Η ακριβέστερη περιγραφή του, ως προσώπου, ανήκει στον …Άκη Τσοχατζόπουλο: «Ο πατέρας του ήταν κατάκοιτος για δέκα χρόνια και τον επισκεπτόταν κάθε μέρα». Ήταν θαυμασμός στην ισχυρή βούληση που είχε ως άνθρωπος.

Η πιο συνοπτική αναφορά στην πολιτική διαδρομή του έγινε από τον Βαγγέλη Βενιζέλο: «Είναι το εμβληματικό πρόσωπο του ευρωπαϊκού κεκτημένου της χώρας». Και η πιο σκληρή επίκριση για την πολιτική του ως πρωθυπουργού ήλθε από τον Κώστα Καραμανλή: «Αρχιερέας στης διαπλοκής».

Ο Κώστας Σημίτης μετείχε για μισό αιώνα στον δημόσιο βίο με συγκροτημένη δημόσια παρουσία και κατέκτησε όλα όσα μπορεί να επιδιώξει ένας πολιτικός. Πλέον η αξιολόγηση του ανήκει στην Ιστορία. Αλλά, όπως συμβαίνει συχνά με τους πολιτικούς που φθάνουν στην κορυφή, υπήρξε αμφιλεγόμενος.

Για την οκταετή πρωθυπουργία του, οι φίλοι του λένε ότι άφησε πίσω του «λαμπρή Ελλάδα». Συνδέθηκε με την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ και της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έβαλε στον πολιτικό διάλογο τη διάσταση του «εκσυγχρονισμού» και έφερε στην ελληνική πολιτική ζωή αέρα από τη ευρωπαϊκή πολιτική κουλτούρα.

Για τους αντιπάλους του, θυσίασε το ελληνικό «βέτο» στις ευρωτουρκικές διαπραγματεύσεις, δέχθηκε την αλλαγή κρίσιμων διατυπώσεων για το Αιγαίο, με τη Συμφωνία της Μαδρίτης, και άφησε «γκρίζο» στα Ίμια.

Επίσης, ανέχθηκε τη διαφθορά, ευνόησε τη διαπλοκή και ευνοήθηκε από την γιγάντωσή της και άφησε πίσω τους υπουργούς του σε ανακριτικά γραφεία και τον Γ. Παπανδρέου …στο ΠΑΣΟΚ, αδικώντας στελέχη με περισσότερα πολιτικά προσόντα.

Ο ίδιος ως πρώην πρωθυπουργός δεν έβαλε ποτέ ούτε γραμμή αυτοκριτικής στα κείμενά του. Αναφερόταν σε πράγματα που τον αφορούσαν σαν παρατηρητής περισσότερο παρά σαν διαμορφωτής τους.

Τα τελευταία χρόνια, εκτός από τις σπάνιες παρεμβάσεις του στο ΠΑΣΟΚ, έγραφε βιβλία και άρθρα παρακάμπτοντας θέματα που θα μπορούν να σκιάζουν το προφίλ του. Έτσι όπως διαμορφώθηκε με τη διαρκή παρουσία του στο επίκεντρων εξελίξεων.

Από τον προδικτατορικό «Όμιλο Παπαναστασίου», με την επιβολή της δικτατορίας βρέθηκε στη Δημοκρατική Αμυνα την οποία εγκατέλειψε το 1968 για να προσχωρήσει το ΠΑΚ του Ανδρέα Παπανδρέου. Συνυπήρξαν, ως το τέλος που τον διαδέχθηκε, με διαρκείς συγκρούσεις.

Ήταν ένας από τους 150 παρόντες στο «Κινγκ Παλλάς» του Συντάγματος, στις 3 Σεπτέμβρη του 1974, όταν παρουσιάστηκε η ιστορική Διακήρυξη, στη σύνταξη της οποίας μετείχε, και έκτοτε ο Ανδρέας Παπανδρέου τον συμπεριλάμβανε σταθερά στο Εκτελεστικό Γραφείο που διόριζε τότε. Ωστόσο, το 1978, μετά από μια εσωκομματική σύγκρουση για μια αφίσα – σχετικά με τη θέση του ΠΑΣΟΚ για την ΕΟΚ – παραιτήθηκε και μετακόμισε στη Γερμανία.

Επέστρεψε το 1981 για να πολιτευτεί στην Αθήνα, αλλά ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ δεν τον συμπεριέλαβε στα ψηφοδέλτια. Τον έκανε, ωστόσο, υπουργό Γεωργίας για τέσσερα χρόνια και το 1985 τον διόρισε, με τη λίστα, βουλευτή στον Πειραιά.

Στο «βρόμικο ’89» τον βρήκε απέναντί του. Ήταν ένας από τους τρεις που δεν πήγαν να καταθέσουν υπέρ του στο Ειδικό Δικαστήριο. Και το 1990, με «μπροστινούς» τον Λαλιώτη και τη Μελίνα, μετείχε στην «ανταρσία του Πεντελικού», που θα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και στο φυσικό τέλος του Παπανδρέου, ενώ ήταν ακόμη υπόδικος.

Η αναμέτρησή τους κλιμακώθηκε μετά το 1993 με την επιστροφή του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση. Ο Σημίτης τον αμφισβήτησε ευθέως και έφυγε από το υπουργικό συμβούλιο, διεκδικώντας τη διαδοχή, ως επικεφαλής της «ομάδας των τεσσάρων». Όταν, το 1995, ο Ανδρέας Παπανδρέου υπενθύμισε τον ρόλο του, ως ιδρυτή του Κινήματος, του απάντησε ότι «υπήρξε συνιδρυτής».

Τον Ιανουάριο του 1996, η συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ για τη διαδοχή στην πρωθυπουργία έκρυβε μια έκπληξη για όσους είχαν προεξοφλήσει την επικράτηση Σημίτη: Από τους 168 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, τον ψήφισαν μόλις 53. Όσους και τον Άκη Τσοχατζόπουλο, ενώ 50 πήρε ο Γεράσιμος Αρσένης.

Τελικά επικράτησε με 86-75, παίρνοντας με το μέρος του έξι βουλευτές που ανήκαν τότε στη ομάδα του Γ. Παπανδρέου, η σχέση του με τον οποίο είχε πολλές διακυμάνσεις. Τέτοιες μέρες, το 2004, του εκχώρησε την ηγεσία στο …διαμέρισμά του στο Κολωνάκι και έτσι δεν λογοδότησε ο ίδιος στις εκλογές που ακολούθησαν, για την εντολή που πήρε το 2000. Την ήττα χρεώθηκε ο νεότερος Παπανδρέου, ο οποίος πρώτα συμμάχησε μαζί του και στη συνέχεια τον διέγραψε από την Κοινοβουλευτική Ομάδα για ασήμαντη αφορμή.

Προσπάθησε να στηρίξει τον Βαγγέλη Βενιζέλο στην αυτοκαταστροφική προσπάθεια του 2007 και έκτοτε μετείχε σε κάποιες επετειακές τελετές, χωρίς να μένει πάντα μακριά από τις τρέχουσες εσωκομματικές διεργασίες. Άλλωστε ποτέ δεν υπήρξε κυρίαρχος στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ. Ως επικεφαλής του δεν έθεσε υπό έλεγχο την κομματική οργάνωση Νεολαίας και μετέτρεψε το ΠΑΣΟΚ σε ομοσπονδιακό φορέα, παραχωρώντας ποσοστώσεις αξιωμάτων – στο κόμμα και στις κυβερνήσεις του – στον Άκη και τον Αρσένη.

Ιστορικά, ο Κώστας Σημίτης έδρασε ως αντι-Παπανδρέου σε ένα κόμμα που ιδρύθηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου και επέμενε να τον αντιλαμβάνεται ως φυσικό ηγέτη του ως το τέλος. Ο κύκλος της πρωθυπουργίας του έκλεισε με την παράδοση σε έναν Παπανδρέου, ενώ τα ενδεχόμενα να βρεθεί στην Προεδρία της Δημοκρατίας ή σε κάποιο ευρωπαϊκό αξίωμα δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ.

Ούτως ή άλλως, με την παρουσία του σημάδεψε τη μεταπολιτευτική Ελλάδα. Αν υπάρχει σήμερα κάποιος συνεχιστής των πολιτικών του αντιλήψεων για την οικονομία και τον ρόλο της χώρας στην περιοχή, δεν είναι κάποιος από τους διάδοχους του στο ΠΑΣΟΚ, αλλά ο …Κυριάκος Μητσοτάκης που βάζει τα καλύτερα πολιτικά τέκνα του στις κυβερνήσεις του.