Η τακτική του Τούρκου προέδρου δεν αποτυπώνει παραλογισμό, αλλά την αντίληψή του για τη διαπραγμάτευση
Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει μια πολύ συγκεκριμένη αντίληψη για τις διαπραγματεύσεις αλλά και για τις διεθνείς σχέσεις εν γένει: δεν πρέπει ποτέ να σε θεωρούν δεδομένο και πρέπει πάντα να έχεις κάτι να διεκδικήσεις, ένα ζήτημα να θέσεις.
Αυτό, άλλωστε, αναλογεί και στην εικόνα που θέλει να προβάλλει για την Τουρκία: μια χώρα που διεκδικεί ρόλο περιφερειακής δύναμης, με δυνατότητα να παρεμβαίνει εντός συνόρων και να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες και η οποία δεν περιορίζεται απλώς στην ιδιότητα του κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ αλλά διεκδικεί να έχει αυτοτελή πολιτική.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει την επιμονή στο να πάρει και ρωσικά πυραυλικά συστήματα, την πίεση να διατηρήσει η Τουρκία «ζώνη ασφαλείας» στο έδαφος της Συρίας, το ρίσκο της εμπλοκής στη Συρία αλλά ακόμη και το γεγονός ότι δεν έχει προχωρήσει σε κυρώσεις στη Ρωσία την ώρα που τροφοδοτεί την Ουκρανία με μη επανδρωμένα αεροσκάφη.
Και αυτό σημαίνει επίσης ότι δεν χάνει ευκαιρία για να διεκδικήσει κάτι που θεωρεί ότι ανήκει στις «κόκκινες γραμμές» της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής.
Μία από αυτές είναι το Κουρδικό ζήτημα. Η Τουρκία αυτή τη στιγμή έχει κλιμακώσει τις επιθέσεις σε βάρος του PKK, ιδίως στο Κουρδικό Ιράκ και διεκδικεί από τις άλλες χώρες να μην υποστηρίζουν το PKK. Αυτό δημιουργεί προβλήματα στις σχέσεις του με διάφορες χώρες, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα το γεγονός ότι οι ΗΠΑ χρησιμοποιούν την πολιτική έκφραση του PKK στη Συρία ως βασική συμμαχική δύναμη απέναντι στο Ισλαμικό Κράτος, παρότι επισήμως αντιμετωπίζουν το PKK ως «τρομοκρατική οργάνωση». Αντίστοιχα, κάνει μια μεγάλη προσπάθεια να απαιτήσει από Ευρωπαϊκές χώρες να περιορίσουν τη δυνατότητα δράσης των κουρδικών οργανώσεων της διασποράς που κυρίως είναι υπό την επιρροή του PKK.
Ταυτόχρονα, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016 η Τουρκία ζητά επιμόνως να μην προσφέρουν δυτικές χώρες σε όσους Τούρκους πολίτες έχουν καταφύγει σε αυτές, για να αποφύγουν τις διώξει, και τους οποίους θεωρεί ως συλλήβδην Γκιουλενιστές.
Και βέβαια την ίδια στιγμή η Τουρκία παρότι διεκδίκησε συστηματικά το τελευταίο διάστημα να επανακατοχυρώσει τη θέση της εντός της «Δύσης», την ίδια στιγμή δεν επιθυμεί την πλήρη ρήξη με τη Ρωσία και παρότι ο Ερντογάν έχει εμμέσως αποκηρύξεις διάφορες «ευρασιανικές» τοποθετήσεις και τους εκφραστές τους, σίγουρα θεωρεί ότι η Τουρκία πρέπει να προσανατολίζεται σε έναν πιο «πολυπολικό» κόσμο.
Γιατί έθεσε θέμα Φινλανδίας και Σουηδίας
Σε αυτό το φόντο το ζήτημα της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ ήταν μια ευκαιρία για την Τουρκία να διεκδικήσει την κατοχύρωση του δικού της ρόλου και των δικών της θέσεων και να στείλει το μήνυμα ότι είναι μια δύναμη που πρέπει να αντιμετωπίζεται με βάση την πραγματική της ισχύ.
Η Τουρκία από θέση αρχής δεν είναι κατά της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ και αυτό δείχνει η στάση της σε όλες τις φάσεις της διεύρυνσης. Όμως, την ίδια στιγμή ένα ΝΑΤΟ που μετατρέπεται σε μια συμμαχία που με σχεδόν κάθετο τρόπο οριοθετείται ως μια πρωτίστως αντιρωσική δύναμη (και μάλιστα με όρους σχεδόν «θερμής» αντιπαράθεσης εάν αναλογιστούμε τις διαρκείς μεταφορές οπλισμού στην Ουκρανία), δεν είναι το ΝΑΤΟ που επιτρέπει στην Τουρκία να έχει την «ευελιξία» κινήσεων που αναλογεί σε μια περιφερειακή δύναμη με αυτόνομη εξωτερική πολιτική.
Την ίδια στιγμή η Τουρκία όντως θεωρεί ότι πρέπει να αξιοποιεί κάθε δυνατή αφορμή για να απαιτεί από χώρες να συμμορφώνονται με τουρκικές απαιτήσεις. Ιδίως όταν ξέρει ότι η διαπραγματευτική δύναμή της έχει αυξηθεί, εφόσον όλες οι σημαντικές δυτικές κυβερνήσεις έχουν δώσει ιδιαίτερη έμφαση στο ρόλο που παίζει η Τουρκία σε σχέση με το Ουκρανικό.
Η ίδια η Τουρκία έχει συγκεκριμένα ζητήματα με τις δύο σκανδιναβικές χώρες. Η Φινλανδία και κυρίως η Σουηδία εδώ και δεκαετίες προσφέρουν άσυλο σε Τούρκους και Κούρδους πολιτικούς πρόσφυγες και επιτρέπουν τη δράση κουρδικών οργανώσεων. Και οι δύο έχουν επιβάλει εμπάργκο στις πωλήσεις όπλων στην Τουρκία ως αντίδραση στην Τουρκική στρατιωτική παρέμβαση στη Βορειοανατολική Συρία. Η Τουρκία έχει εκφράσει κατ’ επανάληψη δυσαρέσκεια για τον τρόπο που η υπουργός Εξωτερικών της Σουηδίας Άνα Λίντε έχει συναντηθεί κατ’ επανάληψη με εκπροσώπους κουρδικών οργανώσεων και το 2020 εξόργισε τον Τσαβούσογλου όταν απαίτησε την αποχώρηση της Τουρκίας από τη Βορειοανατολική Συρία. Και η τουρκική κυβέρνηση έχει επίγνωση ότι μεγάλο μέρος της σουηδικής κοινωνίας αντιμετωπίζει την Τουρκία ως μια όλο και πιο αυταρχική χώρα.
Βεβαίως έχει ενδιαφέρον ότι η Σουηδία ακολουθεί μια πολιτική ανάλογη με αυτή των ΗΠΑ: θεωρεί το PKK τρομοκρατική οργάνωση, όμως το διαχωρίζει από τις οργανώσεις της Βορειοανατολικής Συρία και τις πολιτοφυλακές YPG, τις οποίες δεν τις αναγνωρίζει ως τρομοκρατικές οργανώσεις.
Δεν είναι η πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια πάντως που η Τουρκία εγείρει το θέμα των σχέσεων δυτικών χωρών με τις κουρδικές οργανώσεις με τρόπο που διακυβεύει κινήσεις του ΝΑΤΟ. Το 2019 καθυστέρησε για τον ίδιο λόγο η συζήτηση αμυντικών σχεδίων της Συμμαχίας για την Πολωνία και τις Βαλτικές χώρες.
Το πόσο θα επιμείνει η Τουρκία στις αντιρρήσεις της είναι κάτι που θα εξαρτηθεί από το είδος των παραχωρήσεων που θα εκτιμήσει ότι έχει λάβει. Άλλωστε, η επόμενη Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ είναι για τις 30 Ιουνίου και αυτό σημαίνει αρκετό χρόνο για να ξεδιπλώσει τη διαπραγματευτική της στρατηγική.