Όλα δείχνουν ότι στις δυτικές πρωτεύουσες αρχίσει να διαμορφώνεται ένα διαφορετικό αφήγημα που αφετηρία έχει ότι δεν είναι εφικτή η αμιγώς στρατιωτική ήττα της Ρωσίας

Η δήλωση του Γενς Στόλετνμπεργκ ότι η ειρήνη είναι εφικτή και ότι το ερώτημα είναι πόση έκταση και πόση ανεξαρτησία είναι διατεθειμένη να θυσιάσει η Ουκρανία, δήλωση που ήρθε όχι πολύ καιρό μετά από δηλώσεις που υποστήριζαν ότι το ΝΑΤΟ πρέπει να προετοιμάζεται για έναν μακροχρόνιο πόλεμο, ήρθε να υπογραμμίσει ότι στη Δύση αρχίζει και διαμορφώνεται μια εκτίμηση για το τι πρέπει να γίνει με τον πόλεμο στην Ουκρανία αρκετά διαφορετική από αυτή που – φαινόταν – να κυριαρχεί μερικές εβδομάδες νωρίτερα.

Πλέον δεν γίνεται λόγος για ήττα της Ρωσίας

Πλέον δεν γίνεται λόγος για μια ήττα της Ρωσίας με τη μορφή της απώθησής της από τις περιοχές που κατέλαβε κατά τη διάρκεια της «Ειδικής Στρατιωτικής Επιχείρησης» και μάλιστα με όρους που θα μπορούσαν ακόμη και να δρομολογήσουν μια διαδικασία «αλλαγής καθεστώτος».

Αντιθέτως, υπάρχει μια ολοένα και πιο σαφής επίγνωση ότι η Ρωσία σταδιακά επιτυγχάνει τους στρατιωτικούς στόχους της που είναι πρακτικά η κατάκτηση του συνόλου του Ντονμπάς και ορισμένων επιπλέον περιοχών, όπως είναι η Χερσώνα και τη Ζαπορίζια, περιοχών που το πιο πιθανό είναι να ακολουθήσουν τον δρόμο των δύο «λαϊκών δημοκρατιών», δηλαδή να δηλώσουν κάποιου είδους ανεξαρτητοποίηση από την Ουκρανία. Ανεξαρτήτως της τυπικής μορφής που θα πάρει αυτή, η κατεύθυνση είναι η ένταξη των περιοχών αυτών ουσιαστικά στην ευρύτερη ρωσική επικράτεια, κάτι που ήδη γίνεται ως έναν βαθμό (ρωσικές πινακίδες, διασύνδεση με το ρωσικό εκπαιδευτικό σύστημα, αποκατάσταση πλήρους χερσαίας διασύνδεσης της Ρωσίας με την Κριμαία). Μάλιστα ορισμένοι υποστηρίζουν ότι πλέον το ερώτημα για το Κίεβο δεν είναι εάν θα μπορέσει να ανακτήσει περιοχές που είναι υπό ρωσικό έλεγχο αλλά εάν θα μπορέσει να αποτρέψει μια ενδεχόμενη ρωσική κίνηση ακόμη δυτικότερα.

Ας μην ξεχνάμε ότι το μήνυμα που στέλνει μέχρι τώρα η Ρωσία είναι μιας σταθερής προσπάθειας με συγκεκριμένους στόχους, κάτι που ενίσχυσε και ο τρόπος που ο Πούτιν, μιλώντας πρόσφατα, θύμισε τον Μεγάλο Βόρειο Πόλεμο του Μεγάλου Πέτρου που αμφισβήτησε την πρωτοκαθεδρία της Σουηδικής Αυτοκρατορίας σε μεγάλο μέρος της Βόρειας, Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και τελικά, κατά τον Πούτιν, ανέκτησε περιοχές που ανέκαθεν ανήκαν στη Ρωσία.

Προφανώς και αυτό δεν θα γίνει από τη μία μέρα στην άλλη, ιδίως από τη στιγμή που συνεχίζεται η αντίσταση των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων, ακόμη και μέσα στο ουσιαστικά υπό ρωσικό έλεγχο Σεβεροντονέτσκ και όσο η ουκρανική κυβέρνηση συνεχίζει να στέλνει ένοπλες δυνάμεις. Όμως, η βασική επίγνωση είναι ότι δεν μπορεί να αντιστραφεί ο συσχετισμός που έχει διαμορφωθεί.

Και μπορεί η κυβέρνηση της Ουκρανία να κάνει συνεχή διαβήματα ώστε να αυξηθούν οι μεταφορές όπλων από τη Δύση, κυρίως πυροβολικού και πυραυλικών συστημάτων, όμως φαίνεται ότι διαμορφώνεται ένα κλίμα ότι αυτά δεν θα μπορέσουν να αλλάξουν τον συσχετισμό δύναμης, την ίδια στιγμή που σε χώρες όπως η Γερμανία, ούτως ή άλλως η κοινή γνώμη ήταν επιφυλακτική απέναντι στην μαζική αποστολή όπλων που κυρίως παρατείνουν τον πόλεμο.

Και μπορεί η Κομισιόν να επιμένει ότι θα υποστηρίξει την εκκίνηση ενταξιακής διαδικασίας για την Ουκρανία, όμως δεν είναι χωρίς σημασία ότι υπάρχουν αντιρρήσεις της Ολλανδίας αλλά και της Δανίας, που μάλιστα επισήμως έχει δηλώσει ότι η Ουκρανία δεν πληροί κριτήρια που αφορούν τη σταθερότητα των θεσμών που εγγυώνται τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα και το σεβασμό και την προστασία των δικαιωμάτων των μειονοτήτων. 

Με το βλέμμα στην επόμενη μέρα 

Σε αυτό το φόντο διαμορφώνεται μια διαφορετική ρητορική και στη Δύση που μετατοπίζει την έμφαση από την ήττα της Ρωσίας στην τιμωρία της Ρωσίας και που εμμέσως πλην σαφώς αρχίζει και εξετάζει το ενδεχόμενο κατάπαυσης του πυρός και κάποιου είδους ειρηνευτικής διαδικασίας που θα εμπεριέχει και το ενδεχόμενο η Ουκρανία να εκχωρήσει εδάφη στη Ρωσική πλευρά.

Ας μην ξεχνάμε ότι οι μεγάλες δυτικές οικονομίες έχουν εισέλθει σε μια φάση οικονομικής αστάθειας, με αύξηση του πληθωρισμού, υποχώρηση των αγορών και ορατό ενδεχόμενο οικονομικής ύφεσης. Σε αυτό το πλαίσιο, ο πόλεμος επιτείνει μια αίσθηση γεωπολιτικής διακινδύνευσης που με τη σειρά του μεταφράζεται σε αρνητικές οικονομικές δυναμικές.

Με μία έννοια έχουμε φτάσει στο σημείο εκείνο όπου οι δυτικές κυβερνήσεις αρχίζουν και υπολογίζουν πολύ περισσότερο το κόστος που μπορεί να έχει η παράταση του πολέμου στην Ουκρανία από τα όποια οφέλη μπορεί να είχε η προσπάθεια να πληγεί αποφασιστικά η Ρωσία και να τιμωρηθεί για την επιθετικότητά της. Αυτό αφορά ιδιαίτερα την αμερικανική κυβέρνηση που έχει μπροστά της μια κρίσιμη εκλογική χρονιά (τον Νοέμβριο επανεκλέγονται όλα τα μέλη της Βουλής, το ένα τρίτο των γερουσιαστών και αρκετοί κυβερνήτες) και με έντονα τα στοιχεία της δυσαρέσκειας για εξελίξεις όπως είναι η αύξηση των τιμών των καυσίμων. Μάλιστα, δεν είναι τυχαίο ότι ήδη υπάρχουν φωνές στο Δημοκρατικό Κόμμα ώστε να εξασφαλιστεί ότι δεν θα είναι ο Τζο Μπάιντεν αυτός που θα διεκδικήσει την προεδρία του 2024. Σε ένα τέτοιο κλίμα η παράταση του πολέμου απλώς κάνει το κλίμα χειρότερα.

Προφανώς και υπάρχουν και αρκετές φωνές που επιμένουν ουσιαστικά στην ίδια στρατηγική και στην κλιμάκωση των επιχειρήσεων, από εκείνους στη Δύση που θεωρούσαν εξαρχής ότι ήταν μια ευκαιρία για ένα «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» με τη Ρωσία έως τις χώρες της «διεύρυνσης» στην Ευρώπη που θεωρούν ότι είναι στο στόχαστρο της ρωσικής επιθετικότητας. Όμως, είναι πια σαφές ότι δεν δίνουν κυρίως τον τόνο.

Βεβαίως, η στροφή αυτή δεν συνεπάγεται κάποιου είδους επιστροφή σε κάποια πιο συνεργατική διαχείριση του κόσμου. Τα ρήγματα θα παραμείνουν βαθιά και ενεργά το ίδιο και η λογική της γεωπολιτικής αντιπαλότητας. 

Το «πάγωμα» της σύγκρουσης

Το πιο πιθανό είναι ότι θα μιλάμε για μια συνθήκη ανάλογη με αυτή του 2014. Οι εχθροπραξίες θα σταματήσουν σε μια νέα «γραμμή επαφής», που προφανώς θα αναλογεί σε πολύ μεγαλύτερη έκταση και η οποία θα αποτελέσει ένα νέο ντε φάκτο σύνορο, παρότι υπάρχουν και αυτοί που θα ήθελαν να συνεχιστεί ένα είδος ουκρανικού ανταρτοπόλεμου κατά της Ρωσίας. Σε πρώτη φάση δύσκολα μπορεί κανείς να υποθέσει ότι αυτό το σύνορο θα αναγνωριστεί αν και σε βάθος χρόνου αυτό είναι πιθανό. Οι κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας θα συνεχιστούν, αλλά την ίδια στιγμή για τις χώρες που δεν έχουν επιβάλει κυρώσεις το πεδίο των συναλλαγών θα είναι ακόμη πιο εύκολο. Επιπλέον, το τέλος των εχθροπραξιών, ακόμη και με τις κυρώσεις ενεργές, είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε έστω και μερική αποκλιμάκωση των τιμών πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ας μην ξεχνάμε ότι η κατάπαυση του πυρός και συνολικά το τέλος των εχθροπραξιών σημαίνει και ότι οι περιοχές αυτές, που έχουν σημαντική οικονομική δραστηριότητα, θα μπορούν να αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου ρωσικού οικονομικού χώρου.

Βεβαίως όλα αυτά θα εξαρτηθούν και από εάν και με ποιον ρυθμό η Δύση θα αρχίσει να κάνει πράξη αυτό το νέο αφήγημα και εάν βεβαίως θα το αποδεχτεί εύκολα και η ίδια η ουκρανική πλευρά, που όμως, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη διαρκή ενίσχυση από τη Δύση. Ουσιαστικά, θα είναι το ερώτημα εάν τα πράγματα απλώς θα παραμείνουν σε μια συνθήκη «παγωμένης σύγκρουσης» ή εάν θα πάρουν και τον χαρακτήρα μιας πιο συνολικής διαπραγμάτευσης για την «επόμενη μέρα». Σε εκείνη τη φάση το ερώτημα για τις δυτικές κυβερνήσεις θα είναι εάν προκρίνουν απλώς να παραμείνει η σημερινή ασταθής ισορροπία με τα ενεργά ρήγματα, ή θα επιδιώξουν μια πιο συνολική διαρρύθμιση με ορίζοντα μεγαλύτερη διεθνή σταθερότητα, έστω και εάν στα μάτια τους θα φαντάζει ως «δικαίωση» της Ρωσίας.

Σε κάθε περίπτωση είναι εμφανές ότι έχουμε περάσει σε ένα μια νέα φάση και μια νέα αντιμετώπιση.