Πίσω από την «ιδανική» εικόνα που προβάλλει η κυβέρνηση για την ελληνική οικονομία, κρύβεται η συνεχής διάβρωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής παραγωγής, καθώς και μια δημοσιονομική «φούσκα» πλεονάσματος στον κρατικό προϋπολογισμό. Αυτή η κατάσταση οφείλεται σε έκτακτα έσοδα και σε αχρείαστη συγκράτηση των κρατικών δαπανών.

Αυτή η εικόνα καλύπτεται προσωρινά από τις καλές επιδόσεις των ελληνικών ομολόγων, για τα οποία όμως δεν υπάρχει καμία εγγύηση σε έναν κόσμο όπου οι δασμοί του Τραμπ μπορεί να προκαλέσουν απρόβλεπτες αναταράξεις.

Η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας υποχωρεί συνεχώς, όπως αποδεικνύεται από το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, δηλαδή τη διαφορά μεταξύ των κεφαλαίων που εισέρχονται και εξέρχονται από τη χώρα για εμπορικές συναλλαγές.

Η κατάσταση επιδεινώνεται, υποδεικνύοντας ότι η παραγωγή αγαθών δεν είναι ανταγωνιστική και ότι οι διαφημιζόμενες αλλαγές στο παραγωγικό μοντέλο δεν επιβεβαιώνονται από τα στοιχεία.

Παρά την αύξηση των εσόδων από τον τουρισμό, που φτάνουν τα 21,2 δισ. ευρώ στο ενδεκάμηνο του 2024, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε στα 11,5 δισ. ευρώ.

Η κύρια αιτία είναι η αύξηση του εμπορικού ελλείμματος, καθώς οι εξαγωγές μειώθηκαν και οι εισαγωγές αυξήθηκαν.

Στο 11μηνο, το εμπορικό έλλειμμα ανήλθε σε 32,4 δισ. ευρώ, με εξαγωγές 44,7 δισ. ευρώ και εισαγωγές 77,1 δισ. ευρώ.

Το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών είναι το υπ’ αριθμόν ένα καμπανάκι για την οικονομία, καθώς η επιδείνωσή του διαψεύδει το κυβερνητικό αφήγημα περί επιτυχίας της οικονομικής πολιτικής και προμηνύει δυσκολότερες ημέρες.

Η ελληνική οικονομία δεν έχει καταφέρει να παράγει ανταγωνιστικά αγαθά υψηλής προστιθέμενης αξίας, τα οποία είναι ανθεκτικά σε δύσκολες συγκυρίες, καθώς οι μεγάλες ευρωπαϊκές οικονομίες βρίσκονται σε κρίση.

Η παραγωγική αδυναμία είναι η Αχίλλειος Πτέρνα της ελληνικής οικονομίας και σε περίοδο αναταράξεων στο διεθνές εμπόριο, οι ελληνικές εξαγωγές πιθανόν να είναι τα πρώτα θύματα.

Προς το παρόν, το συνολικό ισοζύγιο στις συναλλαγές με το εξωτερικό καλύπτεται από τις εισαγωγές κεφαλαίων για επενδύσεις, κυρίως σε κρατικά ομόλογα.

Εάν οι σχέσεις ΗΠΑ – Ευρωζώνης προκαλέσουν αναταράξεις στις κεφαλαιαγορές, δεν αποκλείεται να διαταραχθεί και η εικόνα των ελληνικών ομολόγων.

Το υπερ-πλεόνασμα Χατζηδάκη

Το έλλειμμα στις χρηματικές συναλλαγές με το εξωτερικό ήταν μία από τις δύο μεγάλες πληγές της οικονομίας που οδήγησαν στην κρίση το 2010. Η άλλη μεγάλη πληγή ήταν το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού, το οποίο σήμερα έχει σχεδόν μηδενιστεί.

Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της παραγωγής υπερβολικών πρωτογενών πλεονασμάτων, τα οποία ο υπουργός Οικονομικών προβάλλει ως δείγμα συνετής διαχείρισης, αλλά στην πραγματικότητα αποτελούν αχρείαστη εξοικονόμηση κρατικών δαπανών.

Ο κρατικός προϋπολογισμός παράγει πλεόνασμα προτού πληρωθούν οι τόκοι του χρέους, και το 2024 ξεπέρασε όλες τις προβλέψεις, φτάνοντας τα 8,6 δισ. ευρώ.

Η υπέρβαση του στόχου οφείλεται κυρίως στα έσοδα από την παραχώρηση της Αττικής Οδού, από καθυστερήσεις στις πληρωμές προς φορείς κοινωνικής ασφάλισης και από μετακύλιση δαπανών.

Η Ελλάδα έχει υποχρέωση να παράγει πρωτογενές πλεόνασμα για να αποπληρώνει τις οφειλές της. Ωστόσο, η υπερβολική παραγωγή πλεονασμάτων σημαίνει ότι οι πόροι αποστερούνται από τη χρηματοδότηση κρίσιμων δημόσιων αγαθών.

Είναι χαρακτηριστικό ότι οι δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού το 2024 ήταν κατά 2,7 δισ. ευρώ λιγότερες από τον προγραμματισμένο στόχο.

Αυτό δείχνει ότι το υπουργείο Οικονομικών δημιούργησε υπερ-πλεόνασμα, κάνοντας οικονομία στις κρατικές δαπάνες, παρά την παραχώρηση της Αττικής Οδού.

Η εξοικονόμηση δαπανών είναι χρήσιμη όταν υπάρχουν σπατάλες, αλλά στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, είναι τεράστιο λάθος.

Ο υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης δεν έπεσε έξω στους υπολογισμούς του, αλλά δημιούργησε το υπερ-πλεόνασμα για να χρηματοδοτήσει επιδόματα και παροχές, ελπίζοντας σε πολιτικό όφελος.

Αυτή η τακτική δημιουργεί μια δημοσιονομική «φούσκα» πλεονάσματος με μικροπολιτική στόχευση, εις βάρος του μακροχρόνιου οικονομικού σχεδιασμού.

Αντί το υπουργείο Οικονομικών να σχεδιάσει στρατηγικές ενίσχυσης των κρατικών μηχανισμών και της ελληνικής οικονομίας, δημιουργεί ένα «μαξιλάρι» για πελατειακές παροχές.

Αυτή η τακτική δεν είναι καινούρια, καθώς είχε εφαρμοστεί και από τον υπουργό Οικονομικών του ΣΥΡΙΖΑ, Ευκλείδη Τσακαλώτο, ο οποίος είχε επίσης δημιουργήσει υπερ-πλεόνασμα μέσω υπερφορολόγησης.

Ο Τσακαλώτος είχε θεωρήσει επιτυχία την παραγωγή υπερ-πλεονάσματος, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ πλήρωσε ακριβά αυτή την επιλογή στις εκλογές.

Αναρωτιόμαστε αν ο Κωστής Χατζηδάκης θα έχει την ίδια τύχη.