Η παράδοση των τελευταίων Ουκρανών μαχητών στη Μαριούπολη υπογραμμίζει την εδαφική λογική του πολέμου

Ένα από τα πιο δύσκολα πράγματα σήμερα είναι να κατανοήσει κανείς πώς εξελίσσεται ο συσχετισμός δύναμης στον πόλεμο στην Ουκρανία. Σε μεγάλο βαθμό αυτό οφείλεται στον τρόπο που είναι οργανωμένη η ενημέρωση για τις πολεμικές επιχειρήσεις, που σε μεγάλο βαθμό έχει τη μορφή αντιμαχόμενων αφηγημάτων, ενίοτε και με στοιχεία κατασκευής της πραγματικότητας.

Από τη μια στις τοποθετήσεις της Ουκρανικής κυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένου του δραστήριου και στα κοινωνικά δίκτυα προέδρου Ζελένσκι, αλλά και στα περισσότερα δυτικά ΜΜΕ, διακρίνεις κανείς μια βεβαιότητα ότι ο πόλεμος θα τελειώσει με νίκη της ουκρανικής πλευράς και μεγάλο κόστος για τη Ρωσία.

Από την άλλη, η ρωσική πλευρά επιμένει να παραθέτει στοιχεία για τα χτυπήματα που έχει κάνει, αποφεύγοντας να αναφερθεί στο γιατί άλλαξε την τακτική της, ή στις απώλειες που έχει ή στις επιπτώσεις από τις κυρώσεις, ενώ επιμένει ότι δεν έχει αλλάξει ο σκοπός τα «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης», δηλαδή η προστασία των «λαϊκών δημοκρατιών» στο Ντονμπάς και η «αποναζιστικοποίηση» της Ουκρανίας.

Ένας εδαφικός πόλεμος με μεγάλο μέτωπο

Είναι σαφές ότι ο πόλεμος που διεξάγεται στην Ουκρανία είναι στον πυρήνα του ένας εδαφικός πόλεμος και μάλιστα με χαρακτηριστικά πολέμου θέσεων. Αυτό σημαίνει ότι είναι ένας πόλεμος που κρίνεται τελικά στο ποια εδάφη έχουν κατακτηθεί και κατοχυρωθεί. Προφανώς και όπως κάθε πόλεμος έχει και ένα χαρακτήρα διαρκούς άσκησης πολιτικής πίεσης ώστε η μία ή άλλη πλευρά να υποχωρήσει, όμως ο πυρήνας του είναι ένας πόλεμος που κρίνεται στο που μετατοπίζεται η γραμμή του μετώπου.

Ο ρωσικός σχεδιασμός είναι να εξασφαλιστεί ένα σημαντικό τμήμα του ουκρανικού εδάφους, που περιλαμβάνει το Ντονμπάς – και πέραν των περιοχών ήταν ανατολικά της «γραμμής επαφής» και σημαντικές περιοχές στο Νότο, μέχρι την Οδησσό και πέραν αυτής.

Οι περιοχές αυτές εάν «απελευθερωθούν» λογικά θα αποφασίσουν ότι αποκτούν κυριαρχία και στη συνέχεια, με δημοψηφίσματα ανάλογα με αυτό που είχε γίνει στην Κριμαία θα αποφασίσουν την προσχώρηση στη Ρωσική Ομοσπονδία.

Αυτή η πολεμική επιχείρηση αφορά ένα πολύ μεγάλο μέτωπο και αυτό εξηγεί και το γιατί υπάρχουν διάφορα σημεία όπου γίνονται επιχειρήσεις. Οι δυνάμεις της Ρωσίας και των «λαϊκών δημοκρατιών» είναι μεγάλες αν και όχι απεριόριστες. Απέναντι είναι οι ουκρανικές δυνάμεις, αρκετά σημαντικές στον αριθμό αλλά με διαφορετικά επίπεδα ως προς την πολεμική ικανότητα. Οι ουκρανικές δυνάμεις έχουν μια διαρκή ενίσχυση από τη Δύση σε φορητό αντιαρματικό και αντιαεροπορικό οπλισμό, σε πυροβόλα, σε μη επανδρωμένα αεροσκάφη και σε τεθωρακισμένα.

Η μορφή των επιχειρήσεων περιλαμβάνει την προσπάθεια κατάληψης από τη ρωσική πλευρά διαφόρων επίδικων σημείων και αντίστοιχα την προσπάθεια των ουκρανικών δυνάμεων να το αποτρέψουν. Η τακτική που εφαρμόζεται στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη χρήση πυροβολικού πριν τις όποιες επιθέσεις. Οι ουκρανικές δυνάμεις σε αυτές τις περιοχές είναι μεγάλες, ένα μέρος τους είναι με πολεμική εμπειρία και σχετικά καλά εξοπλισμένες. Σε ορισμένες περιοχές είχαν διαμορφώσει ισχυρές οχυρές θέσεις. Ταυτόχρονα προσπαθούν να κάνουν επιθετικές κινήσεις προς την ρωσική πλευρά και κατά καιρούς πλήττον ρωσικές περιοχές κοντά στα σύνορα.

Η ρωσική κίνηση γενικά δεν έχει ιδιαίτερα γρήγορους ρυθμούς. Αυτό γίνεται και εξαιτίας της αντίστασης που συναντούν αλλά και για να αποφευχθούν οι μεγάλες απώλειες. Την ίδια στιγμή η Ρωσία προσπαθεί όσο μπορεί να αξιοποιεί το απόθεμα σε κατευθυνόμενους πυραύλους για να πλήττει ουκρανικές θέσεις και κυρίως θέσεις με μεγάλη συγκέντρωση οπλισμού.

Η ρωσική κίνηση κυρίως φαίνεται στο να επικεντρώνει στο να εξασφαλίσει βήμα-βήμα και με αργούς ρυθμούς τους στόχους που θέτει στην προσπάθεια να επεκτείνει τις ελεγχόμενες από αυτή περιοχές, να περικυκλώσει τον κρίσιμο όγκο των ουκρανικών δυνάμεων που επιχειρούν εκεί και σε αυτή τη βάση να διαπραγματευτεί κατάπαυση του πυρός. 

Η σημασία της δυτικής βοήθειας

Μέχρι τώρα η εμπλοκή της Δύσης στον πόλεμο συνίσταται στην εντυπωσιακή προσφορά εξοπλισμού, στην παροχή πληροφοριών (κυρίως για τις ρωσικές θέσεις) και πιθανώς στην παρουσία στρατιωτικών συμβούλων, πέραν της παρουσίας και κάποιων μισθοφόρων από δυτικές χώρες.

Παρότι η ρητορική των δυτικών κυβερνήσεων είναι μια ρητορική «νίκης της Ουκρανίας», στην πραγματικότητα είναι μια στρατιωτική βοήθεια που δεν αλλάζει ριζικά τον συσχετισμό δύναμης, αλλά παρατείνει τη σύγκρουσης. Προφανώς και μέχρι τώρα έχουν αποφύγει το ρίσκο μιας αμεσότερης εμπλοκής, που όμως θα απειλούσε να πυροδοτήσει παγκόσμια σύρραξη, και κυρίως ελπίζουν σε μια φθορά της Ρωσίας που θα την υποχρέωνε σε αλλαγή στρατηγικής και τελικά σε υποχώρηση και αποχώρηση των δυνάμεών της από το ουκρανικό έδαφος.

Από την άλλη, η Ρωσία, παρά τις διάφορες αναφορές που έχουν υπάρξει κατά καιρούς για το πώς πάντα περιλαμβάνει και τα πυρηνικά όπλα στον τακτικό της σχεδιασμό, είναι μάλλον απίθανο να καταφύγει σε τέτοιες κινήσεις, ενώ την ίδια στιγμή παρότι έχει στοχοποιήσει αποθηκευτικούς χώρους σε διάφορες περιοχές της Ουκρανίας, έχει αποφύγει χτυπήματα που θα ενέπλεκαν και δυτικό προσωπικό που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο βρίσκονται εκεί. 

Η σημασία της πτώσης της Μαριούπολης

Η μάχη της Μαριούπολης συγκεφαλαίωσε τα επίδικα αυτού του πολέμου. Μια αργή πολιορκία, που περιελάμβανε εναλλαγές ανάμεσα σε πιο επιθετικές κινήσεις και πιο στάσιμες και που στο τέλος επικεντρώθηκε σε μια κρίσιμη οχυρωμένη θέση, όπου για μεγάλο διάστημα κυρίως την πρωτοβουλία είχε το πυροβολικό και όπου από ένα σημείο και μετά ο ρωσικός σχεδιασμός έδειχνε κυρίως να θέλει να αποφύγει το ενδεχόμενο μεγάλων αριθμών αμάχων θυμάτων.

Η ίδια η πτώση του βιομηχανικού συμπλέγματος Azovastal έχει υψηλό συμβολισμό, ενώ ταυτόχρονα σηματοδοτεί την ήττα των πιο εμπειροπόλεμων και ιδεολογικά στρατευμένων τμημάτων των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων, αυτών που εμπνέονταν και από μια έντονα εθνικιστική (ή ακόμη και ακροδεξιά) ιδεολογία. Για τη ρωσική κυβέρνηση είναι μια πρώτη ευκαιρία να δείξει ότι μπορεί να κερδίζει απέναντι στους «νεοναζί» και τους «εθνικιστές» όπως είναι ο τρόπος που αναφέρεται σε αυτές τις ουκρανικές μονάδες.

Ταυτόχρονα κατοχυρώνει τη ρωσική κυριαρχία στο νότιο τμήμα του μετώπου και τη δυνατότητα να υπάρξει μεταφορά δυνάμεων σε άλλα σημεία του μετώπου. Σε αυτά η κατάσταση – σε διαφορετικό φυσικά έδαφος – παραπέμπει σε μια τακτική ανάλογη με αυτή της Μαριούπολης: συγκέντρωση δυνάμεων και εάν υπάρχει αντίσταση πρώτα χρήση του πυροβολικού για να χτυπηθούν όσο το δυνατόν περισσότερο οι αντίπαλες θέσεις πριν την όποια επιθετική κίνηση. 

Για ποιον δουλεύει ο χρόνος;

Ένα κρίσιμο ερώτημα είναι για ποιον δουλεύει ο χρόνος. Οι δυτικές κυβερνήσεις κατεξοχήν δείχνουν να πιστεύουν ότι δουλεύει υπέρ της κυβέρνησης Ζελένσκι. Οι κυρώσεις έχουν ολοένα και αυξημένο κόστος για τη Ρωσία και μπορούν πάντα να γίνουν αυστηρότερες, εάν ξεπεραστούν τα προβλήματα που υπάρχουν στην Ευρώπη. Ο πόλεμος, οι απώλειες φαντάρων γεννούν δυσαρέσκεια στη ρωσική κοινωνία και υπονομεύουν τη δημοτικότητα και την εξουσία του Πούτιν. Η επάρκεια των Ρώσων σε θέματα εξοπλισμού δεν είναι απεριόριστη και σύντομα θα δουν ότι δεν θα μπορούν να συνεχίσουν τις επιχειρήσεις με τον ίδιο ρυθμό.

Από την άλλη, όμως, υπάρχουν ορισμένες παράμετροι που δείχνουν ότι ο χρόνος δεν δουλεύει υποχρεωτικά σε βάρος της Ρωσίας. Μέχρι τώρα οι κυρώσεις, που δεν είναι παγκόσμιες, δεν έχουν «γονατίσει» τη ρωσική οικονομία. Το ρούβλι είναι σε καλή κατάσταση και οι ενεργειακές εξαγωγές συνεχίζονται. Η δυσαρέσκεια μέσα στη Ρωσία δεν έχει πάρει αποσταθεροποιητικά χαρακτηριστικά, ενώ διατηρείται μια νομιμοποίηση του πολέμου σε αρκετά μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης. Η Ρωσία διατηρεί τις συμμαχίες που είχε με χώρες από την πρώην ΕΣΣΔ, κάτι που επιβεβαιώθηκε και στην σύνοδο κορυφής του Οργανισμού για τη Συνθήκη Συλλογικής Ασφάλειας, όπου συμμετείχαν πλάι στον Βλαντιμίρ Πούτιν οι ηγέτες της Αρμενίας, της Λευκορωσίας, του Καζακστάν, του Κιργιστάν και του Τατζικιστάν. Πέραν της Δύσης δεν έχει χάσει το «επικοινωνιακό παιχνίδι», όπως δείχνει η επιλογή ουδετερότητας πολλών κυβερνήσεων. Όλα αυτά δίνουν ένα περιθώριο να συνεχίσει αυτό το είδος πολεμικών επιχειρήσεων «αργού ρυθμού» για αρκετό καιρό, ελπίζοντας ότι θα έχει τελικά ανάλογες επιτυχίες με αυτές της Μαριούπολης και στα άλλα σημεία όπου επικεντρώνεται η σύγκρουση.

Γιατί η Δύση δεν μιλάει για «ειρήνη»;

Σε αυτό το φόντο έχει ιδιαίτερη σημασία ότι η Δύση εξακολουθεί να μη μιλάει για «ειρήνη» και κυρίως συζητά με όρους αφενός νίκης της Ουκρανίας, αφετέρου προετοιμασίας για επόμενες φάσεις της αντιπαράθεσης, όπως δείχνει και ο τρόπος που φτάσαμε στα αιτήματα της Φινλανδίας και της Σουηδίαςγια είσοδο στο ΝΑΤΟ. Αυτό σημαίνει ότι προς το παρόν κυριαρχεί η προσπάθεια να αλλάξει ο συσχετισμός δύναμης και να ηττηθεί η Ρωσία. Ωστόσο, είναι πιθανό ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται ο πραγματικός συσχετισμός στο πεδίο να επαναφέρει και τη συζήτηση για κάποιου είδους ειρήνευση. Η πρόσφατη επικοινωνία Ώστιν και Σοϊγκού από αυτή την άποψη μόνο συμπτωματική δεν ήταν.