Μια ξεχωριστή συνέντευξη της Ελένης Ζιώγα στον Κώστα Φασουλά και στο SpeedyNews
Όταν γράφεις , μιλάς εκ μέρους των άλλων.
Πολύτιμη σε κάθε της ιδιότητα. Στιχουργός με κύρος, εκλεκτή ηθοποιός και σεναριογράφος- συγγραφέας με περγαμηνές, η Ελένη Ζιώγα, βιώνει με τρόπο ανήσυχο τον δύσκολο καιρό μας και μαζί διαπιστώνει «πως ιστορικά η ανθρωπότητα ίσως και να έχει φτάσει πιο κοντά από ποτέ σε ένα σημείο οριακό»
Τι λες να ξεκινήσουμε τη κουβέντα μας με ό,τι σε ανησυχεί τον τελευταίο καιρό;
Με ανησυχεί ό, τι ανησυχεί και όλους μας. Ο συνεχιζόμενος πόλεμος μέσα στην Ευρώπη και ο κίνδυνος για χρήση πυρηνικών όπλων. Αλλά, ακόμα περισσότερο , ο κίνδυνος για μια οικολογική καταστροφή, που έχει ξεκινήσει εδώ και δεκαετίες.
Από την άλλη, με συνθλίβει η δυστυχία της προσφυγιάς και της μετανάστευσης απ’ τους πολέμους και τη φτώχια.
Είμαστε, καθώς φαίνεται, σε μια ιστορική στιγμή, κι αυτό σε παγκόσμια κλίμακα.. Αλλάζει ο κόσμος, λες;
Νιώθω, πράγματι, κι εγώ ,όπως και πολλοί άλλοι, πως ιστορικά η ανθρωπότητα ίσως και να έχει φτάσει πιο κοντά από ποτέ σε ένα σημείο οριακό. Που, μετά απ’ αυτό, είτε που θα οδηγηθούμε στην εξαφάνιση , είτε που θα τη γλιτώσουμε με ένα απότομο φρενάρισμα , μια σωτήρια αναδίπλωση, που θα μας επιτρέψει να ακούσουμε επιτέλους τη φωνή της λογικής .
Ο κίνδυνος ενός πυρηνικού ολέθρου στο πλαίσιο ενός πολέμου είναι, λένε, κοντά. Αλλά αν γι’ αυτόν χρειάζεται το χέρι ενός τρελού, που θα πατήσει το κουμπί για τους τίτλους τέλους, ο κίνδυνος της οικολογικής καταστροφής θα είναι μια κατάληξη στην οποία έχουμε ήδη βάλει όλοι εμείς, τα δισεκατομμύρια των τρελών, προ πολλού το χέρι μας. Και εννοώ τους λεγόμενους «ανεπτυγμένους λαούς», που έχουμε πέσει στην ύπουλη παγίδα της «ευμάρειας» και ευθυνόμαστε συλλογικά για την ακατάσχετη λύσσα του καταναλωτισμού. Που, εξαιτίας της, δολοφονούμε τον πλανήτη αυτοκτονώντας.
Είναι αλήθεια ότι ο φόβος στις μέρες μας κυριαρχεί.. Πώς διαχειρίζεται κανείς μια τέτοια συνθήκη;
Ο καθένας με τον τρόπο του. Εγώ έχω καταφέρει να βρίσκω καταφύγιο στη δημιουργικότητα. Κι, ευτυχώς, τον τελευταίο καιρό είχα την ευκαιρία να την αναπτύξω με διάφορους τρόπους.
Πιστεύεις ότι η τέχνη θα ακολουθήσει αυτόν τον ιστορικό χρόνο που όλοι βιώνουμε; Θα επανατοποθετηθεί, λες, για όλα όσα συμβαίνουν;
Η τέχνη είναι ,κατά τη γνώμη μου, δισυπόστατη. Από τη μία τρέφεται από την Ιστορία, άρα έπεται αυτής, από την άλλη τη δημιουργεί, άρα προηγείται. Την περιοχή της ανθρώπινης νόησης που γεννά την ανάγκη για τέχνη προσωπικά την αντιλαμβάνομαι σαν ένα χωνευτήρι χρόνου και χώρου, συνείδησης και ασυνειδήτου, γνώσης και αγνώστου. Σαν μια ανεξιχνίαστη «μαύρη τρύπα αντιύλης» στην οποία ο άνθρωπος νοιώθει την ανάγκη να βυθίζεται, για να απαλλάσσεται από τη συντριβή που ασκεί επάνω του ο θάνατος. Να συναντιέται με την πρωταρχική του υπόσταση, αλλά και με το όραμα της αιωνιότητας.
Φαίνεται ότι ζούμε μια παρατεταμένη νοσταλγία τα πολλά τελευταία χρόνια. Μοιάζει σα να λείπει το φως από τον καιρό μας και το αναζητούμε σε πράγματα του παρελθόντος…
Συμφωνώ. Για την ακρίβεια θα το χαρακτήριζα ως εξιδανικευμένο παρελθόν. Μας αρέσει να κρατάμε απ’ αυτό ό,τι μας λείπει. Ή, πιο καλά, να κατασκευάζουμε μέσα σ’ αυτό εκείνο που μας λείπει. Είτε μιλάμε για το ιδιωτικό παρελθόν των παιδικών μας χρόνων, είτε για εκείνο που αναπλάθουμε μέσα από την Ιστορία και την τέχνη για την ανθρωπότητα, τείνουμε να το ατενίζουμε μυθοποιημένο, σαν μια φιλόξενη μήτρα που μας προκαλεί να επιστρέψουμε μέσα της. Για να πάψουμε να αγωνιούμε για κάτι τόσο ανήσυχα άγνωστο, όπως είναι το μέλλον, έτσι ζοφερό τουλάχιστον όπως δείχνει να προδιαγράφεται αυτή την ιστορική στιγμή. Επίσης, το παρελθόν έχει την απαράμιλλη δύναμη της ακινησίας. Γιατί οτιδήποτε πεθαμένο- όπως ακριβώς τα αγάλματα και τα αρχαία μνημεία- μέσα στην ακινησία του μετατρέπεται σε σύμβολο. Και τα σύμβολα μας δίνουν ασφάλεια.
Τελικά τι συμβαίνει με το περίφημο Βίωμα. Μπορεί να υπάρξει τέχνη που δεν είναι βιωματική;
Η ίδια η τέχνη είναι από μόνη της βίωμα. Μια παράλληλη συνθήκη ζωής που συνυπάρχει με τον υπόλοιπο βίο. Σαν δεύτερη καρδιά μέσα στο ίδιο σώμα. Και αυτό ισχύει και για τον φορέα της και για τον αποδέκτη.
Υπάρχουν λέξεις που αγαπάς περισσότερο; Που σε επισκέπτονται συχνά….Κι, ακόμα, βλέπεις να υπάρχουν λέξεις που μοιάζει να έχουν χάσει την νοηματική τους αξία μέσα στο χρόνο;
Λογοτεχνικά προτιμώ να καταφεύγω στις γνωστές , τις οικείες και όχι εξεζητημένες λέξεις. Εκείνες που διατηρούνται για χρόνια στη γλώσσα και παραδίδονται σαν σκυτάλη από γενιά σε γενιά μαζί με τα εμπειρικά τους νοήματα. Αυτές οι απλές , αλλά βαρύνουσες λέξεις, όπως «νερό», «χώμα», «ουρανός», «καρδιά», «θάλασσα», « θεός», «δέντρο», «παιδί», κουβαλάνε μέσα τους, μεταφορικά και κυριολεκτικά, τη συλλογική μας μνήμη. Μαζί με ολόκληρη της οδύσσεια του ανθρώπου.
Τώρα, ως προς το δεύτερο σκέλος της ερώτησής σου , νομίζω πως η απάντηση είναι αυτονόητη. Η γλώσσα είναι ένας ζωντανός οργανισμός. Αλλάζει στο πέρασμα των χρόνων και έχει την ιδιότητα, με μια δαρβινική, θα έλεγα, επιλεκτικότητα, να αποβάλλει ό,τι δεν χρειάζεται, να μεταλλάσσει και να επαναπροσδιορίζει νοήματα. Ετυμολογικά και μόνο να το δει κανείς, πόσες ελληνικές λέξεις δεν έχουν μετατοπιστεί νοηματικά κατά πολύ από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα…
Η αγωνία σου για το ελληνικό τραγούδι, που εστιάζεται; Είμαστε πράγματι σε μια στιγμή μεταβατική, μετά την παρακμή της μουσικής βιομηχανίας;
Ειλικρινά , δεν έχω την παραμικρή ιδέα για το πού θα πάνε τα πράγματα στο τραγούδι. Γιατί δεν μπορώ να φανταστώ πού θα πάνε τα πράγματα στην κοινωνία. Και το τραγούδι είναι ο καθρέφτης της.
Να πούμε κάποιες από τι πολύτιμες στιγμές από την πορεία σου στο τραγούδι;
Είναι πολλές, αλλά θα θυμηθώ μία που συνοψίζει όλες τις υπόλοιπες: Την πρώτη φορά που άκουσα να τραγουδιούνται τα λόγια μου από πλήθος κόσμου. Ήμουν, θυμάμαι, ανάμεσά τους σε μια μεγάλη συναυλία και τους άκουγα να τραγουδάνε όλοι μαζί τους στίχους μου με τόσον αυθορμητισμό και τέτοια εξοικείωση που ήταν σαν να τους είχαν γράψει οι ίδιοι. Είναι εκείνη η ώρα, θα το έχεις νιώσει κι εσύ, που αντιλαμβάνεσαι πως , όταν γράφεις , μιλάς εκ μέρους των άλλων. Γίνεσαι η φωνή τους. Και αυτό σε γεμίζει ελπίδα. Εξουδετερώνει τη μοναξιά σου και σε συνδέει με χιλιάδες άγνωστους , αλλά, τελικά, τόσο συγγενικούς σου ανθρώπους.
Να κλείσουμε με τον αγαπημένο σου στίχο; Από τα δικά σου τραγούδια εννοώ..
Όχι. Θα προτιμούσα κλείσουμε με μια στροφή από έναν δικό σου στίχο που αγαπώ, τον «Μονόλογο της κούκλας». Που είναι σαν να τον έγραψες για μένα :
«Μες στη σιωπή πορεύτηκα,
κόρη μαζί και μάνα
κι από νωρίς παντρεύτηκα
το γέλιο και το κλάμα»