Η αύξηση των ενοικίων συνεχίζεται αμείωτη σε όλη τη χώρα, με τον πρόεδρο του Συλλόγου Μεσιτών Αττικής να αναφέρει ότι το 2024 οι αυξήσεις ανήλθαν σε περίπου 8,5%. Σε ορισμένες περιοχές της Αττικής, οι τιμές έχουν διπλασιαστεί μέσα σε οκτώ χρόνια. Παρά την ύπαρξη περίπου 800.000 κλειστών ακινήτων, οι τιμές των ενοικίων αναμένεται να παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα, με τις υπάρχουσες ρυθμίσεις να μην αποδίδουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Σύμφωνα με τον Λευτέρη Ποταμιάνο, η μέση τιμή ενοικίου στην Αττική ανέρχεται στα 10,57 ευρώ/τ.μ., με την αύξηση αυτή να είναι μικρότερη σε σχέση με το 2023, όταν η αύξηση είχε φτάσει το 13,5%. Η δυσανάλογη αύξηση των ενοικίων σε σχέση με την αύξηση του εισοδήματος είναι επίσης ανησυχητική, καθώς οι μέσες μηνιαίες αποδοχές το 2024 ανήλθαν στα 1.342 ευρώ.
Σε ορισμένες περιοχές, όπως το Παγκράτι και η Γλυφάδα, οι τιμές ενοικίων έχουν αυξηθεί κατά 60-70% τα τελευταία οκτώ χρόνια. Ειδικότερα, στο Παγκράτι, ένα διαμέρισμα 100 τ.μ. που ενοικιαζόταν στα 500 ευρώ πριν από οχτώ χρόνια, τώρα ζητείται από 800 ευρώ και πάνω.
Η Ελλάδα κατέχει το υψηλότερο ποσοστό υπερβολικής επιβάρυνσης από το κόστος στέγασης στην ΕΕ, με το 28,5% του πληθυσμού να διαβιώνει σε νοικοκυριά όπου το στεγαστικό κόστος υπερβαίνει το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος. Για τα άτομα του φτωχότερου εισοδηματικού πεμπτημορίου, το ποσοστό αυτό φτάνει το 85,3%.
Ο κ. Ποταμιάνος εκφράζει την απαισιοδοξία του σχετικά με ενδεχόμενη μείωση των τιμών, σημειώνοντας ότι δεν διαφαίνεται κάποια αποσυμπίεση στην αγορά. Η ύπαρξη 800.000 κλειστών ακινήτων, εκ των οποίων 255.000 στην Αττική, επιτείνει το πρόβλημα.
Τα κυβερνητικά μέτρα για τη βραχυχρόνια μίσθωση και τη «χρυσή βίζα» θεωρούνται επιδερμικά και δεν αγγίζουν τα βασικά ζητήματα της στεγαστικής κρίσης. Η λύση θα μπορούσε να έρθει μέσω πίεσης στις τράπεζες για την απελευθέρωση ακινήτων στην αγορά και την ανάπτυξη κοινωνικών κατοικιών για ευάλωτες ομάδες.