσκηση γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από την τουρκική πλευρά, ώστε να “γκριζάρει” κάποια περιοχή του Αιγαίου. Συχνά οι δύο χώρες προσφεύγουν στην συμμαχία. Μονότονα λαμβάνουν την απάντηση, περί μη εμπλοκής σε ενδοσυμμαχικές διενέξεις και ταυτόχρονα προτροπές για συνεννόηση. Την ίδια στιγμή η συντριπτική πλειοψηφία των εξοπλιστικών δαπανών Ελλάδας και Τουρκίας αφορούν ΝΑΤΟϊκό εξοπλισμό, ενώ η συμμαχία παίζει έναν καθοριστικό ρόλο στην διατήρηση της εξοπλιστικής ισορροπίας, ενώ οι δύο χώρες δαπανούν σχεδόν το ίδιο ποσοστό του ΑΕΠ τους για στρατιωτικές δαπάνες.
Σε πολιτικό επίπεδο αυτό που πορεί κανείς να διαπιστώσει είναι ότι η ολοσχερής επικράτηση της Δύσης τα τελευταία 30 χρόνια, είχε σημαντικό αντίκτυπο στο τρόπο που οι ελληνικές κυβερνήσεις λειτουργούν εντός του ΝΑΤΟ. Ανεξάρτητα από το ποιο κόμμα βρίσκεται στην εξουσία, έχουν σαφώς περιοριστεί οι προθέσεις και οι πρακτικές αμφισβήτησης της λειτουργίας του ή των πολιτικών του.
Έτσι λοιπόν όλα τα δεδομένα, ιδίως στην τρέχουσα συγκυρία μιας ακόμη ελληνοτουρκικής κρίσης, δείχνουν αυτό το ιδιότυπο “συμμαχικό τρίγωνο”, Ελλάδας – Τουρκίας – ΝΑΤΟ, θα είναι καθοριστικό για την περαιτέρω πορεία των πραγμάτων.
Πηγή : NEWS247