Της Δήμητρας Καδδά

Σχεδιασμό επενδύσεων με έμφαση στους τομείς που δέχτηκαν το μεγαλύτερο πλήγμα, δηλαδή τον τουρισμό, τις μεταφορές, το λιανεμπόριο, την ενέργεια, τις κατασκευές και τον αγροδιατροφικό κλάδο, αλλά με τρόπο που να προάγει τους στόχους της πράσινης και της ψηφιακής μετάβασης και όχι με “παραδοσιακού” τύπου σχέδια, προτείνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τη διανομή του σχεδίου ανάκαμψης, από το οποίο δικαιούται η Ελλάδα έως 32 δισ. ευρώ. Ο λόγος για την πρώτη γενική και οριζόντια ρήτρα που αφορά όλα τα κράτη-μέλη.

Από εκεί και πέρα, υπάρχουν οι ειδικές συστάσεις προς την Ελλάδα που προκύπτουν από τη διαδικασία του “Ευρωπαϊκού Εξαμήνου” και την απόφαση που έλαβε προ ημερών το Ecofin. Η Επιτροπή προτείνει, με βάση αυτές τις συστάσεις, να γίνουν οι διαβουλεύσεις, η έγκριση (έως τον Οκτώβριο) και η παρακολούθηση της πορείας υλοποίησης του πακέτου επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων που θα υποβάλει η Αθήνα.

Όλα αυτά, βεβαίως, στο “καλό” σενάριο της πρότασης της Επιτροπής, που ναι μεν έχει υψηλό βαθμό δυσκολίας και πολλές απαιτήσεις (για ένα κράτος που δεν κατάφερε όλα τα προηγούμενα χρόνια να υλοποιήσει πλήρως το “κουτσουρεμένο” από τα Μνημόνια ΠΔΕ), αλλά αναφέρεται σε μια ασαφή και “χαλαρή” σχέση με τους όρους της ενισχυμένης εποπτείας. Δηλαδή προωθεί την αντιμετώπιση της χώρας όπως κάθε άλλο κράτος-μέλος της Ε.Ε.

Οι δυσκολίες συνδέονται με την ανάγκη οι εθνικές προτεραιότητες να συνδεθούν με τους άξονες που προτάσσει η Ε.Ε. άμεσα και αποτελεσματικά. Δηλαδή να προκριθούν και να προωθηθούν έγκαιρα επαρκή σε αξία ώριμα δημόσια και ιδιωτικά έργα. Θα πρέπει οι μεταρρυθμίσεις και οι επενδύσεις να κριθούν και συμβατές με τους στόχους αλλά και να είναι άμεσα εφαρμόσιμες, καθώς θα υπάρχει έλεγχος για την πορεία υλοποίησής τους και συγκεκριμένα χρονικά περιθώρια.

Για παράδειγμα, η Επιτροπή προτείνει όλες οι συμβάσεις να πρέπει να ολοκληρωθούν μέσα στο 2021, για να μην “απελευθερωθούν” τα διαθέσιμα για την Ελλάδα κονδύλια, και τα χρήματα θα λαμβάνονται αφού γίνουν οι εθνικές δαπάνες χωρίς τις γνωστές προκαταβολές. Βεβαίως, μένει να φανεί τι θα συμβεί τις πιέσεις του “Βορρά” για πολύ πιο ενισχυμένες αιρεσιμότητες και για πρόσθετους όρους και ρήτρες

Οι συστάσεις

Σύμφωνα με την απόφαση του τελευταίου Ecofin αναφορικά με το πακέτο συστάσεων του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου για την Ελλάδα, θα πρέπει να επισπεύσει ώριμα έργα δημοσίων επενδύσεων, να προχωρήσει σε μέτρα στήριξης της οικονομίας στο πλαίσιο της υγειονομικής κρίσης, αλλά στη συνέχεια να διασφαλίσει δημοσιονομικές πολιτικές που θα μειώνουν το χρέος, τονώνοντας παράλληλα την επενδυτική δραστηριότητα. Επίσης να συνεχίσει τις παρεμβάσεις στο σύστημα υγείας, στην ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης, αλλά και να δώσει πολύ μεγάλη έμφαση στο τραπεζικό πεδίο και στη στήριξη της ρευστότητας στην αγορά.

Ζητείται, επίσης, να συνεχίσει και να ολοκληρώσει τις δεσμεύσεις της Ενισχυμένης Εποπτείας, όπως αυτές αποφασίστηκαν για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 2018 (και σε έναν βαθμό ενσωματώνονται στο Ευρωπαϊκό Εξάμηνο). Οι συστάσεις που αφορούν την Ελλάδα είναι πιο αναλυτικές από αρκετά άλλα κράτη-μέλη, λόγω των μεγάλων “μακροοικονομικών ανισορροπιών” που έχουν εντοπιστεί στη χώρα από το 2019, όταν εντάχθηκε στη διαδικασία του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου μετά το τέλος των Μνημονίων.

Το θετικό στοιχείο των προτάσεων της Κομισιόν είναι ότι αντιμετωπίζουν ως “γενικότητα” τους όρους της Ενισχυμένης Εποπτείας. Δηλαδή εντάσσουν την υποχρέωση επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων για τα έως 32 δισ. ευρώ που προτείνεται να διανεμηθούν στους ίδιους κανόνες με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη.

Η προετοιμασία

Η προετοιμασία έχει ήδη ξεκινήσει και σε επιστημονικό πεδίο από την ομάδα Πισσαρίδη (για να προσδιοριστεί η μακροχρόνια εθνική στρατηγική), αλλά και σε υπουργικό επίπεδο (ώστε να συγκεντρωθούν οι επενδυτικές και οι μεταρρυθμιστικές ανάγκες και εκκρεμότητες της χώρας). Επίσης σε διαβούλευση βρίσκεται το νέο εθνικό πρόγραμμα ανάπτυξης 2021- 2027, ενώ προωθείται και το πρώτο σχέδιο για το νέο ΕΣΠΑ 2021- 2027, στο οποίο θεωρείται βέβαιο ότι θα υπάρξουν αλλαγές (καθώς θα πρέπει να αναπροσαρμοστεί με βάση τις ανάγκες της υγειονομικής κρίσης, αλλά και ένα μέρος του, όπως για παράδειγμα έργα ψηφιακής πολιτικής και πράσινης ανάπτυξης, μπορεί να μεταφερθεί στο νέο πακέτο). Επιπλέον, διαμορφώνεται και η λίστα των μεγάλων έργων που θα τροφοδοτούν οποιαδήποτε από τις παραπάνω “δεξαμενές”. Σημειώνεται ότι, πέρα από τα 32 δισ. ευρώ τού υπό συζήτηση σχεδίου ανάκαμψης, υπάρχουν και τα 19 δισ. ευρώ που διεκδικεί η Ελλάδα από το νέο ΕΣΠΑ.

Οι 10 κατευθύνσεις του Ecofin

Από τη σύνοδο Ecofin εγκρίθηκαν οι βασικοί άξονες συστάσεων για το περιεχόμενο αλλά και την κατανομή του πακέτου. Σε αυτές προστίθενται οι προτάσεις της Κομισιόν για τους τομείς προτεραιότητας.

1. Όπως έγραφε το Capital.gr, η Επιτροπή εκτιμά πως, με βάση το πλήγμα που θα δεχτεί φέτος κάθε κλάδος και με την κλείδα κατανομής που προτείνει για την Ελλάδα (το 5,8% του πακέτου), προτείνεται κατά προτεραιότητα τα κονδύλια να οδεύσουν (βεβαίως η κατανομή είναι ενδεικτική) στον τουρισμό (6,87 δισ. ευρώ), στο λιανικό εμπόριο (4,9 δισ. ευρώ), στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (4,27 δισ. ευρώ), σε βιομηχανίες με μεγάλη ενεργειακή ένταση (3,75 δισ. ευρώ), σε ψηφιακές επενδύσεις (2,82 δισ. ευρώ), σε μεταφορές κάθε είδους (2,73 δισ. ευρώ), στις κατασκευές (2,3 δισ. ευρώ), στην υγεία (1,37 δισ. ευρώ) και στον αγροδιατροφικό κλάδο (1,37 δισ. ευρώ).

2. Το Ecofin συνδέει τους τομείς προτεραιότητας με τους στόχους της Ε.Ε. Δηλαδή εξειδικεύει πως η Ελλάδα πρέπει “να εστιάσει τις επενδύσεις στην πράσινη και την ψηφιακή μετάβαση”, ιδίως όσον αφορά “τις ασφαλείς και βιώσιμες μεταφορές και την εφοδιαστική, την καθαρή και αποδοτική παραγωγή και χρήση ενέργειας, τις περιβαλλοντικές υποδομές, τις ψηφιακές υποδομές πολύ υψηλής χωρητικότητας και τις ψηφιακές δεξιότητες”. Αναφέρεται, συγκεκριμένα, στις σιδηροδρομικές μεταφορές, στην οδική ασφάλεια και την αναβάθμιση κόμβων συνδυασμένων μεταφορών, καθώς και στη διαχείριση των στερεών αποβλήτων και των αστικών λυμάτων, όπου χρειάζονται περιβαλλοντικά βιώσιμες επενδύσεις. “Για τον μετασχηματισμό της Ελλάδας σε κλιματικά ουδέτερη οικονομία θα απαιτηθούν επίσης σημαντικές ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις για παρατεταμένο χρονικό διάστημα”, επισημαίνεται και συστήνει να επισπευστούν έργα μικρής κλίμακας στον τομέα της ενεργειακής απόδοσης, ανακαινίσεις κτιρίων και έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Προτείνονται και διασυνοριακές συνδέσεις για την εισαγωγή και την εξαγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και μέτρα για τη διασφάλιση της δίκαιης μετάβασης, με ειδική μνεία για το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης.

3. Ζητείται, επίσης, “να επισπεύσει ώριμα έργα δημόσιων επενδύσεων και να προωθήσει τις ιδιωτικές επενδύσεις”, μεταξύ άλλων “μέσω σχετικών μεταρρυθμίσεων“. Επισημαίνεται πως η αύξηση των επενδύσεων που ενισχύουν την ανάπτυξη σε τομείς προτεραιότητας θα συμβάλει καθοριστικά στη στήριξη πιο μακροπρόθεσμης ανάπτυξης και στη μείωση των περιφερειακών ανισοτήτων. “Το 2019, οι δημόσιες επενδύσεις υπολείπονταν των προγραμματισμένων κατά περισσότερο από 1 % του ΑΕΠ”, ενώ ανάλογη υστέρηση “σημειώθηκε κατά τα προηγούμενα έτη”. Δίνεται έμφαση στις προσπάθειες επιτάχυνσης που λαμβάνουν χώρα, αλλά “έχει καίρια σημασία η αντιμετώπιση τυχόν διοικητικών εμποδίων που απομένουν και ο καθορισμός μιας σειράς νέων έργων”. Συστήνεται η δημιουργία ειδικού μηχανισμού προετοιμασίας έργων, αποδοτικότερη εκτέλεση των δημόσιων επενδύσεων κυρίως μέσα από “περισσότερο αποδοτικές και βιώσιμες δημόσιες συμβάσεις ως αναπόσπαστου μέρους των προσπαθειών της να βελτιώσει και να εξορθολογίσει τις δημόσιες δαπάνες”. Επισημαίνεται πως, “για να το επιτύχει αυτό, θα απαιτηθεί η αντιμετώπιση των ελλείψεων που έχουν εντοπιστεί, όπως το μόνιμο φαινόμενο των αδικαιολόγητων υπερβολικά χαμηλών προσφορών, μέσω κατάλληλων νομοθετικών και διοικητικών μέτρων”.

4. Θεωρείται αναγκαίο “να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα, σύμφωνα με τη γενική ρήτρα διαφυγής”, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της πανδημίας και τη στήριξη της ανάκαμψης”. Θεωρείται αναγκαία η “πλήρης εφαρμογή των μέτρων έκτακτης ανάγκης και των υποστηρικτικών δημοσιονομικών μέτρων“.

5. Ωστόσο, “όταν το επιτρέψουν οι οικονομικές συνθήκες, να επιδιώξει την εφαρμογή δημοσιονομικών πολιτικών που αποσκοπούν στην επίτευξη συνετών μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών θέσεων και στη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους, με παράλληλη ενίσχυση των επενδύσεων”.

6. Ζητείται “να ενισχύσει την ανθεκτικότητα του συστήματος υγείας και να εξασφαλίσει επαρκή και ισότιμη πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη”. Αναφέρεται πως “πρέπει να βελτιωθεί η ικανότητα, η προσβασιμότητα και η ανθεκτικότητα του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης”, με την επισήμανση πως “οι άμεσες πληρωμές για ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας και οι άτυπες πληρωμές, στενά συνδεδεμένες με τη μη αποδοτική διαχείριση νοσοκομείων, παραμένουν υψηλές”, ενώ “πρόβλημα παραμένει η πρόσβαση” αλλά και οι πολύ υψηλές “ανάγκες υγειονομικής περίθαλψης που δεν καλύπτονται”. Αποδίδονται εύσημα στη φιλόδοξη μεταρρύθμιση της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, αλλά αναφέρεται πως δεν έχει βρεθεί ακόμη βιώσιμη λύση για τις δαπάνες υγείας.

7. Συστήνεται “να μετριάσει τις επιπτώσεις της κρίσης στην απασχόληση και την κοινωνία, μεταξύ άλλων με την εφαρμογή μέτρων όπως τα συστήματα μειωμένου ωραρίου εργασίας και με τη διασφάλιση αποτελεσματικής στήριξης της ενεργού συμμετοχής στον εργασιακό βίο”. Αποδίδονται εύσημα για τη “Συν-Εργασία” και προτείνεται η επέκταση ευέλικτων ρυθμίσεων εργασίας, όπως η τηλεργασία. “Κρίσιμης σημασίας θα είναι η παροχή επαρκούς αναπλήρωσης εισοδήματος σε όλους τους πληττόμενους εργαζομένους και στους αυτοαπασχολουμένους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αντιμετωπίζουν κενά όσον αφορά την πρόσβαση σε κοινωνική προστασία”, αναφέρεται. Επίσης προτείνεται σύστημα στήριξης ευάλωτων ιδιοκτητών κατοικιών με ενυπόθηκα δάνεια. Συστήνεται να ολοκληρωθούν επίσης οι μεταρρυθμίσεις των προγραμμάτων κατάρτισης. Ζητείται η ενεργή και ουσιαστική συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στη χάραξη πολιτικής, δράσεις για τη βελτίωση δεξιοτήτων, αλλά και θεωρείται “ουσιώδους σημασίας η αντιμετώπιση των πενιχρών εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων, η αναβάθμιση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης και η κλιμάκωση της εκπαίδευσης ενηλίκων”.

8. θα πρέπει “να εφαρμόσει ταχέως μέτρα για την παροχή ρευστότητας και τη συνεχή ροή πιστώσεων και λοιπής χρηματοδότησης προς την οικονομία, με ιδιαίτερη έμφαση στις μικρομεσαίες εταιρείες που πλήττονται περισσότερο από την κρίση”. Επίσης συστήνεται “υποστήριξη της ικανότητας του τραπεζικού τομέα να προσφέρει βιώσιμες λύσεις αναδιάρθρωσης χρέους σε βιώσιμους δανειολήπτες που πλήττονται από την κρίση”.

9. Απαιτείται “να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα και την ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης και να προωθήσει τον ψηφιακό μετασχηματισμό των επιχειρήσεων”. Η αναβάθμιση των ψηφιακών δεξιοτήτων θα παράσχει σε όλους στην Ελλάδα τη δυνατότητα ισότιμης πρόσβασης σε ηλεκτρονικές υπηρεσίες, θα βοηθήσει τις επιχειρήσεις να χρησιμοποιήσουν αποτελεσματικά την τηλεργασία και τα ηλεκτρονικά εργαλεία και θα δώσει τη δυνατότητα πλήρους συμμετοχής στην εκπαίδευση από απόσταση, αναφέρεται.

10. Ζητείται μετά την υγειονομική κρίση “να συνεχίσει και να ολοκληρώσει τις μεταρρυθμίσεις σύμφωνα με τις μεταπρογραμματικές δεσμεύσεις που δόθηκαν στο πλαίσιο της Ευρωομάδας στις 22 Ιουνίου 2018 για την επανεκκίνηση της βιώσιμης οικονομικής ανάκαμψης”. Αναφέρεται πως η “Ελλάδα δεσμεύτηκε να εφαρμόσει ειδικά μέτρα που συνδέονται με τις δημοσιονομικές και τις δημοσιονομικές-διαρθρωτικές πολιτικές, την κοινωνική πρόνοια, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τις αγορές εργασίας και προϊόντων, τις ιδιωτικοποιήσεις, τη λειτουργία του δικαστικού συστήματος, τη δημόσια διοίκηση και την καταπολέμηση της διαφθοράς. Αυτές οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αποκτούν όλο και μεγαλύτερη σημασία για τις προσπάθειες της Ελλάδας να επανεκκινήσει την οικονομία της”. Γίνεται αναφορά στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα εμφανίζει “υπερβολικές μακροοικονομικές ανισορροπίες”, κυρίως σε σχέση με “το υψηλό δημόσιο χρέος, το μεγάλο απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών και τον εξωτερικό τομέα, σε ένα πλαίσιο χαμηλής ακόμη δυνητικής ανάπτυξης και υψηλής ανεργίας”. Πιο πολύ από όλα θεωρείται “κρίσιμης σημασίας στην παρούσα κατάσταση να διατηρηθεί η προσήλωση στην αναδιοργάνωση των τραπεζών με σκοπό να διατηρηθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και να αποδεσμευτούν πόροι στον τραπεζικό τομέα, ώστε να καταστεί δυνατή η χρηματοδότηση της οικονομικής ανάκαμψης”. Αναφέρεται σε κινδύνους και προκλήσεις που “περιλαμβάνουν ένα ακόμα υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων, κεφαλαιακή θέση σύμφωνη με τις κεφαλαιακές απαιτήσεις, αλλά αντιμέτωπη με αυξανόμενη ζήτηση κεφαλαίων μεσοπρόθεσμα, καθώς και χαμηλή κερδοφορία, εξαρτώμενη από την αύξηση της δανειοδότησης”.

Νέο “ραντεβού” τον Ιούλιο για το σχέδιο ανάκαμψης

Χωρίς “λευκό καπνό” ολοκληρώθηκε το απόγευμα της Παρασκευής η 4ωρης διάρκειας Σύνοδος Κορυφής, η οποία έγινε μέσω τηλεδιάσκεψης. Είναι χαρακτηριστικό πως δεν προσδιορίστηκε καν ο χρόνος της επόμενης Συνόδου του Ιουλίου, που θα γίνει με φυσική παρουσία και επί γερμανικής προεδρίας, με την ελπίδα να υπάρξει συμβιβαστική λύση και να μπορέσει να αρχίσει να ρέει το χρήμα από την Ε.Ε. μέσα στο α’ τρίμηνο του 2021.

Στο τραπέζι τέθηκε η πρόταση της Κομισιόν για το σχέδιο ανάκαμψης των 750 δισ. ευρώ (που μπορεί να οδηγήσει σε χρηματοδότηση έως 32 δισ. ευρώ για την Ελλάδα, από τα οποία τα 22,5 δισ. ευρώ είναι επιδοτήσεις και τα υπόλοιπα δάνεια), αλλά και ο νέος Πολυετής Προϋπολογισμός της Ε.Ε. (MFF 2021-2027), που προτείνεται να διαμορφωθεί σε 1,1 τρισ. ευρώ (η Ελλάδα φιλοδοξεί να λάβει περί τα 19 δισ. ευρώ, αυξάνοντας το συνολικό πακέτο των χρηματοδοτήσεων στα 51 δισ. ευρώ).

Η Επιτροπή προτείνει το σχέδιο ανάκαμψης να διαρκέσει έως και το 2024, με αναλογία 500 δισ. ευρώ επιδοτήσεων και 250 δισ. ευρώ δανείων. Προτείνεται η διανομή να είναι διασφαλισμένη έως και το τέλος του 2021 και στη συνέχεια προτείνεται να “απελευθερωθούν” τα κονδύλια για να τα χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε κράτος-μέλος.

Η πιο μεγάλη διαφωνία φαίνεται να είναι η κατανομή του πακέτου, που ευνοεί ιδιαίτερα την Ελλάδα (προτείνεται να διατεθεί το 5,8%, με έμφαση σε δείκτες όπως είναι η ανεργία και η επίπτωση της κρίσης). Τα κράτη του “Βορρά” (Ολλανδία, Αυστρία, Δανία και Σουηδία) διαφωνούν και με το συνολικό ύψος του πακέτου, με την αναλογία επιδοτήσεων/δανείων. Κράτη όπως η Ιρλανδία και το Βέλγιο ζητούν ενσωμάτωση των επιπτώσεων από το Brexit, ενώ διαφωνίες εκφράζουν και χώρες του “κέντρου”, όπως η Φινλανδία, η Λιθουανία και η Ουγγαρία.

Πηγή: