Πριν από περίπου δύο μήνες μία γυναίκα, η χρυσή Ολυμπιονίκης της Ιστιοπλοΐας, Σοφία Μπεκατώρου, αποφάσισε να προχωρήσει σε μία γενναία αποκάλυψη για την σεξουαλική κακοποίηση που είχε υποστεί πριν από 22 χρόνια από παράγοντα της Ελληνικής Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας.
Το γεγονός αυτό έμελλε να ανοίξει τον δρόμο σε αμέτρητες γυναίκες που αποφάσισαν να βγουν από το «βαθύ σκοτάδι» της σιωπής και να εκφράσουν ανοιχτά τις δικές τους μαρτυρίες για τις μορφές κακοποιήσεις που έχουν δεχτεί, για τους «δαίμονες» με τους οποίους κλήθηκαν να παλέψουν.
Σήμερα, 8 Μαρτίου, η Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, αποκτά ένα ξεχωριστό νόημα στην Ελλάδα, το μήνυμα ότι ήρθε η ώρα να «μιλήσουν», να «σπάσουν τη σιωπή».
Το Αθηναϊκό- Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων συνομίλησε με γυναίκες που έχουν υποστεί διαφορετικές μορφές κακοποίησης και στέλνουν το δικό τους μήνυμα.
Η ιστορία της Ε.Σ που δέχτηκε σεξουαλική κακοποίηση: «Η δύναμη είναι μέσα σε κάθε άνθρωπο και ειδικά μετά από μια κακοποίηση»
Η Ε.Σ στα 49 της χρόνια βρήκε τη δύναμη μετά από 17 χρόνια να αποκαλύψει τι συνέβη ένα πρωί στο σπίτι ενός φίλου της, κι αυτό γιατί όπως λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ «μέσα από τις κακοποιητικές συμπεριφορές και αφού είτε τις ξεπεράσεις, είτε όχι, υπάρχει ένα πολύ μεγάλο απόθεμα δύναμης μέσα σου και αυτό έχει να κάνει με την επιβίωση». Το περιστατικό που περιγράφει το είχε απωθήσει από την ψυχή και το μυαλό της όλα αυτά τα χρόνια, ωστόσο αναδύθηκε μέσα της μετά τις αποκαλύψεις για σεξουαλικές κακοποιήσεις μέσω του κινήματος #metoo.
Η Ε.Σ. στα 32 της χρόνια κακοποιήθηκε σεξουαλικά από τον φίλο του άντρα με τον οποίο είχε σχέση. Ήταν μία τυπική μέρα που είχε επισκεφθεί τον τότε φίλο της και έπιναν καφέ, εκείνη, αυτός και ένας συνάδελφός του. Το φλερτ από την πλευρά του συναδέλφου του άρχισε να γίνεται όλο και πιο έντονο, επίμονο, παρενοχλητικό. Η Ε.Σ προσπάθησε να φύγει, αρνούμενη να συναινέσει σε αυτό που ήθελαν οι δύο άντρες, αλλά ο φίλος της και ο συνάδελφός του την τράβηξαν πίσω στον καναπέ λέγοντας της «έλα, θα είναι ωραία». Εκείνη αρνήθηκε επανειλημμένως αλλά οι δύο άντρες δεν την άφησαν. Ο φίλος της τής κράταγε τα χέρια και τα πόδια την ίδια ώρα που ο συνάδελφός του τη βίαζε. «Με έγδυσε και δεν μπορούσα να αντιδράσω, πάγωσα τελείως», περιγράφει.
Μετά από αυτό η Ε.Σ ένιωθε συνεχώς συναισθήματα ενοχής, ντρεπόταν πάρα πολύ γι’ αυτό που της συνέβη ρίχνοντας το φταίξιμο σε εκείνη, το έθαψε όσο πιο βαθιά μπορούσε. Για τα επόμενα 5-6 χρόνια η Ε.Σ έμεινε μόνη της χωρίς να συνάψει ερωτική σχέση με κάποιον άντρα, νιώθοντας όπως εξηγεί «σιχαμάρα», ενώ αμφισβητούσε διαρκώς τον εαυτό της μειώνοντας απίστευτα την αυτοεκτίμησή της, ενώ για την σεξουαλική της κακοποίηση έχει μιλήσει μόνο σε δύο ανθρώπους. «Ένιωθα ότι δεν αξίζω ως άνθρωπος και ως γυναίκα, πληγώθηκε και νεκρώθηκε το συναισθηματικό μου κομμάτι».
Στα 37 της αποφάσισε να σπουδάσει συμβουλευτική ψυχολογία και να ξεκινήσει ψυχοθεραπεία, ώστε να μάθει να στέκεται στα πόδια της, να αντιληφθεί τι αξίζει και να καταλάβει ότι το φταίξιμο για ό,τι συνέβη τότε το είχε ο βιαστής της. «Μεγαλώσαμε σε μία εποχή που η πατριαρχία κυριάρχησε και πέρασε και στις γυναίκες αυτό, οπότε είχαμε σύνδρομο ενοχής όλες οι γυναίκες που μπορεί να υποστήκαμε κάτι αντίστοιχο», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ενώ προσθέτει ότι είναι πολύ σημαντικό μετά από κακοποιητικές συμπεριφορές και περιστατικά να δουλεύουμε με τον εαυτό μας μαζί με κάποιον ειδικό, για να μπορεί να είναι λειτουργικός ένας άνθρωπος στις σχέσεις του.
Αυτό που της έδωσε δύναμη ήταν η κόρη της, από αυτό και μόνο άντλησε δύναμη για να συνεχίσει να παλεύει στη ζωή της. «Η δύναμη είναι μέσα σε κάθε άνθρωπο και ειδικά μετά από μια κακοποίηση, είναι σημαντικό να μην θάψουμε οποιοδήποτε τέτοιο περιστατικό, αλλά να το μοιραστούμε με κάποιον που εμπιστευόμαστε και μετά σε κάποιον θεραπευτή. Αυτό είναι το μήνυμα που θα έδινα σε μία γυναίκα που έχει περάσει κάτι αντίστοιχο σε οποιαδήποτε ηλικία κι αν ήταν», τονίζει.
Ειρήνη Μπουντούκη- μοντέλο: «Η Ημέρα της Γυναίκας δεν είναι ημέρα γιορτής, είναι ημέρα μνήμης, τιμής, σε όσες αγωνίστηκαν»
Η Ειρήνη Μπουντούκη έπειτα από πολύ κόπο και αγώνα ώστε να βρει τα πατήματά της νιώθει πλέον δυνατή, αλλά αυτό δεν ήταν κάτι που το κατέκτησε εύκολα. Από τα 9 της χρόνια μέχρι τα 13 της κακοποιούταν σεξουαλικά από τον σύντροφο της μητέρας της.
Όλα ξεκίνησαν όταν οι γονείς της στα 8 της χρόνια πήραν διαζύγιο και μετά από 6 μήνες άρχισε να συγκατοικεί μαζί τους ο σύντροφος της μητέρας της που πλέον είναι και σύζυγός της. Ύστερα από ένα χρόνο συγκατοίκησης άρχισαν οι πρώτες ερωτικές προσεγγίσεις προς το πρόσωπό της. «Να σου κάνω μπάνιο, να σου βάλω και λίγη κρέμα, να σε βάλω για ύπνο, και κάπως έτσι ξεκίνησε αυτός ο φαύλος κύκλος θα έλεγα σεξουαλικής κακοποίησης μέχρι τα 13 μου», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. Από τότε μέχρι και τα 18 που έφυγε από το σπίτι της μητέρας της η κ. Μπουντούκη ένιωθε μονίμως άγχος και φόβο στην καθημερινότητά της «όχι μόνο για το τι θα συμβεί την επόμενη μέρα, αλλά κυρίως γιατί το περιβάλλον που ζούσε ήταν κακοποιητικό».
Η κ. Μπουντούκη όταν ενηλικιώθηκε και πέρασε στη σχολή Κοινωνικής Θεολογίας του ΕΚΠΑ, από την οποία αποφοίτησε, μίλησε τότε για πρώτη φορά σε έναν καθηγητή της για όσα της είχαν συμβεί. Εκείνος την παρότρυνε να μιλήσει και να φύγει από το σπίτι της. Σε όλη αυτή την ιστορία έπαιξε ρόλο και η σύζυγος του πατέρα της, όπως αναφέρει η κ. Μπουντούκη που την στήριξε αρκετά μετέπειτα.
Βήμα- βήμα μέσα από την προσωπική της θέληση κατάφερε αυτή τη στιγμή να είναι καλά, να έχει μια δουλειά που αγαπά, μια οικογένεια που μπορεί να είναι παρούσα και να συμμετέχει σε αυτήν, να μοιράζεται την εμπειρία και τις γνώσεις που έχει αποκομίσει μέσω της συμμετοχής της ως μέντορας στο πρόγραμμα «womentors» να βοηθάει τους ανθρώπους να κάνουν τα δικά τους μικρά βήματα για να χαμογελάσουν.
Στέλνοντας το δικό της μήνυμα για την ημέρα της Γυναίκας σημειώνει: «Η ημέρα της γυναίκας δεν είναι ημέρα γιορτής, είναι ημέρα μνήμης, τιμής, σε όσες αγωνίστηκαν για να έχουμε αυτή τη στιγμή κεκτημένα, βασικά ανθρώπινα δικαιώματα. Οι γυναίκες δεχόμαστε διακρίσεις λόγω του βιολογικού μας φύλου σε πάρα πολλούς τομείς. Πολλές φορές ενώ έχουμε την ελευθερία δεν έχουμε ακόμα το δικαίωμα ως άνθρωποι να προσδιοριζόμαστε κοινωνικά όπως εμείς επιθυμούμε, ωστόσο πάντα αναφερόμενοι στο βιολογικό μας φύλο έχουμε υποστεί ποικίλες διακρίσεις οπότε η ημέρα της γυναίκας για μένα είναι αυτό», ενώ προσθέτει ότι πρόκειται για ημέρα τιμής και μνήμης στις γυναίκες της Πίνδου, τις σουφραζέτες, στις μαύρες εργάτριες που μέχρι πριν λίγους αιώνες ήταν δούλοι, σε όλες αυτές τις γυναίκες που καθημερινά προσπαθούν και δίνουν τον προσωπικό τους αγώνα να συντηρήσουν τους εαυτούς τους να σταθούν στα πόδια τους, να είναι δυνατές, να είναι εργαζόμενες και να είναι αυτάρκεις με όποιες επιλογές κάνουν. «Ο κόσμος αυτός δεν χωρίζεται σε στρατόπεδα γυναίκες κι άντρες θέλουμε σε όλο αυτό να είμαστε όλοι μαζί», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Η ιστορία της Ι.Μ που δεχόταν ενδοοικογενειακή βία από τον σύζυγό της
«Ολόκληρη η κοινωνία πρέπει να φτιαχτεί έτσι ώστε να μπορέσει να βοηθήσει μια γυναίκα να καταλάβει πρώτα απ’ όλα τι είναι αυτό που περνάει και δεύτερον να την βοηθήσει να ξεφύγει από όλο αυτό», αυτό είναι το μήνυμα που θέλει να περάσει η Ι.Μ έπειτα από την επί τρία χρόνια ενδοοικογενειακή βία που δεχόταν.
Η Ι.Μ διατηρούσε σχέση με έναν άντρα για 11 χρόνια και στα 28 της αποφάσισε να παντρευτεί. Στην αρχή η βία ήταν λεκτική, ψυχολογική, συναισθηματική κι όταν έφτασε να σωματοποιηθεί ένα βράδυ μπροστά στους ίδιους της τους γονείς η Ι.Μ αποφάσισε να χωρίσει. «Στους καυγάδες μας υπήρχε πάντα ένας έντονος θυμός από την πλευρά του, ήταν πολύ οξύθυμος, έβαζε τις φωνές, κι εγώ πάγωνα», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Όπως αναφέρει έπειτα από μια δύσκολη περίοδο που περνούσε καθώς είχε χάσει έναν πολύ κοντινό της άνθρωπο, οι καυγάδες με τον σύζυγό της άρχισαν να γίνονται όλο και πιο έντονοι, εκείνος να φωνάζει όλο και περισσότερο, αλλά και να σπάει πράγματα μέσα στο σπίτι. Ένα βράδυ που ήταν μεθυσμένος όταν είχε πάει εκείνη στους γονείς της, άρχισε να φωνάζει να βρίζει, να σπάει πράγματα, επιτέθηκε πρώτα σε εκείνη, πήγε να την χτυπήσει και την έσπρωξε, ενώ στη συνέχεια μπήκε στη μέση ο πατέρας της και η μητέρα της κι άρχισε να τους επιτίθεται. Τότε η Ι.Μ αποφάσισε να βάλει ένα τέλος σε όλο αυτό και ζήτησε διαζύγιο. Ωστόσο η κατάσταση δεν έγινε καλύτερη διότι ο σύζυγός της έγινε ιδιαίτερα επίμονος, στέλνοντας της υβριστικά μηνύματα, παρακολουθώντας την και παρακαλώντας την να γυρίσει. «Τη δύναμη που χρειάστηκα και το θάρρος για να χωρίσω δεν ξέρω πόσο εύκολο είναι να την βρει κάποια, την βρήκα γιατί είχα τους γονείς μου και τους φίλους μου δίπλα μου και μπόρεσαν και με στήριξαν», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ενώ προσθέτει ότι η κατάσταση αυτή κράτησε ένα χρόνο μέχρι που έφτασε στο σημείο να του υποβάλλει μήνυση για ενδοοικογενειακή βία αλλά και ασφαλιστικά μέτρα.
«Αν μια γυναίκα έχει περάσει αυτό που πέρασα και διαβάσει αυτές τις γραμμές μπορεί να καταλάβει πόσο άσχημα περνούσα και πόσο δύσκολο είναι να ξεφύγεις», αναφέρει η Ι.Μ, ενώ τονίζει ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό να υπάρχουν άνθρωποι που θα υποστηρίζουν το άτομο που έχει υποστεί οποιαδήποτε μορφή βίας και κακοποίησης, όπως επίσης και να ζητείται η συμβολή ενός ειδικού. «Αναγνώρισα ότι υπήρξα ένα θύμα κακοποίησης, προσπάθησα να καταλάβω τον εαυτό μου, γιατί ανέχτηκα όλα αυτά που ανέχτηκα. Με ενδιέφερε να μάθω εγώ πώς ήμουν σε όλο αυτό. Όταν ήμουν μέσα σε αυτό τον γάμο δεν είχα ιδέα τι σημαίνει ψυχολογική βία, λεκτική βία, τι σημαίνει κακοποίηση, τι σημαίνει ενδοοικογενειακή βία, συναίνεση, δεν ήξερα ποιο είναι το δικαίωμά μου ως γυναίκα δεν ήξερα τι είναι λογικό να κάνει ένας άντρας και τι δεν είναι λογικό να κάνει ένας άντρας, δεν είχα έρθει ποτέ σε άμεση γνώση της ύπαρξης αυτών των πιθανών σχέσεων μέσα στην κοινωνία κι αυτό δεν με βοήθησε να αναγνωρίσω τον εαυτό μου ως ένα τέτοιο θύμα. Στην επαρχία τα πράγματα είναι πολύ χειρότερα από ότι στην Αθήνα, υπάρχει έντονη πατριαρχία, έντονος σεξισμός, η θέση της γυναίκας δεν είναι ισότιμη, είναι κλειστή κοινωνία κι αυτό δεν βοηθάει καθόλου, δεν έχεις να παλέψεις μόνο με το θύτη σου έχεις να παλέψεις και με τον κόσμο που υπάρχει εκεί έξω», σημειώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
«Ολόκληρη η κοινωνία πρέπει να φτιαχτεί έτσι ώστε να μπορέσει να βοηθήσει μια γυναίκα να καταλάβει πρώτα απ’ όλα τι είναι αυτό που περνάει και δεύτερον να την βοηθήσει να ξεφύγει από όλο αυτό. Αν ήμουν μόνη μου δεν ξέρω αν θα μπορούσα να ξεφύγω. Είναι τόσο σημαντικό να υπάρχει το κατάλληλο πλαίσιο από την πλευρά είτε της αστυνομίας, είτε των νομικών είτε των γονιών είτε του σχολείου, ώστε οποιοδήποτε θύμα έχει υποστεί κακοποίηση να μπορεί ένα ολόκληρο σύστημα να πέσει από πάνω του και να τον βοηθήσει και να νιώσει καλύτερα αλλά και να γλιτώσει από αυτό που βιώνει», καταλήγει.
Η ιστορία της Β.Χ που υπέστη ενδοοικογενειακή βία από τη μητέρα της
«Δεν πρέπει να βλέπουμε τον εαυτό μας αδύναμο, όλοι έχουμε λόγο ειδικά όταν φτάνουμε σε μια ηλικία που μπορούμε να αποφασίσουμε για το μέλλον μας», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Β.Χ που δεν θα ξεχάσει ποτέ τη βία και τους ξυλοδαρμούς που είχε υποστεί από μικρή ηλικία από τη μητέρα της.
Η κακοποίηση ήταν σχεδόν καθημερινή απλά και μόνο επειδή η Β.Χ δεν είχε πάει καλά σε ένα διαγώνισμα στο σχολείο. «Με αφορμή εξωτερικούς παράγοντες η μητέρα μου συνεχώς ξεσπούσε πάνω μου», εξηγεί. Η Β.Χ κατάλαβε πως αυτό που της συνέβαινε δεν ήταν κάτι «το φυσιολογικό» έπειτα από μία συζήτηση που είχε με έναν σύντροφό της για τον τρόπο διαπαιδαγώγησης των παιδιών. «Η βία που μου ασκούσε η μητέρα μου ήταν καθημερινή, σε βαθμό που ‘χε πάρει τη ζώνη από τον πατέρα μου και να με χτυπούσε τόσο άσχημα που την επόμενη μέρα δεν πήγα στο σχολείο. Δεν τολμούσα να μιλήσω. Ο πατέρας μου δεν γνώριζε γι’ αυτό που συνέβαινε. Ζητούσα να κάνω δραστηριότητες εκτός σπιτιού για να μην είμαι στο σπίτι. Μέχρι που μια μέρα ο πατέρας μου σχόλασε νωρίτερα και μας πέτυχε την ώρα που με χτυπούσε. Τότε ήμουν 17 ετών», περιγράφει.
Όλο αυτό σταμάτησε όταν πέρασε στη σχολή της. Η Β.Χ κατάφερε να ορθοποδήσει μιλώντας σε φίλες της και μάλιστα στη μητέρα μιας φίλης της που μια μέρα είδε μια μελανιά στο λαιμό της. Τότε διηγήθηκε σε εκείνη την γυναίκα τι είναι αυτό που βιώνει και εκείνη την παρότρυνε να μιλήσει. «Πήγα μια μέρα στο σπίτι πριν δώσω πανελλαδικές και της είπα ότι κάποια στιγμή πρέπει να σταματήσει όλο αυτό, δεν μπορώ άλλο, θα σηκωθώ να φύγω», αναφέρει χαρακτηριστικά. «Υπάρχει λόγος να μιλήσεις. Το μήνυμα μου για όλο τον κόσμο είναι ότι πρέπει να μιλάμε για ό,τι μας συμβαίνει» λέει.
Οι ζωές της Η.Σ και της Κ. Β μέσα στον εργασιακό εκφοβισμό: «Να μιλάμε»
Η Η.Σ είναι αναπληρώτρια εκπαιδευτικός και πριν ένα χρόνο η προϊστάμενή της, τής επιφύλαξε έναν καθημερινό εργασιακό εφιάλτη. Στην αρχή υπήρχαν υποτιμητικά σχόλια, στη συνέχεια σειρά πήραν οι φωνές και οι εκφοβισμοί. «Μας είχε όρθιους μπροστά από το γραφείο της σαν στρατιωτάκια μισή με μία ώρα και μιλούσε χωρίς να μας αφήνει να κάτσουμε σε καρέκλα, της λέγαμε να καθίσουμε και μας έλεγε όχι. Μπορεί αυτό να κράταγε και 45 λεπτά και 1 ώρα» εξηγεί η Η.Σ, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που από τις 8 το πρωί που έπιαναν δουλειά μέχρι τις 2 το μεσημέρι δεν τους επέτρεπε να πάνε τουαλέτα.
Μάλιστα, όπως εξηγεί, η συγκεκριμένη προϊσταμένη είχε σπάσει το δάχτυλο μιας εργαζόμενης, πετώντας της ένα τραπέζι στο χέρι. «Θα σου κόψω εγώ τον αέρα, θα πάρεις πόδι από δω μέσα, δεν πρόκειται να ξαναδουλέψεις ποτέ», ήταν μερικές από τις απειλές που δέχτηκε η Η.Σ.
Στην Κ.Β ο προϊστάμενός της στην αρχή της γνωριμίας τους της είχε φανεί φυσιολογικός και συμπαθητικός, ωστόσο δεν άργησε να δείξει την πραγματική του συμπεριφορά. Τότε είχε φύγει από μία εταιρεία που εργαζόταν για 3 χρόνια και ξεκίνησε τον Αύγουστο στην άλλη εταιρεία. Δεν είχε κλείσει την πρώτη εβδομάδα στο γραφείο, όταν κάποια στιγμή καθώς μιλάει με έναν συνεργάτη τους στο τηλέφωνο άρχισε να της φωνάζει: «Πέρασε μου το τηλέφωνο να του μιλήσω». Εκείνη την ώρα η Κ.Β του λέει ότι θα το κάνει σε μισό λεπτό, και προτού προλάβει να ολοκληρώσει την πρότασή της ο προϊστάμενός της τής πέταξε το κινητό που κρατούσε στο χέρι από απέναντι, βαρώντας παράλληλα το χέρι στο γραφείο και φωνάζοντας ότι «όταν λέω πέρνα μου το τηλέφωνο θα μου περνάς το τηλέφωνο». «Εγώ το μόνο που έκανα ήταν ότι γύρισα, τον κοίταξα και είπα: μα μου μιλάει ακόμη. Έφυγα χωρίς να πω κουβέντα», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Όπως λέει η Η.Σ η κακοποίηση μπορεί να προέρχεται από οποιονδήποτε άνθρωπο. «Είχα φτάσει σε ένα σημείο να νιώθω σαν ένα μικρό παιδί που το μόνο που ήθελα ήταν να πάω στους γονείς μου να με πάρουν αγκαλιά και να κλαίω όλη μέρα, μια γυναίκα 32 χρονών, που έχει φύγει από το σπίτι της από τα 18. Πέρασα τη φάση της ντροπής, της αμφισβήτησης του εαυτού μου», σημειώνει ενώ προσθέτει ότι στους εργασιακούς χώρους είναι σημαντικό να μπαίνουν όρια. «Να ψάχνουμε να βρούμε να μιλάμε εκεί που πραγματικά νιώθουμε ότι τα βγάζουμε από μέσα μας. Κάθε εμπειρία έρχεται στις ζωές μας γιατί κάτι θα μας διδάξει», καταλήγει.
*Τα αρχικά των γυναικών που μίλησαν είναι αλλαγμένα για λόγους ανωνυμίας