
[ad_1]
Της
Ελευθερίας Κούρταλη
Η πορεία των αγορών το επόμενο διάστημα και, κυρίως, το εάν θα επιστρέψουν σε ανοδική πορεία ή θα μπουν σε νέα φάση διόρθωσης αποτελεί για τους αναλυτές ένα εξαιρετικά δύσκολο αίνιγμα, κάτι που αποτυπώνεται ξεκάθαρα στις εκθέσεις που δημοσιεύουν οι ξένοι οίκοι το τελευταίο διάστημα.
Ορισμένοι βλέπουν επιστροφή στο ράλι, άλλοι εκτιμούν πως ένα νέο sell-off είναι πιθανό, ενώ κάποιοι μάλιστα αναγκάζονται να… αλλάξουν τη στάση τους μέσα σε διάστημα λίγων ημερών.
Αυτός ο απόλυτος διχασμός μεταξύ των αναλυτών σε ό,τι αφορά την επενδυτική στρατηγική αποδεικνύει τις εξαιρετικά δύσκολες και πλήρως απρόβλεπτες συνθήκες που έχει δημιουργήσει το σοκ της πανδημίας
του κορονοϊού
.
Από τις αρχές του 2020, όταν ξέσπασε η πανδημία, υπήρχε έντονος διχασμός για το… τι μέλλει γενέσθαι. Κανείς, ωστόσο, δεν είχε προβλέψει το
εκρηκτικό ράλι
που σημείωσαν οι μετοχές από τα χαμηλά του Μαρτίου, “αδιαφορώντας” για την εξάπλωση της πανδημίας, στα μαζικά lockdowns και στις προβλέψεις για ιστορική ύφεση διεθνώς
.
Ο λόγος φυσικά για το εντυπωσιακό αυτό ράλι ήταν ξεκάθαρος: τα
πρωτοφανή πακέτα τόνωσης
στα οποία προχώρησαν άμεσα οι κυβερνήσεις αλλά και οι “θεσμοί”, με τις κεντρικές τράπεζες να ξεχειλίζουν με ρευστότητα της αγορές και να στηρίζουν έτσι όλα τα assets.
Το ράλι αυτό, ωστόσο, στις αρχές του καλοκαιριού έβαλε
στοπ
και έδωσε τη θέση του στη μεταβλητότητα. Αν και οι αμερικανικοί δείκτες συνέχισαν να φλερτάρουν με τα ιστορικά υψηλά –
ο
Nasdaq
βρέθηκε σε επίπεδα ρεκόρ
– και οι ευρωπαϊκές αγορές με πολυετή ρεκόρ, οι πωλητές… ξεθάρρεψαν, οι ρευστοποιήσεις εντάθηκαν, οδηγώντας σε μία νέα φάση έντονων διακυμάνσεων και συχνών διορθώσεων στις αγορές διεθνώς. Ο λόγος ήταν ο φόβος ενός νέου κύματος έξαρσης της πανδημίας μετά και το άνοιγμα των περισσότερων οικονομιών και κυρίως του τουρισμού.
Οι αναλυτές με αυτά τα ρευστά δεδομένα στα χέρια τους προσπαθούν να προβλέψουν πώς θα κυλήσει η συνέχεια για τις αγορές, με τους ιδιώτες επενδυτές που τους διαβάζουν να βρίσκονται σε… πλήρη σύγχυση.
Άλλοι λένε αγοράστε μετοχές έρχεται νέο ράλι, άλλοι προτρέπουν να μείνουν μακριά από τις μετοχές
και συστήνουν επιφυλακτικότητα, και άλλοι αλλάζουν τις απόψεις τους ανάλογα και με τα νέα δεδομένα στην οικονομία και τη ροή της ειδησεογραφίας γύρω από την εξέλιξη του κορονοϊού.
Ανάλογη είναι και η… συμπεριφορά μεταξύ των θεσμικών επενδυτών, των μεγάλων επενδυτικών σπιτιών δηλαδή.
Μεγαλοεπενδυτές και γκουρού των αγορών δηλώνουν ότι αυξάνουν τις θέσεις τους στα risk assets και άλλοι τις μειώνουν
. Αυτό ωστόσο το στοιχείο που έχουν οι μετοχές, το ρίσκο δηλαδή, είναι ο παράγοντας που οδηγεί και στις διαφορετικές απόψεις που λαμβάνουμε από τους “ειδικούς”.
Ενδεικτικές της σύγχυσης είναι μερικές πρόσφατες εκτιμήσεις ξένων οίκων αναλυτών. Πριν από μερικές ημέρες, η Deutsche Bank και η Capital Economics σημείωναν πως ένα δεύτερο κύμα της πανδημίας δεν εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε νέο πανικό στις αγορές χάρη στη στήριξη των κεντρικών τραπεζών, ενώ αντίθετα αναμένεται περαιτέρω ράλι στις μετοχές.
Η Deutsche Bank δήλωνε overweight στις μετοχές, τονίζοντας πως η αύξηση κρουσμάτων του κορονοϊού διεθνώς καθώς και οι προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το φθινόπωρο αποτελούν τις μεγαλύτερες αβεβαιότητες στο β’ εξάμηνο, ωστόσο δεν αναμένεται να “τρομάξουν” τους επενδυτές. Τα πρόσφατα στοιχεία από το μέτωπο της οικονομίας ήταν πολύ καλύτερα από τις προσδοκίες, ενώ ένας μεγάλος αριθμός οικονομικών δεικτών διεθνώς υποδηλώνουν ότι η εμπιστοσύνη των εταιρειών και των καταναλωτών κινείται σε εξαιρετικά καλά επίπεδα.
Από την πλευρά της η Capital Economics τόνισε πως η άνοδος των κρουσμάτων του κορονοϊού είναι απίθανο να προκαλέσει νέο πανικό στις αγορές, όπως αυτόν που είδαμε τον Μάρτιο και λόγω της στήριξης που έχουν δώσει οι κεντρικές τράπεζες και έτσι τα risk assets θα ανακάμψουν περαιτέρω το δεύτερο εξάμηνο του 2020. Οι πολιτικές που υιοθετήθηκαν στην κορυφή του πανικού των επενδυτών για την υποστήριξη των οικονομιών και των αγορών θα παραμείνουν άθικτες, οι οικονομίες θα συνεχίσουν να ανακάμπτουν από την ύφεση που προκάλεσαν τα lockdowns, ενώ οι αποτιμήσεις των μετοχών δεν είναι ιδιαίτερα “τεντωμένες”, σε σύγκριση και με τα ράλι του παρελθόντος τα οποία ακολούθησαν σημαντική επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας ή κάποιο μεγάλο οικονομικό σοκ.
Ωστόσο, η Capital Economics επανήλθε την περασμένη εβδομάδα με νέα έκθεση, δηλώνοντας πως… τελικά η ταχύτατη αύξηση των νέων κρουσμάτων διεθνώς και ειδικά στις ΗΠΑ έχει αρχίσει και θέτει σε κίνδυνο τις αισιόδοξες προβλέψεις της. Αν και τα risk assets έχουν έως τώρα αποδειχθεί ανθεκτικά στην αύξηση των κρουσμάτων, η C.E. εκτιμά πως δεν θα μείνουν αλώβητες εάν η έξαρση των κρουσμάτων υπονομεύσει σημαντικά την ανάκαμψη της οικονομίας.
Τη στάση της για τις αγορές μετέβαλλε και η Citi, δηλώνοντας επιφυλακτική παρά την τεράστια στήριξη των κεντρικών τραπεζών διεθνώς, καθώς και τα σημάδια ανάκαμψης που εμφανίζονται στους οικονομικούς δείκτες διεθνώς από τη ζημιά που προκάλεσαν τα lockdowns. Οι προβλέψεις της Citi δείχνουν ότι οι παγκόσμιες μετοχές είναι πιο ακριβές από ό,τι πιστεύουν οι επενδυτές, με τους δείκτες P/Ε να διαπραγματεύονται πολύ υψηλότερα από ό,τι οι μέσες εκτιμήσεις των αναλυτών.
Όπως τονίζει η αμερικάνικη τράπεζα, εξακολουθεί να ανησυχεί για τα ποσοστά μετάδοσης της Covid-19 στις ΗΠΑ και σε κάποιες αναδυόμενες αγορές. Το ράλι στις παγκόσμιες μετοχές αντικατοπτρίζει εν μέρει ότι οι αγορές κοιτούν πέραν αυτών των ανησυχιών και προς ένα πιθανό εμβόλιο το 2021, ωστόσο, όπως προειδοποιεί η Citi, αυτές οι ελπίδες μπορεί να αποδειχθούν πρόωρες και εκτιμά πως οι παγκόσμιες μετοχές θα εξακολουθούν να βρίσκονται στα τρέχοντα επίπεδα στα μέσα του 2021.
Αισιόδοξη για τα ευρωπαϊκά assets εμφανίστηκε η Goldman Sachs, ενώ η BlackRock προχώρησε σε αναβάθμιση σε overweight της στάσης της απέναντι στις ευρωπαϊκές μετοχές και στην υποβάθμιση των μετοχών των HΠΑ (neutral από overweight) καθώς και των αναδυόμενων αγορών, λόγω της εκτόξευση των νέων κρουσμάτων. Όπως τόνισε, οι κίνδυνοι για τις αγορές των ΗΠΑ περιλαμβάνουν την κόπωση της πολιτικής, την επανεμφάνιση του ιού, την εντατικοποίηση των εντάσεων ΗΠΑ-Κίνας και μια ταραχώδη εκλογική περίοδο.
Η J.P. Morgan, ενώ πριν από δύο περίπου εβδομάδες είχε εκτιμήσει ότι βρισκόμαστε σε bull market, την περασμένη εβδομάδα προχώρησε σε υποβάθμιση της αμερικανικής αγοράς από overweight σε neutral, ενώ τόνισε πως πλέον η σχέση ρίσκου-απόδοσης για τις μετοχές δεν είναι ελκυστική για το β’ εξάμηνο του 2020 και πως η πίεση που θα ασκηθεί στις αγορές θα είναι παρατεταμένη.
Είναι ξεκάθαρο
πως η πορεία της πανδημίας είναι αυτή που διαμορφώνει τις απόψεις των αναλυτών
και καθώς τα στοιχεία συνεχώς αλλάζουν, είναι… επόμενο οι απόψεις τους να είναι διαφορετικές έως και αντίθετες.
Οι στρατηγικοί αναλυτές της Wall Street, άλλωστε, είναι
έντονα διχασμένοι
για το μέλλον των μετοχών, με βάση τις εκτιμήσεις τους για το επίπεδο του S&P 500 στα τέλη του 2020, καθώς η διαφορά μεταξύ του υψηλότερου και του χαμηλότερου στόχου αγγίζει το 28% που είναι και το μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ των προβλέψεων των αναλυτών από το 2009.
Για παράδειγμα, οι αναλυτές της
Bank of America
τοποθετούν στις 2.900 μονάδες το επίπεδο του αμερικάνικου δείκτη στα τέλη του 2020, από 2.600-3.100 μονάδες που έβλεπαν πριν, ενώ οι αναλυτές της
Goldman Sachs
αύξησαν το χαμηλό των εκτιμήσεών τους για το επίπεδο του S&P 500 στο επόμενο τρίμηνο, στις 2.750 μονάδες από 2.400 μονάδες στα τέλη Μαΐου.
Ανάλογη είναι και η εικόνα από το “μέτωπο” των επενδυτών. Σε πρόσφατη δημοσκόπηση της DataTrek Research, όταν ερωτήθηκαν σε ποιο επίπεδο εκτιμούν ότι ο δείκτης S&P 500 θα τελειώσει το έτος, το ένα πέμπτο προέβλεψαν άνοδο άνω του 10% από τα τρέχοντα επίπεδα, ενώ ανάλογο ποσοστό επενδυτών προέβλεψε πτώση άνω του 10%.
Αυτός ο διχασμός είναι ίσως κατανοητός μετά από αυτά που βιώσαμε στις αγορές φέτος. Οι μετοχές μπήκαν στην ταχύτερη
bear market
της ιστορίας τους τον Μάρτιο, ενώ στη συνέχεια ακολούθησε το ταχύτερο ιστορικά ράλι 50 ημερών εδώ και εννέα δεκαετίες.
Ενώ οι επενδυτές είναι αισιόδοξοι για μια γρήγορη οικονομική ανάκαμψη από την πανδημία του κορονοϊού, οι προοπτικές είναι ομιχλώδεις, καθώς τα κρούσματα συνεχίζουν να αυξάνονται και αναδύονται νέοι κίνδυνοι. Ας μην ξεχνάμε πως οι επενδυτές έχουν ήδη αρχίσει να “κοιτούν” τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου στις ΗΠΑ και τις πιθανότητες αστάθειας περίπου εκείνη την εποχή.
Σε κάθε περίπτωση, η πορεία των αγορών εξαρτάται από την όρεξη που έχουν τα funds και οι επενδυτές για ρίσκο και τη διάθεση να τοποθετήσουν στις μετοχές τη ρευστότητα που διαθέτουν.
Αν η διάθεση είναι risk-on οι προβλέψεις για τις αγορές είναι αισιόδοξες, αν υπάρχει αποφυγή του ρίσκου τότε η στροφή προς τις θέσεις σε μετρητά παίρνει τη θέση των όποιων τοποθετήσεων.
Το κλειδί σε αυτήν την περίοδο έκτακτων συνθηκών για τις αγορές είναι ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μία υγειονομική κρίση και όχι μία κρίση η οποία μπορεί να ποσοτικοποιηθεί. Πάντα, βέβαια, το στοιχείο της αβεβαιότητας είναι υπαρκτό, καθώς κανείς δεν μπορεί να προβλέψει το μέλλον. Ωστόσο αυτήν τη φορά η αβεβαιότητα είναι το κύριο συστατικό.
Δεν υπάρχει θεραπεία, δεν υπάρχει εμβόλιο, κανείς δεν ξέρει πώς θα “αντιδράσει” ο ιός στη συνέχεια
– με τις όποιες σχετικές επακόλουθες επιπτώσεις στις οικονομίες, οπότε είναι δύσκολο έως αδύνατο να προβλέψει κανείς με ασφάλεια το τι μπορεί να συμβεί στις αγορές.
Η απόλυτη αυτή αβεβαιότητα εξηγεί άλλωστε το
ασταμάτητο ράλι
στο οποίο έχει επιδοθεί ο
χρυσός
καθώς και τα
κρατικά ομόλογα.
Αυτά τα assets είναι η νούμερο ένα επιλογή σε περιόδους οικονομικής αβεβαιότητας. Έτσι, παρά τα πάνω και τα κάτω που βιώνουν οι μετοχές, η μόνη σταθερά το τελευταίο διάστημα ήταν οι όλο και πιο έντονες τοποθετήσεις των επενδυτών στο πολύτιμο μέταλλο καθώς και στα ομόλογα.
Πρόσφατα, η
Goldman
Sachs
αύξησε τις εκτιμήσεις της για την πορεία της τιμής του χρυσού και προβλέπει πως στο επόμενο εξάμηνο θα αγγίξει τα 1.900 δολ. η ουγκιά και στο 12μηνο θα
φτάσει τα 2.000 δολ. η ουγκιά
(από 1.600, 1.650, 1.800 δολ. πριν, αντίστοιχα) και διατήρησε τη σύστασή της για long θέσεις στο πολύτιμο μέταλλο.
Είναι χαρακτηρισμό πως ο χρυσός πλέον διαπραγματεύεται στα υψηλά 11 ετών ενώ τα περισσότερα
κρατικά ομόλογα –συμπεριλαμβανομένων και των ελληνικών– έχουν επιστρέψει σε επίπεδα προ-πανδημίας
, στην κανονικότητα δηλαδή. Μάλιστα,
το 90% των κρατικών ομολόγων διεθνώς έχουν πλέον απόδοση κάτω του 1%,
ενώ σε προ πανδημίας επίπεδα και σε αυτά του Φεβρουαρίου έχει επιστρέψει η “δεξαμενή” των κρατικών ομολόγων της Ευρωζώνης που έχουν αρνητικές αποδόσεις, αγγίζοντας τα 5,24 τρισ. ευρώ ή το 61% του συνόλου της αγοράς των 8,6 τρισ. ευρώ. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Tradeweb, η αξία των ομολόγων μετά τις αρνητικές αποδόσεις τον Μάιο ανερχόταν στα 4,73 τρισ. ευρώ. Παράλληλα, περίπου το 10% ή 332 δισ. ευρώ από το σύνολο των 3,39 τρισ. ευρώ των εταιρικών ομολόγων στην Ευρώπη διαπραγματεύονται επίσης με αρνητικές αποδόσεις (σε σύγκριση με 99 δισ. ευρώ τον Μάιο), που είναι και το υψηλότερο επίπεδο από τον Μάρτιο.
Ενδεικτική της αβεβαιότητας και των εξαιρετικά δύσκολων συνθηκών που βρίσκονται οι αγορές με την αδυναμία να προβλέψει κανείς το “αύριο” να είναι έντονη, είναι και η είδηση που “έσκασε” την περασμένη εβδομάδα ότι
η Lansdowne
Partners
αποφάσισε να κλείσει το μεγαλύτερό της fund και να απομακρυνθεί από την πρακτική του σορταρίσματος.
Το γνωστό –και για τα μεγάλα αρνητικά του στοιχήματα έναντι των ελληνικών μετοχών– fund της Lansdowne, αντί να βγάλει κέρδη από το sell-off των αγορών στις αρχές του έτους,
σημείωσε στο εξάμηνο τις χειρότερες αποδόσεις στην ιστορία του.
Επίσης έπεσε έξω και στα long στοιχήματά του, που σημαίνει πως έχασε το ράλι του Μαρτίου-Ιουνίου. Τα short funds, που θεωρητικά θα έπρεπε να ήταν οι μεγάλοι κερδισμένοι του σοκ στις αγορές τον Φεβρουάριο-Μάρτιο, βρίσκονται σε δεινή κατάσταση καθώς φέτος σημειώνουν ζημιές, ενώ και τα long funds δεν κατάφεραν να βγάλουν κέρδη το τελευταίο διάστημα. Η κίνηση της Lansdowne αποτελεί μία πολύ καλή απόδειξη της απόλυτης έλλειψης ορατότητας που υπάρχει αυτήν τη στιγμή στις αγορές.
[ad_2]
Πηγή : CAPITAL