Στη βάση σύγχρονων κτηρίων μιας ανώνυμης οδού, μερικές διακριτικές μεταλλικές πλάκες τραβούν την προσοχή. «Γκράιερ, υποδηματοποιός», «Ερλ, μεσίτης ακινήτων»: βρίσκονται στο έδαφος και φέρουν τα ονόματα των αφροαμερικανικών καταστημάτων που ήταν εκεί πριν καταστραφούν, το 1921, σε μία από τις χειρότερες φυλετικές σφαγές των Ηνωμένων Πολιτειών.
Σπάνιες ενδείξεις της παρελθούσας ευημερίας μιας συνοικίας που την επονόμαζαν «Μαύρη Γουόλ Στριτ», οι πλάκες αυτές αποδεικνύουν πως η ιστορία του Γκρίνγουντ, του ιστορικά μαύρου τομέα της πόλης της Τάλσα στην Οκλαχόμα, δεν γίνεται κατανοητή χάρη στα μνημεία που βλέπει κάποιος, αλλά χάρη σ’ αυτά που δεν βρίσκονται πια εκεί.
Την παραμονή της επίσκεψης του δημοφιλούς στους Αφροαμερικανούς Δημοκρατικού προέδρου Τζο Μπάιντεν, ο οποίος θα συμμετάσχει την Τρίτη (1/6) στις τελετές μνήμης στην Τάλσα, και έπειτα από μια χρονιά που σηματοδοτήθηκε από τις διαδηλώσεις του κινήματος Black Lives Matter, η σφαγή της Τάλσα βρίσκεται φέτος περισσότερο παρά ποτέ στην επικαιρότητα.
«Ήρθαν και κατέστρεψαν το Γκρίνγουντ, έκαψαν τα πάντα» λέει στο Γαλλικό Πρακτορείο ο Μπόμπι Ίτον, 86 ετών, φυσιογνωμία της συνοικίας, Αφροαμερικανός και βετεράνος αγωνιστής του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα. Πριν από έναν αιώνα, σ’ αυτή την πόλη του νότου των Ηνωμένων Πολιτειών, η σύλληψη ενός νεαρού μαύρου, που κατηγορήθηκε ότι επιτέθηκε σε μια λευκή γυναίκα, πυροδότησε μία από τις χειρότερες εκρήξεις φυλετικής βίας που γνώρισε η χώρα. Στις 31 Μαΐου 1921, μετά τη σύλληψη του Ντικ Ρόουλαντ, εκατοντάδες οργισμένοι λευκοί διαδηλωτές συνωστίσθηκαν μπροστά από το δικαστήριο της Τάλσα, δημιουργώντας στον μαύρο πληθυσμό φόβους για λιντσαρίσματα, τα οποία εκείνη την εποχή αποτελούσαν συνηθισμένη πρακτική. Μια ομάδα μαύρων ανδρών, μερικοί από τους οποίους είναι οπλισμένοι, κινητοποιείται.
Η ένταση ανεβαίνει και πυροβολισμοί ακούγονται. Καθώς είναι λιγότεροι, οι Αφροαμερικάνοι αναδιπλώνονται στη συνοικία τους του Γκρίνγουντ, γνωστή για την οικονομική ζωτικότητά της και τα πολυάριθμα καταστήματά της. Την επομένη, ήδη από τα χαράματα, λευκοί άνδρες λεηλατούν και πυρπολούν τα κτίρια, καταδιώκοντας τους κατοίκους για να τους σκοτώσουν. Όλη την ημέρα λεηλατούν τη Μαύρη Γουόλ Στριτ χωρίς να επέμβει η αστυνομία, αφήνοντας πίσω τους μόνο στάχτες και ερείπια και σκοτώνοντας έως 300 ανθρώπους. Από τη μια μέρα στην άλλη, περισσότεροι από 10.000 άνθρωποι βρίσκονται στον δρόμο. Φορώντας ένα μπλε κασκέτο στο κεφάλι και ένα μπλουζάκι στη μνήμη των 100 χρόνων από τη σφαγή πάνω από το πουκάμισο, ο Μπόμπι Ίτον έχει στιγματιστεί απ’ αυτή την εποχή που δεν γνώρισε, αλλά για την οποία άκουσε τόσο να μιλούν όταν ήταν παιδί, στο κουρείο του πατέρα του. «Έμαθα πολλά πράγματα για τις ταραχές όταν ήμουν πολύ μικρός και αυτά δεν έφυγαν ποτέ από τη μνήμη μου» λέει με σκοτεινό βλέμμα.
«Όχι ιδιοκτήτες»
Γι’ αυτόν, όπως και για πολλούς άλλους στη συνοικία, η ευημερία των Αφροαμερικανών ήταν αυτό που προκάλεσε την καταστροφή. «Είχε προκαλέσει πολλή ζήλεια και το ίδιο συμβαίνει και σήμερα». «Αυτή η νοοτροπία, που κατέστρεψε το Γκρίνγουντ, εξακολουθεί να υπάρχει σε μεγάλο βαθμό εδώ, στην Τάλσα» καταγγέλλει. Διότι, εκατό χρόνια μετά τη σφαγή, οι φυλετικές εντάσεις παραμένουν ισχυρές.
Στο καφέ «Black Wall Street Greenwood Lounge», που έχει λάβει το όνομά του, όπως πολλά καταστήματα του Γκρίνγουντ, προς τιμήν της χρυσής εποχής της συνοικίας, ο Κόουντ Ράνσομ, ένας 32χρονος Αφροαμερικανός με μακριές κοτσίδες και πλατύ χαμόγελο χαιρετάει τους πελάτες. Ο ευτυχής συνδιαχειριστής του καταστήματος λυπάται που δεν του ανήκουν οι τοίχοι. «Όταν ο κόσμος ακούει “Μαύρη Γουόλ Στριτ”, νομίζει πως ελέγχεται πλήρως από τους μαύρους, όμως στην πραγματικότητα αυτό δεν ισχύει». Ο Κόουντ Ράνσομ εκτιμά πως στο Γκρίνγουντ υπάρχουν γύρω στα είκοσι καταστήματα Αφροαμερικανών, όμως σχεδόν όλα πληρώνουν ενοίκιο. «Δεν είμαστε ιδιοκτήτες των ακινήτων» λέει εκφράζοντας τη λύπη του γι’ αυτό.
Μια πολιτική αστικοποίησης με την ονομασία «αστική ανανέωση», που εφαρμοζόταν από τη δημαρχία της Τάλσα ήδη από τα χρόνια του 1960, είχε ως αποτέλεσμα να εκδιωχθούν οι Αφροαμερικανοί ιδιοκτήτες, τα σπίτια ή τα καταστήματα των οποίων κρίθηκαν ετοιμόρροπα και κατεδαφίστηκαν για να δώσουν τη θέση τους σε νέα. Η κατασκευή ενός αυτοκινητοδρόμου επτά λωρίδων στη μέση της εμπορικής λεωφόρου τελικά παραμόρφωσε τη συνοικία. «Όταν το Γκρίνγουντ ήταν Γκρίνγουντ, υπήρχαν 40 συγκροτήματα κατοικιών, τώρα έχει συμπυκνωθεί σε μισό δρόμο και ακόμα και σ’ αυτό τον μισό δρόμο, δεν είναι αποκλειστικά Μαύρη Γουόλ Στριτ» αναστενάζει ο Κόουντ Ράνσομ.
Εξώσεις
Σε απόσταση μερικών μέτρων από το καφέ, στην γκαλερί τέχνης «Greenwood», η διαχειρίστρια Κουίν Αλεξάντερ, 31 ετών, τακτοποιεί τους πίνακες που εκτίθενται και δοξάζουν την αφροαμερικανική κουλτούρα. Πληρώνει κι αυτή ενοίκιο, το οποίο μόλις αυξήθηκε 30%. Το άνοιγμα ενός μεγάλου μουσείου αφιερωμένου στην ιστορία της συνοικίας, του «Greenwood Rising history center», το οποίο θα εγκαινιασθεί μεθαύριο, Τετάρτη, προκάλεσε αύξηση των ενοικίων των γύρω καταστημάτων.
Μία γνωστή της, η οποία διατηρούσε ένα ινστιτούτο αισθητικής εδώ και πάνω από 40 χρόνια, έλαβε διαταγή εξώσεως. «Δεν μπορούσε πια να πληρώνει το νοίκι» λέει η Κουίν Αλεξάντερ.
Πίσω από τις βιτρίνες της γκαλερί της, η Αφροαμερικανίδα βλέπει την ανάπλαση επί το έργον. «Βλέπουμε τώρα λευκούς που βγάζουν βόλτα τα σκυλιά τους, που κάνουν ποδήλατο, σε συνοικίες που δεν τους βλέπαμε ποτέ προηγουμένως», εξηγεί, επικαλούμενη το άνοιγμα ενός γηπέδου μπέιζμπολ ή ενός πανεπιστημίου στο οποίο η ίδια «πιθανότατα δεν θα είχε τα μέσα για να φοιτήσει». Γι’ αυτή, το Γκρίνγουντ χωρίς τους Αφροαμερικανούς ιδιοκτήτες τους και τα ιστορικά κτήριά του δεν είναι πια «η Γουόλ Στριτ των μαύρων», αλλά μάλλον «μια συνοικία με μαύρους εμπόρους στο νοίκι». Και, «αν αύριο μας κάνουν έξωση, θα είναι η Γουόλ Στριτ των λευκών».
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ