Με επιτόκια αρκετά… αλμυρά, που θα ξεπερνούν, σύμφωνα με πληροφορίες, και το 5% για τις μικρότερες επιχειρήσεις, σχεδιάζουν να δώσουν οι τράπεζες τα δάνεια με κρατικές εγγυήσεις, για τα οποία οι αιτήσεις αναμένεται ότι θα αρχίσουν να «τρέχουν» στις αρχές του Ιουνίου.

Τα δάνεια με την εγγύηση του Ταμείου Εγγυοδοσίας της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας θα καλύπτονται το καθένα με κρατική εγγύηση 80% (στο σύνολο αυτού του χαρτοφυλακίου θα προβλέπεται κάλυψη με εγγυήσεις έως και για το 40% του ύψους των δανείων). Αυτό σημαίνει ότι, σε αντίθεση με τα δάνεια του ΤΕΠΙΧ ΙΙ, όπου υπήρχε μόνο επιδότηση του επιτοκίου από κράτος, τα δάνεια του επόμενου προγράμματος θα έχουν πολύ μικρότερο βαθμό κινδύνου για τις τράπεζες.

Επιπλέον, οι τράπεζες θα μπορούσαν να περάσουν στις επιχειρήσεις κάποια από τα οφέλη που θα αντλήσουν από τα ειδικά προγράμματα της ΕΚΤ για την πανδημία. Για παράδειγμα, όπως σημείωνε πρόσφατα η Moody’s, έχουν ανεβάσει στα 21,5 δισ. ευρώ το δανεισμό τους από το πρόγραμμα TLTRO με αρνητικό επιτόκιο 0,50%, χρησιμοποιώντας ως εγγύηση κρατικά ομόλογα και κερδίζοντας σημαντικά ποσά από το αρνητικό επιτόκιο δανεισμού.

Επίσης -και αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό- τα δάνεια με κρατικές εγγυήσεις, με πρόσφατη απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, αξιολογούνται εποπτικά σαν δάνεια προς το Ελληνικό Δημόσιο, άρα εμπίπτουν στην ίδια κατηγορία με τα κρατικά ομόλογα, παραμένοντας εκτός σταθμισμένου σύμφωνα με τον κίνδυνο ενεργητικού, δηλαδή δεν απαιτείται οι τράπεζες να κρατούν «στην άκρη» κεφάλαια για να καλύψουν τον κίνδυνο.

Παρ’ όλα αυτά, το κόστος δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων, ανάλογα με το μέγεθός τους, εκτιμάται ότι θα ενσωματώσει μια πολύ μικρή έκπτωση, σε σχέση με τα τρέχοντα επιτόκια των τραπεζικών δανείων, που κυμαίνονται από 4% – 6%, ανάλογα με το μέγεθος της επιχείρησης. Σημειώνεται ότι το μέσο επιτόκιο δανεισμού της ευρωζώνης για τα μικρά δάνεια, έως 250.000 ευρώ, είναι χαμηλότερο από 2%, κάτι που σημαίνει ότι ακόμη και με την εγγύηση του Δημοσίου οι ελληνικές επιχειρήσεις θα δανείζονται με υπερδιπλάσιο κόστος από τις επιχειρήσεις της ευρωζώνης.

Μια δικαιολογία που προβάλλεται από την πλευρά των τραπεζών για τη διατήρηση υψηλών επιτοκίων και στο πρόγραμμα εγγυημένων δανείων είναι ότι οι πιθανές επισφάλειες θα έχουν υψηλό διαχειριστικό κόστος για τις τράπεζες, δεδομένου ότι θα είναι υποχρεωμένες να «κυνηγήσουν» οι ίδιες το δανειολήπτη που θα βρεθεί σε καθυστέρηση, ενώ οι κρατικές εγγυήσεις θα ενεργοποιούνται μόνο αν και στο βαθμό που μείνει ανείσπρακτο κάποιο υπόλοιπο δανείου.

Σε κάθε περίπτωση, οι επιχειρήσεις που θα προστρέξουν στις τράπεζες για εγγυημένα δάνεια θα πρέπει να γνωρίζουν ότι το κόστος δανεισμού θα είναι σχετικά υψηλό. Υπενθυμίζεται ότι με το νέο πρόγραμμα που θα «τρέξει» η Αναπτυξιακή Τράπεζα, σε συνεργασία με τις εμπορικές τράπεζες (οι σχετικές συμβάσεις οριστικοποιούνται αυτές τις ημέρες) θα υπάρξει ένα «οπλοστάσιο» 2 δισ. ευρώ για την παροχή εγγυήσεων, που θα μοχλευθούν από τις τράπεζες για να δοθούν δάνεια έως και 7 δισ. ευρώ.

Το ύψος του δανείου που θα δικαιούται κάθε επιχείρηση δεν θα μπορεί να είναι μεγαλύτερο από το διπλάσιο του ετήσιου μισθολογικού κόστους για το 2019, ή από το 25% του κύκλου εργασιών (όποιο είναι μεγαλύτερο). Τα δάνεια θα δοθούν με διάρκεια έως 5 έτη, χωρίς να υπάρχουν περιορισμοί ως προς τις δικαιούχους επιχειρήσεις: θα μπορούν να λάβουν δάνεια επιχειρήσεις όλων των κλάδων, ανεξαρτήτως μεγέθους, ακόμη και όσες υπάγονται στον ευρύτερο αγροτικό τομέα, οι οποίες δεν μπορούσαν να ενταχθούν σε άλλα προγράμματα. Οι επιχειρήσεις θα είναι υποχρεωμένες να πληρώνουν προμήθεια εγγύησης στο Δημόσιο έως 2%.

Πηγή: