Ψηφιακό διαζύγιο και περισσότερη επικοινωνία με τον γονέα που δεν διαμένει πια στο σπίτι μετά το διαζύγιο, προβλέπει το σχέδιο νόμου που παρουσιάζει στο υπουργικό συμβούλιο, ο υπουργός Δικαιοσύνης Κώστας Τσιάρας.
Τα συναινετικά διαζύγια θα εκδίδονται και ψηφιακά, αφού δεν χρειάζεται η παρουσία στο δικαστήριο των τέως συζύγων, παρά μόνο οι δικηγόροι των 2 πλευρών στον συμβολαιογράφο. Οι πρώην σύζυγοι μπορούν να ρυθμίζουν με κοινή συμφωνία τα θέματα διατροφής και γονικής μέριμνας των παιδιών, ειδικότερα με συμβολαιογραφική πράξη.
Το e-διαζύγιο θα μπει στη ζωή όσων επιλέξουν να τραβήξουν με κοινή συναίνεση χωριστούς δρόμους, ακόμη και χωρίς τη βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής τους. «Οι σύζυγοι μπορούν με έγγραφη συμφωνία να λύσουν το γάμο τους. (…) Η συμφωνία λύσης του γάμου γίνεται και ηλεκτρονικά με χρήση Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών, μη απαιτούμενης της βεβαίωσης του γνησίου της υπογραφής των συζύγων. Η λύση του γάμου επέρχεται με την κατάθεση αντιγράφου της συμβολαιογραφικής πράξης στο ληξιαρχείο, όπου έχει κατατεθεί η σύσταση του γάμου», προβλέπεται στη σχετική διάταξη με τίτλο «Συναινετικό Διαζύγιο».
Αλλαγές έρχονται και στις σχέσεις γονέων και παιδιών μετά το διαζύγιο, με βασικό στόχο το συμφέρον του παιδιού, ο οποίος επιτυγχάνεται με την παρουσία και των δύο γονέων, παρά τη μεσολάβηση του διαζυγίου. Για πρώτη φορά με το νομοσχέδιο καθιερώνεται το τεκμήριο επικοινωνίας και οι συνέπειες κακής άσκησης της γονικής μέριμνας. Συγκεκριμένα προβλέπεται ο χρόνος επικοινωνίας του παιδιού με τον γονέα, με τον οποίο δεν μένει στο ίδιο σπίτι, να είναι τουλάχιστον στο ένα τρίτο του συνολικού χρόνου.
Για τον περιορισμό ή τον αποκλεισμό της επικοινωνίας αυτής απαιτείται να έχουν μεσολαβήσει σοβαροί λόγοι, όπως η αμετάκλητη καταδίκη του γονέα για ενδοοικογενειακή βία ή εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας. Ιδιαίτερα σημαντική είναι και η διάταξη εκείνη που προβλέπει ότι το δικαστήριο αναθέτει τη γονική μέριμνα με γνώμονα το συμφέρον του παιδιού σεβόμενο την ισότητα μεταξύ των γονέων ώστε να αποφεύγονται οι διακρίσεις εξαιτίας ιδίως του φύλου, του σεξουαλικού προσανατολισμού, της φυλής, της γλώσσας, της θρησκείας, της κοινωνικής προέλευσης ή της περιουσίας.
Στο νέο μοντέλο μπαίνει και ο θεσμός του οικογενειακού διαμεσολαβητή σε περίπτωση που οι γονείς δεν μπορούν να τα βρουν μεταξύ τους. Αν δεν πετύχει ούτε αυτός, τότε η διαφορά τους θα πηγαίνει στη δικαιοσύνη.
Γι’ αυτό το λόγο, αναβαθμίζονται τα τμήματα οικογενειακού δικαίου. Σε αυτά προβλέπεται να υπηρετούν δικαστικοί λειτουργοί, οι οποίοι θα έχουν παρακολουθήσει έκτακτα σεμινάρια επιμόρφωση στην Εθνική Σχολή Δικαστών με τη συμμετοχή όχι μόνο παλαιότερων δικαστών, αλλά παιδοψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών.