Δημήτρης Αγγελίδης
Ιστορική δικαίωση του ΛΟΑΤΚΙ+ κινήματος -και ειδικά των 9 ακτιβιστών που με τόλμη και κουράγιο κυνήγησαν την υπόθεση- συνιστά η οριστική και αμετάκλητη καταδίκη του μητροπολίτη Αιγιαλείας και Καλαβρύτων Αμβρόσιου για το ακραίο ομοφοβικό του κείμενο που καλούσε σε φτύσιμο των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων.
Χαράς ευαγγέλια για τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα και ευρύτερα για τα θύματα της ρητορικής μίσους και τους υπερασπιστές τους από τη χθεσινή ιστορική απόφαση του Αρείου Πάγου, που καταδικάζει αμετάκλητα τον πρώην μητροπολίτη Αιγιαλείας και Καλαβρύτων Αμβρόσιο για παραβίαση του αντιρατσιστικού νόμου με ακραία ομοφοβική ανάρτηση στο ιστολόγιό του τον Δεκέμβριο του 2015.
Το ανώτατο δικαστήριο έκανε δεκτή την πρόταση του εισαγγελέα και απέρριψε την αίτηση αναίρεσης που είχε υποβάλει ο μητροπολίτης εναντίον της καταδίκης του σε δεύτερο βαθμό από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αιγίου ως προς τη δημόσια πρόκληση σε διακρίσεις, μίσος ή βία. Παράλληλα, έκανε δεκτή την αίτηση αναίρεσης ως προς την καταδίκη για κατάχρηση εκκλησιαστικού αξιώματος, λόγω των αλλαγών που έχουν επέλθει στον Ποινικό Κώδικα.
Η απόφαση θεωρείται τομή στα δικαστικά χρονικά στην Ελλάδα, καθώς για πρώτη φορά σε ανώτατο δικαστικό επίπεδο μπαίνουν όρια στον ρατσιστικό λόγο, ενώ η απόφαση είναι εναρμονισμένη με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Πρόκειται για μεγαλειώδη δικαίωση των εννέα ακτιβιστών της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας που είχαν την τόλμη να μηνύσουν τον μητροπολίτη για το ακραίο ρατσιστικό κείμενό του με τον χαρακτηριστικό τίτλο «ΑΠΟΒΡΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΣΗΚΩΣΑΝ ΚΕΦΑΛΙ! – […] ΦΤΥΣΤΕ ΤΟΥΣ!» που αναρτήθηκε λίγο πριν ψηφιστεί το νέο σύμφωνο συμβίωσης.
«Οταν ξεκινήσαμε την όλη διαδικασία δεν υπήρχε κάποια δικαστική απόφαση, κάποιο δικαστικό προηγούμενο στο οποίο μπορούσαμε να βασιστούμε. Τώρα αυτό έχει πλέον αλλάξει και γι’ αυτό η αξία της απόφασης θεωρείται ιστορική. Ως μια δυναμική υπενθύμιση για όσα άτομα σαν τον Αμβρόσιο θεωρούν ότι είναι εντάξει να στοχοποιούν άτομα και κοινότητες και να υποκινούν το μίσος και τη βία εναντίον τους», σημειώνει στην «Εφ.Συν.» ο Βασίλης Θανόπουλος, ένας από τους εννιά μηνυτές, αρχισυντάκτης του ΛΟΑΤΚΙ περιοδικού Antivirus.
Στις πολύκροτες δίκες στο Αίγιο σε πρώτο και δεύτερο βαθμό, οι εννέα ακτιβιστές, τα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας και οι υποστηρικτές τους χρειάστηκε να εκτεθούν στον ομοφοβικό οχετό του κατηγορούμενου και των συνηγόρων του, όπως και των μαρτύρων υπεράσπισης, μητροπολιτών Πειραιώς Σεραφείμ, Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως Ιερεμία και Ηλείας Γερμανού.
Χρειάστηκε επίσης να υπομείνουν τα παιδαριώδη σοφίσματα του μητροπολίτη ο οποίος, με μια θρασύτατη κωλοτούμπα προκειμένου να αποφύγει την καταδίκη του, ισχυρίστηκε αυτοαναιρούμενος ότι τάχα το κείμενό του δεν αφορούσε τους ομοφυλόφιλους, αλλά τους βουλευτές που υποστήριζαν το σύμφωνο συμβίωσης. Την ίδια ώρα, ο γνωστός απολογητής των βασανιστών της χούντας και υμνητής της υπόδικης ναζιστικής οργάνωσης δεν δίσταζε να κλείνει το μάτι στο ακροδεξιό του ακροατήριο, δηλώνοντας ότι, αν ήταν νόμιμο, θα πυροβολούσε τους ΛΟΑΤΚΙ ακτιβιστές «να τελειώνουμε».
Η πρωτόδικη αθώωση του μητροπολίτη από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Αιγίου τον Μάρτιο του 2017 προκάλεσε θυελλώδεις κοινωνικές και πολιτικές αντιδράσεις, με τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης Σταύρο Κοντονή να σημειώνει ότι θα ζητήσει τα πρακτικά της δίκης για να διαπιστωθεί αρμοδίως αν υπήρξαν παραφωνίες. Κατά της απόφασης άσκησαν έφεση οι εισαγγελείς Εφετών Πατρών και Πλημμελειοδικών Αιγίου, η οποία οδήγησε στην ιστορική καταδίκη του μητροπολίτη σε δεύτερο βαθμό.
Η αίτηση ακύρωσης που υπέβαλε ο Αμβρόσιος, ο οποίος παραιτήθηκε από τον μητροπολιτικό θρόνο τον περασμένο Αύγουστο, παρουσιάζοντας τον εαυτό του σαν… μάρτυρα διωκόμενο από τους ομοφυλόφιλους και την κυβέρνηση «των Αθέων και Μάγων του ΣΥΡΙΖΑ», δεν έγινε δεκτή από τον Αρειο Πάγο, που επικύρωσε τη δευτεροβάθμια καταδίκη ως προς τον αντιρατσιστικό νόμο.
Την απόφαση χαιρετίζει η Ομάδα ΛΟΑΤΚΙ+ του τμήματος Δικαιωμάτων ΣΥΡΙΖΑ, που ζητά από την Εκκλησία να αναλάβει τις ευθύνες της και επισημαίνει την ανάγκη περαιτέρω ενίσχυσης του αντιρατσιστικού νόμου.
Για ιστορική απόφαση κάνουν λόγο οι τρεις συνήγοροι της πολιτικής αγωγής
Κλειώ Παπαπαντολέων:
Είναι μια ιστορική απόφαση για την Ελλάδα και απολύτως εναρμονισμένη με τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Είναι η πρώτη φορά που σε ανώτατο δικαστικό επίπεδο τίθεται όριο στον εμπρηστικό, ρατσιστικό λόγο, όριο στο λόγο που υποκινεί το μίσος και τη βία.
Η απόφαση αυτή συνιστά δικλείδα ασφαλείας και ασπίδα προστασίας για την ισότητα, την ελευθερία και την αξιοπρέπεια των προσώπων. Θεωρώ την απόφαση τομή για την προστασία των δικαιωμάτων στην χώρα μας και δικαίωση για τους παθόντες που είχαν το θάρρος και τη δύναμη να μπουν στον κόπο μιας δικαστικής διαμάχης καθόλου εύκολης και καθόλου προβλέψιμης.
Βαγγέλης Μάλλιος:
Η απόφαση του Αρείου Πάγου είναι κατά τη γνώμη μου ιδιαίτερα σημαντική για τους εξής λόγους:
πρώτον, διότι τα επίμαχα λόγια δεν ήταν μια απλή έκφραση γνώμης, ούτε συνιστούσαν απλώς κριτική. Είχαν σκοπό να προσβάλουν και να εξευτελίσουν μια ομάδα ανθρώπων.
Δεύτερον, διότι προέτρεπαν δημόσια σε εγκλήματα μίσους κατά των ατόμων αυτών. Τέλος, είναι σημαντικό ότι τα λόγια αυτά δεν εκφράστηκαν στο πλαίσιο μιας «συζήτησης καφενείου», αλλά προέρχονταν από έναν ανώτατο ιεράρχη, που έχει ισχύ και απήχηση και του οποίου ο λόγος ευρέως διακινείται, αναπαράγεται από άλλα έντυπα και έχει ισχυρή επίδραση σε μια ευρεία ομάδαανθρώπων.
Κώστας Κοσμάτος:
Με την 858/2020 απόφαση του Αρείου Πάγου κρίθηκε πλέον αμετάκλητα ότι οι επίμαχες φράσεις του κατηγορουμένου Μητροπολίτη (που αναρτήθηκαν στο ιστολόγιο του) αποτελούσαν ρατσιστικό λόγο που υποκινεί το μίσος, τις διακρίσεις, τη βία και τη στοχοποίηση ατόμων ή ομάδων βάσει ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους και -μεταξύ των άλλων- του γενετήσιου προσανατολισμού και των χαρακτηριστικών του φύλου τους. Ιδίως όταν αυτός ο ακραίος λόγος εκφέρεται από θρησκευτικό λειτουργό που έχει ιδιαίτερη επιρροή στο ποίμνιό του, με τρόπο που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο ατομικά έννομα αγαθά.
Η βαρύτητα της κρίσης του ανώτατου δικαστηρίου μας, η οποία «καθοδηγεί» τη νομολογία των δικαστηρίων της ουσίας στη χώρα μας, σίγουρα αποτελεί μια ερμηνεία του εγκλήματος του άρθρου 1 παρ. ν. 927/1979 (όπως ισχύει) που συμβάλλει καθοριστικά στην προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.
Πηγή: efsyn.gr