Η πανδημία του Covid-19 έχει πλήξει βαριά την παγκόσμια οικονομία. Τελειώνουν όμως όλα εδώ;
Όπως κι αν το μετρήσεις, το 2020 αποδεικνύεται μέχρι στιγμής η χειρότερη χρονιά που ζει η ανθρωπότητα εδώ και δεκαετίες.
Βιώνουμε εξάλλου μια πανδημία που έχει ήδη διεκδικήσει περισσότερες από 300.000 ζωές, έχει προσβάλει πάνω από 4 εκατ. ανθρώπους και κανείς δεν ξέρει τι μας ξημερώνει αύριο.
Την ίδια ώρα, η παγκόσμια οικονομία είναι σε ελεύθερη πτώση, σε όρους μάλιστα που έχουμε να δούμε από τη δεκαετία του 1930. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ξεκαθάρισε προσφάτως ότι είμαστε στα πρώτα στάδια της χειρότερης οικονομικής κρίσης εδώ και έναν αιώνα, περιμένοντας μάλιστα την ύφεση να συνεχιστεί και το 2021.
Το ΔΝΤ βλέπει πτώση στο παγκόσμιο ΑΕΠ κατά 3% το 2020, προβλέποντας δεκάδες εκατομμύρια χαμένες θέσεις εργασίας και δεκάδες χιλιάδες επιχειρήσεις να βάζουν λουκέτο.
Η ανεργία θα θερίσει το 2020, σύμφωνα με το ΔΝΤ, με τα σοβαρότερα πλήγματα να τα δέχονται το εμπόριο και η βιομηχανία. Και το χειρότερο; Δεν υπάρχει φως στο τούνελ.
Με δεδομένα όλα αυτά, τι θα μπορούσε να πάει χειρότερα; Όπως προβλέπουν κάποιοι αναλυτές, ένας πόλεμος! Και εκφράζουν μάλιστα ρητά την ερώτηση αν ο συνδυασμός της πανδημίας και του οικονομικού κραχ κάνουν το ενδεχόμενο ενός πολέμου πιθανότερο.
Για να απαντήσει κανείς σε κάτι τέτοιο, οφείλει να κοιτάξει στην Ιστορία…
Ας δούμε αρχικά την προβληματική κάπως αντεστραμμένη. Δεν γνωρίζουμε ούτε πανδημία ούτε κρίση που να εξαφάνισαν ποτέ τις πιθανότητες ενός πολέμου.
Ο Πρώτος Παγκόσμιος έληξε μεν όσο η ισπανική γρίπη του 1918-1919 άρχισε να αποδεκατίζει τον κόσμο, η ίδια πανδημία δεν σταμάτησε ωστόσο τον Ρωσικό Εμφύλιο Πόλεμο, τον Πολωνο-Σοβιετικό Πόλεμο και άλλες μεγάλες συρράξεις της περιόδου.
Ούτε σταμάτησε βέβαια η Μεγάλη Ύφεση του 1929 την εισβολή της Ιαπωνίας στη Μαντζουρία (1931), που θα οδηγούσε τελικά στον Β’ Σινο-Ιαπωνικό Πόλεμο.
Κι όχι μόνο δεν απέτρεψε ποτέ καμία σύγκρουση, αλλά όπως μας λένε οι ιστορικοί, η οικονομική κρίση του Μεσοπολέμου εξέθρεψε τον άνοδο του φασισμού της δεκαετίας του 1930 και έκανε μια παγκόσμια σύρραξη να φαντάζει πιθανή. Ώσπου έγινε πραγματικότητα, την ξέρουμε ως Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Όποιος λοιπόν πιστεύει πως μια εμπόλεμη κατάσταση δεν μπορεί να συμβεί κατά τη διάρκεια μιας παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης και της συνοδευτικής οικονομικής ύφεσης, πρέπει προφανώς να το ξανασκεφτεί.
Παρά το γεγονός ότι, διαισθητικά τουλάχιστον, μια πανδημία μοιάζει φιλικότερη στην ειρήνη, κάποια πράγματα τραβούν συνήθως τον δικό τους δρόμο. Πόσο απίθανο είναι δηλαδή ένας ηγέτης να προκαλέσει ένα θερμό επεισόδιο και έναν πόλεμο τελικά θεωρώντας πως έτσι εξυπηρετεί καλύτερα είτε την εθνική ατζέντα είτε τις προσωπικές του φιλοδοξίες;
Αυτό το επιχείρημα ανήκει στη λεγόμενη θεωρία εκτροπής, όπως μας εξηγεί ο καθηγητής διεθνών σχέσεων του Χάρβαρντ, Stephen Walt. Η «θεωρία του αποδιοπομπαίου τράγου» υποδεικνύει ότι ηγέτες που ανησυχούν για τη δημόσια εικόνα τους στο εσωτερικό προσπαθούν να εκτρέψουν την προσοχή σε θέματα εθνικού χαρακτήρα.
Σε αυτή ακριβώς τη συλλογιστική αναρωτήθηκε προσφάτως ο καθηγητής Δικαίου και διπλωματίας, Daniel Drezner, αν ο Τραμπ θα κάνει έναν πόλεμο αν δει πως χάνει τις εκλογές του 2020. Αν νιώσει ότι θα ηττηθεί στις προεδρικές εκλογές, μας λέει στο άρθρο του στη «Washington Post», δεν αποκλείεται να εισβάλει στο Ιράν ή τη Βενεζουέλα, αποπροσανατολίζοντας έτσι τη δημόσια συζήτηση.
Μια δεύτερη υπόθεση που προκρίνει την πολεμική λύση εν μέσω κρίσης είναι ο λεγόμενος «στρατιωτικός κεϋνσιανισμός». Τι μας λέει αυτό το μοντέλο; Πως ο πόλεμος γεννά πολλές οικονομικές ανάγκες και μπορεί να σώσει την παρτίδα για μια σμπαραλιασμένη οικονομία, επιστρέφοντάς τη στην ευημερία και την πλήρη απασχόληση για όλους.
Η τρανότερη απόδειξη αυτής της θεωρίας είναι ο ίδιος ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, που έβγαλε πράγματι την εθνική οικονομία των ΗΠΑ από την κινούμενη άμμο της Μεγάλης Ύφεσης. Όταν οι προβλέψεις για την οικονομία είναι δυσοίωνες και το εθνικό χρέος δυσβάσταχτο, ένας πόλεμος μπορεί να γίνει ο ιδανικότερος κινητήριος μοχλός για την ανάπτυξη.
Το μόνο που συζητάνε μάλιστα στο πλαίσιο αυτής της θεωρίας είναι πόσο μεγάλος πρέπει να είναι ο πόλεμος ώστε να αποκομίσεις σοβαρά οικονομικά οφέλη! Δεν είναι φυσικά το αποδοτικότερο οικονομικό μέτρο που μπορείς να πάρεις, είναι όμως άλλο ένα βέλος στη φαρέτρα του ηγέτη.
Υπάρχει βέβαια και η πεποίθηση που λέει πως, στη μακροπρόθεσμη προοπτική, μια παρατεταμένη οικονομική ύφεση ενδυναμώνει τις εθνικιστικές φωνές και την ξενόφοβη ρητορεία, γεννώντας πολεμικά αισθήματα στην κοινωνία. Όσο οι χτυπημένες από την κρίση χώρες αναδιπλώνονται εσωτερικά και λειτουργούν υπερεθνικά, κάθε συζήτηση για παγκόσμια ή περιφερειακή συνεργασία αναιρείται.
Κι αν μας έχει διδάξει κάτι η ταραγμένη οικονομικά ιστορία του Μεσοπολέμου, είναι πού ακριβώς οδηγεί αυτή η κατάσταση. Ο εθνικισμός, η ξενοφοβία και τα όνειρα για αυταρχική διακυβέρνηση είχαν επιστρέψει στην οικουμένη πριν από την πανδημία του κορονοϊού. Και πιθανότατα θα είναι εδώ και μετά το πέρας της.
Οι θεωρητικοί επισημαίνουν πως η καλύτερη περίσταση για να κάνεις έναν πόλεμο εν μέσω κακής οικονομικής συγκυρίας είναι όταν έχεις να αποκομίσεις άμεσα, χειροπιαστά οφέλη. Και υποδεικνύουν εδώ τον Σαντάμ Χουσεΐν. Η απόφαση του οποίου να εισβάλει στο Κουβέιτ το 1990 είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του μοντέλου.
Η οικονομία του Ιράκ ήταν σε οριακό σημείο, έπειτα από τόσα χρόνια πολέμου με το Ιράν, και τα φριχτά επίπεδα ανεργίας στο εσωτερικό απειλούσαν τη θέση του Σαντάμ. Ο οποίος είδε στα πετροδόλαρα του Κουβέιτ τη λύση του προσωπικού και εθνικού δράματος.
Και οι περιστάσεις ήταν θαυμάσιες για τον ιρακινό ηγέτη. Το μικρό εμιράτο δεν διέθετε υπολογίσιμη στρατιωτική δύναμη, την ίδια ώρα που η Βαγδάτη ήταν καταχρεωμένη στο Κουβέιτ. Με μια εισβολή έσβηνες το χρέος σε ένα βράδυ.
Αν αυτές οι συνθήκες επικρατούν σήμερα σε κάποια γωνιά της Γης, είναι βέβαια συζητήσιμο. Όχι όμως και απίθανο. Εδαφικές διεκδικήσεις και συνοριακές διενέξεις θα βρεις πάντως πολλές σε παγκόσμιο επίπεδο. Και κάποιες δεν λύνονται ποτέ, λειτουργώντας ως άλλοθι για πολλά και διάφορα.
Οι κρίσεις, και ειδικά οι οικονομικές κρίσεις, έχουν ιστορικά μεγάλο αντίκτυπο στην πιθανότητα του πολέμου. Ο Stephen Walt υποδεικνύει εδώ την ίδια την ιστορία του αμερικανικού έθνους.
Οι ΗΠΑ έχουν βιώσει πάνω από 40 οικονομικές κρίσεις από την ίδρυσή τους, μετρώντας όχι λιγότερους από 20 διαπολιτειακούς πολέμους. Αν και πόσο σχέση είχαν με την ύφεση, αυτό αποτελεί αντικείμενο διαξιφισμού, τα νούμερα πάντως κάτι μας λένε, ισχυρίζεται ο ακαδημαϊκός.
Την ίδια ώρα, για να ξεκινήσει κάποιος έναν πόλεμο, πρέπει να πιστεύει πως η νίκη θα είναι γρήγορη και εύκολη. Όπως μας έχει δείξει άλλωστε ο John Mearsheimer στο βιβλίο του «Συμβατική αποτροπή» (1983), οι ηγέτες αποφεύγουν τον πόλεμο όταν θεωρούν πως θα είναι μακρύς, αιματηρός, δαπανηρός και αβέβαιος στην έκβασή του.
Η Ευρώπη πήγε σε πόλεμο το 1914 με κάθε πλευρά να πιστεύει πως θα κέρδιζε εύκολα και γρήγορα. Το ίδιο έκανε και η ναζιστική Γερμανία στον Β’ Παγκόσμιο, αναπτύσσοντας μάλιστα και τη στρατηγική του «blitzkrieg» για να παίρνει τις μάχες γρηγορότερα και με μικρότερο κόστος.
Το ίδιο έκανε και το Ιράκ όταν επιτέθηκε στο Ιράν το 1980, ο Σαντάμ πίστεψε πως η Ισλαμική Επανάσταση (1979) είχε αφήσει τη χώρα σμπαράλια και θα έπαιρνε εύκολα τον πόλεμο. Ακόμα και ο Τζορτζ Μπους έτσι εισέβαλε το 2003 στο Ιράκ, πεπεισμένος για το σύντομο της διάρκειας και το πετυχημένο της έκβασης.
Το γεγονός ότι όλοι τους έκαναν λάθος δεν αλλάζει τον βασικό ισχυρισμό: κανείς δεν πάει σε πόλεμο αν πιστεύει πως θα είναι μακρύς και δύσκολος.
Αυτό δεν σημαίνει όμως πως οι ευρύτερες οικονομικές συνθήκες δεν επηρεάζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο παίρνονται οι πολιτικές αποφάσεις περί πολέμου και ειρήνης. Και η οικονομία είναι σαφώς μία μόνο προκείμενη στην πολυπαραγοντική ανάλυση του πολέμου. Αν και σε πλήθος παραδειγμάτων, ήταν η αποφασιστική.
Το μόνο που μένει τώρα να δούμε είναι πώς θα ξεδιπλωθεί η οικονομική ύφεση που επιφέρει ο κορονοϊός και πόσο αρνητικά θα επηρεάσει πολίτες και έθνη. Κι αν στα αυτιά κάποιον θα ηχήσουν τα τύμπανα του πολέμου…
πηγή:newsbeast