Ο Johnny Prapas (κατά κόσμον Γιάννης Γιάντσιος), ο οποίος ζει τα τελευταία τρία χρόνια στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας, γεννήθηκε και μεγάλωσε στους πρόποδες του μυθικού βουνού.

«Όλα ξεκίνησαν το 1992, όταν γνώρισα τον δάσκαλό μου John Harrison, από την Αγγλία, κάπου σ’ ένα καφενείο, το “ Πανελλήνιον”, στην Λεπτοκαρυά Πιερίας, το χωριό μου. Εγκαταστάθηκε μόνιμα στην περιοχή, έφτιαξε από την αρχή το εργαστήριό του κατασκευάζοντας ακουστικές κιθάρες. Έπειτα από λίγους μήνες τού έκανα πρόταση να με εκπαιδεύσει στην κατασκευή ακουστικών κιθαρών και κάπου εκεί ξεκίνησε το ταξίδι», αφηγείται στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Johnny Prapas.

Στα πρώτα του βήματα αγόρασε μια ηλεκτρική κιθάρα και άρχισε να πειραματίζεται, επάνω της. Σιγά σιγά η φήμη του εξαπλώθηκε και κιθαρίστες τού εμπιστεύονταν τις κιθάρες τους για σέρβις και επιδιορθώσεις. «Έτσι ήταν μονόδρομος για μένα, αποφάσισα να ασχοληθώ σοβαρά με το να κατασκευάζω χειροποίητες ηλεκτρικές κιθάρες, τις Olympus custom Guitars» με ξύλο απο τον Όλυμπο, σημειώνει.

Η Orianthi Panagaris, ο Paul Simon, ο Richie Sambora, πρώην κιθαρίστας του Bon Jovi, ο Kevin Shirley, παραγωγός των Iron Maiden και Led Zeppelin, o Billy F Gibbons, o Victor Wooten, o Arlen Roth, θρύλοι της παγκόσμιας μουσικής σκηνής, είναι πελάτες του και αποτελούν τη δική του, όπως λέει, «τρελή παρέα», που συνεχώς μεγαλώνει.

Παρά τις προσπάθειες που κατέβαλε όσο ζούσε στην Ελλάδα. δεν δέχτηκε, όπως λέει, καμία στήριξη προκειμένου τα χειροποίητα μουσικά του όργανα ν’ αποκτήσουν εξαγωγική δυναμική και να αποτελέσουν έναν σημαντικό κωδικό στη βιομηχανία. Έτσι, αποφάσισε να μεταναστεύσει μαζί με την οικογένεια του, πριν από τρία χρόνια, στην Αυστραλία.

«Ζω σ’ ένα κράτος, όπου σε επτά λεπτά άνοιξα την εταιρεία μου, πέντε λεπτά μού πήρε να συμπληρώσω τη φόρμα στο ίντερνετ και άλλα δύο λεπτά, διήρκησε η τηλεφωνική επιβεβαίωση από τον υπάλληλο της υπηρεσίας του κράτους εδώ στην Αυστραλία», αναφέρει χαρακτηριστικά.