Σύμφωνα με την kathimerini.gr, την άνοιξη του φοβερού 2020, όταν εν μέσω του πρώτου κύματος της πανδημίας η τότε κυβέρνηση Τραμπ αποφάσισε να στείλει τις πρώτες επιταγές στα αμερικανικά νοικοκυριά, οι Αρχές βρέθηκαν προ μιας δυσάρεστης έκπληξης: για περισσότερους από ένα εκατομμύριο Αμερικανούς δεν υπήρχε καμία διεύθυνση για να στείλουν την επιταγή.
Η οικονομική, στρατιωτική και διπλωματική υπερδύναμη, η πλουσιότερη και ισχυρότερη χώρα στον κόσμο είχε ακόμη και προ πανδημίας πολλούς άστεγους, ανθρώπους που ζουν σε σκηνές στον δρόμο, όταν σε μεγάλο μέρος της χώρας οι θερμοκρασίες τον χειμώνα μπορούν να προκαλέσουν τον θάνατό τους.
Και βέβαια η πανδημία, όπως και σε πολλά άλλα επίπεδα, εκτιμάται ότι έχει λειτουργήσει ως καταλύτης πολλαπλασιάζοντας τον αριθμό των αστέγων και όσων ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. Η εικόνα που έχει προκύψει στο μεταξύ από όσα στοιχεία έχουν δοθεί έκτοτε στη δημοσιότητα, σκιαγραφεί ανάγλυφα το διαρκώς διευρυμένο χάσμα της ανισότητας. Ένα χάσμα που μεγάλωσε περαιτέρω εξαιτίας της πανδημίας, τόσο γεωγραφικώς όσο και ταξικώς, τόσο μεταξύ φτωχών και πλούσιων χωρών, όσο και μεταξύ φτωχών και πλούσιων πολιτών στο εσωτερικό των χωρών.
Οι πρώτες έρευνες κατέδειξαν πως τα συνεπακόλουθα της πανδημίας, η μαζική ανεργία πρωτίστως, καθώς 10 εκατ. Αμερικανοί έχασαν τη δουλειά τους εξαιτίας της, αλλά και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν τα χαμηλά εισοδήματα όταν αναζητούν στέγη, θα οδηγούσαν σε δραματική αύξηση των αστέγων της χώρας κατά 45%. Ερευνα του Πανεπιστημίου Columbia έδειξε ότι το 2020 η φτώχεια στις Ηνωμένες Πολιτείες αυξήθηκε 16,7%, ενώ έρευνα του Πανεπιστημίου Notre Dame και του Πανεπιστημίου του Σικάγου διαπιστώνει ότι κατά τους μήνες της πανδημίας διολίσθησαν στη φτώχεια έξι εκατομμύρια άτομα στις ΗΠΑ.
Οπως ανέφερε σε πρόσφατη συνέντευξή του ο οικονομολόγος Ανγκους Ντίτον, ο οποίος το 2015 πήρε το Νομπέλ Οικονομίας για την εργασία του που αφορούσε την κατανάλωση, τη φτώχεια και το κοινωνικό κράτος, η διεύρυνση της ανισότητας σχετίζεται κυρίως με τις θέσεις εργασίας και τους περιορισμούς που επέβαλαν οι χώρες στην οικονομική δραστηριότητα για να ανακόψουν τη μετάδοση της πανδημίας, οι οποίοι έπληξαν δυσανάλογα τους φτωχότερους εργαζομένους, προκαλώντας και τη μεγαλύτερη στη σύγχρονη ιστορία μείωση του παγκόσμιου ΑΕΠ.
Όταν όμως εκατομμύρια άνθρωποι έχαναν τις θέσεις εργασίας και τα εισοδήματά τους, οι πλούσιοι γίνονταν πλουσιότεροι, όπως εύκολα διαπιστώνει κανείς από τη διαστημική εκτόξευση που σημείωσαν οι περιουσίες των πλουσιότερων ανθρώπων στον κόσμο, όπως ο Ελον Μασκ, ιδρυτής της βιομηχανίας ηλεκτροκίνητων οχημάτων Tesla, ο Μαρκ Ζούκερμπεργκ, ιδρυτής του δημοφιλέστερου μέσου κοινωνικής δικτύωσης, Facebook, ο Μπιλ Γκέιτς, ιδρυτής του κολοσσού των ηλεκτρονικών υπολογιστών και του λογισμικού, Microsoft, ο Τζεφ Μπέζος, ιδρυτής του γίγαντα του ηλεκτρονικού εμπορίου, Amazon, και γενικότερα οι γνωστοί «βαρώνοι» της υψηλής τεχνολογίας. Σύμφωνα με σχετική έρευνα του Bloomberg, οι 10 πλουσιότεροι άνθρωποι στον κόσμο, στους οποίους ανήκουν οι εν λόγω «βαρώνοι», αύξησαν τον πλούτο τους κατά 319 δισ. δολάρια μέσα στο 2020.
Οι νέες ψηφιακές ανάγκες «απογείωσαν» τους τεχνολογικούς κολοσσούς
Είναι γεγονός ότι αυτή η αιφνιδιαστική εκτίναξη του πλούτου των «βαρόνων» οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην άνοδο των τιμών των μετοχών τους. Οφείλεται όμως παράλληλα και στην ιλιγγιώδη αύξηση της ζήτησης για τις υπηρεσίες που προσφέρουν οι τεχνολογικοί κολοσσοί, καθώς αυτές κατέστησαν αναγκαίες στη διάρκεια της πανδημίας, που υπαγόρευσε την εκτεταμένη τηλεργασία, τις τηλεδιασκέψεις, την τηλεκπαίδευση και το ηλεκτρονικό εμπόριο. Οπως ανέφερε μέσα στην εβδομάδα η διεθνής οργάνωση για την καταπολέμηση της φτώχειας, η Oxfam, σχετική έρευνα της Credit Suisse κατέδειξε πως από τον Μάρτιο του 2020 και μέχρι το τέλος του περασμένου έτους συνολικά ο πλούτος των δισεκατομμυριούχων του κόσμου αυξήθηκε κατά 3,9 τρισ. δολάρια. Το ΔΝΤ έχει άλλωστε τονίσει ότι στη διάρκεια του 2020 η διεύρυνση της ανισότητας ήταν ραγδαία και σαφώς μεγαλύτερη από την αντίστοιχη που έχει σημειωθεί σε προηγούμενες παγκόσμιες οικονομικές και χρηματοπιστωτικές κρίσεις. Το Ταμείο έχει επίσης επισημάνει πως, ακριβώς επειδή η ανισότητα διευρύνθηκε τόσο μεταξύ χωρών όσο και μεταξύ νοικοκυριών, το περασμένο έτος κυριολεκτικά εξανεμίστηκε η πρόοδος που είχε σημειωθεί στη διάρκεια μιας δεκαετίας όσον αφορά τη γεφύρωση των χασμάτων. Οι φτωχοί έχουν γίνει φτωχότεροι, καθώς απασχολούνται κυρίως σε επαγγέλματα που προϋποθέτουν άμεση επαφή μεταξύ ανθρώπων.
Όπως επισημαίνει η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας, περίπου 600 εκατ. άνθρωποι ανά τον κόσμο εργάζονται σε τομείς όπως τα ξενοδοχεία και το λιανικό εμπόριο, που επλήγησαν βαρύτατα. Στους τομείς αυτούς απασχολούνται άλλωστε σε μεγάλο ποσοστό γυναίκες, εθνικές μειονότητες, μετανάστες, νέοι και άτομα χαμηλής ειδίκευσης.
Όπως άλλωστε έχει τονίσει ο Σεμπάστιαν Κένινγκ, οικονομολόγος του ΟΟΣΑ με ειδίκευση σε θέματα εργασίας, «εκείνοι που επλήγησαν πιο σκληρά από την πανδημία είναι οι ευάλωτες κατηγορίες εργαζομένων, κυρίως οι ανειδίκευτοι και οι χαμηλής ειδίκευσης και όσοι δεν έχουν σταθερή εργασία, καθώς έχουν βρεθεί χωρίς εργασία και χωρίς εισοδήματα, και αυτό συνεπάγεται περαιτέρω διεύρυνση των ήδη υφιστάμενων ανισοτήτων στο επίπεδο του πλούτου».
Και βέβαια, η πλέον ευάλωτη ομάδα εργαζομένων, που δεν είχε καν πρόσβαση σε οποιοδήποτε από όσα προγράμματα επιστράτευσαν οι κυβερνήσεις για να στηρίξουν την απασχόληση, ήταν οι απασχολούμενοι στην παραοικονομία. Πρόκειται για περίπου 2 δισεκατομμύρια ανθρώπους στον κόσμο που εργάζονται σε αυτό το καθεστώς της απόλυτης αβεβαιότητας και χωρίς καμία προστασία από τις κυβερνήσεις των χωρών τους. Αυτό εξηγεί και τη δυσοίωνη εκτίμηση της Παγκόσμιας Τράπεζας ότι έως το 2022 η πανδημία θα έχει εξωθήσει σε συνθήκες βαθύτατης ένδειας τουλάχιστον 150 εκατ. ανθρώπους. Αυτοί θα προστεθούν στους ήδη αμέτρητους δυστυχείς του πλανήτη.
Μεγαλώνει ακόμα περισσότερο το χάσμα μεταξύ των ισχυρών και αδύναμων χωρών
Δεν είναι τυχαίο ότι, αναλαμβάνοντας καθήκοντα και απευθυνόμενα στους δημοσιογράφους για πρώτη φορά με τη νέα τους ιδιότητα, τα στελέχη της κυβέρνησης Μπάιντεν έσπευσαν να αναφερθούν στην ανισότητα και στην ανάγκη για «βελτίωση της κοινωνίας», όπως χαρακτηριστικά τόνισε η νέα υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τζάνετ Γέλεν.
Παρουσιάζοντας τους άξονες της πολιτικής Μπάιντεν, η σύμβουλός του για θέματα εσωτερικής πολιτικής Σούζαν Ράις σημείωσε πως υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι η αντιμετώπιση του προβλήματος της ανισότητας είναι ζωτικής σημασίας για να αναπτυχθεί και να ευημερεί η αμερικανική οικονομία. Επικαλούμενη στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Citigroup τον Σεπτέμβριο, η κ. Ράις υπογράμμισε πως η αμερικανική οικονομία έχει χάσει 16 τρισ. δολάρια μέσα στα τελευταία 20 χρόνια εξαιτίας των διακρίσεων, φυλετικών ή άλλων.
Μέτρα στήριξης
Σε επιστολή της προς το προσωπικό του υπουργείου Οικονομικών, η κ. Γέλεν δεσμεύθηκε να χρησιμοποιήσει την οικονομική πολιτική ως πανίσχυρο εργαλείο «για να αντιμετωπίσουμε τα προβλήματα της ανισότητας, των φυλετικών διακρίσεων και της κλιματικής αλλαγής».
Και προφανώς θα το κάνει, καθώς η υπερδύναμη έχει μεγάλες δυνατότητες τόσο για να θωρακίσει την οικονομία της όσο και για να δώσει ευκαιρίες και στήριξη στα χαμηλότερα εισοδήματα και στους ανέργους, αρκεί να υπάρχει η πολιτική βούληση. Το τόνισε άλλωστε μέσα στην εβδομάδα και το ΔΝΤ, επικροτώντας ουσιαστικά το σχέδιο του νέου προέδρου των ΗΠΑ να ενισχύσει την αμερικανική οικονομία με δαπάνες ύψους 1,9 τρισ. δολαρίων.
Δεν ισχύει όμως το ίδιο για τις φτωχές χώρες και τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, που έμειναν εκτός αυτής της συντονισμένης κίνησης των ανεπτυγμένων οικονομιών και με πενιχρά μέσα πρόσφεραν ελάχιστη στήριξη στις οικονομίες τους αλλά και στους πληθυσμούς τους. Όπως έχει επισημάνει η Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO), οι χώρες χαμηλού εισοδήματος με τους δραματικά λιγότερους πόρους και τα σαφώς ασθενέστερα συστήματα δημόσιας υγείας, κοινωνικής προστασίας, υγιεινής, αλλά και γενικότερα με τις προβληματικές δημόσιες υπηρεσίες τους, αντιμετωπίζουν πολύ μεγαλύτερες δυσκολίες στην αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης και του οικονομικού αντικτύπου της. Και το πρόβλημα είναι οξύτερο στις αγροτικές περιοχές.
Σχολιάζοντας τη διεύρυνση αυτής της ανισότητας, ο οικονομολόγος και κάτοχος Νομπέλ Οικονομίας Τζόζεφ Στίγκλιτς επισήμανε πρόσφατα πως «η πανδημία όχι μόνον έφερε στην επιφάνεια αλλά και επέτεινε ανισότητες ανάμεσα στις χώρες, όπως ακριβώς και τις ανισότητες στο εσωτερικό των χωρών».
Μια συνιστώσα του θέματος που τονίζεται ελάχιστα αφορά τον βαθμό στον οποίο μπορούν οι χώρες να υιοθετήσουν τις σύγχρονες τεχνολογίες.
Η πανδημία διεύρυνε την ανισότητα και σε αυτό το επίπεδο και εγκυμονεί τον κίνδυνο ενός χάσματος ανάμεσα στον βαθμό ενσωμάτωσης των σύγχρονων τεχνολογιών αφενός από τις πλούσιες χώρες και αφετέρου από τις φτωχές χώρες.
Όπως επισήμανε ο Κρίστιαν Αλόνσο, οικονομολόγος του ΔΝΤ, ο λόγος είναι ότι η πανδημία έστρεψε πολύ περισσότερες επενδύσεις στις ανεπτυγμένες οικονομίες, «όπου είναι ήδη εγκατεστημένος ο αυτοματισμός».
Η πρόβλεψη
Υποσχόμενη να γεφυρώσει το χάσμα της ανισότητας και να δημιουργήσει θέσεις εργασίας για όλους, η Σούζαν Ράις, σύμβουλος του Τζο Μπάιντεν για θέματα εσωτερικής πολιτικής, τόνισε πως αν γεφυρωθεί το εισοδηματικό χάσμα θα «προστεθούν στην αμερικανική οικονομία 5 τρισ. δολ. σε 5 έτη και θα δημιουργηθούν τουλάχιστον έξι εκατ. νέες θέσεις εργασίας».
Το μεγάλο χάσμα
Καταγράφοντας τη διεύρυνση της ανισότητας, η διεθνής οργάνωση για την καταπολέμηση της φτώχειας, Oxfam, τόνισε πως «οι 1.000 πλουσιότεροι άνθρωποι είδαν τον πλούτο τους να φθάνει σε επίπεδα ρεκόρ μόλις μέσα σε 9 μήνες, ενώ οι φτωχότεροι δεν πρόκειται να δουν τη θέση τους να βελτιώνεται προτού παρέλθουν τουλάχιστον 10 χρόνια».
Ψηφιακή εξάρτηση
Σχολιάζοντας τα στοιχεία που φέρουν τους 10 πλουσιότερους ανθρώπους του κόσμου να έχουν αυξήσει τον πλούτο τους κατά 319 δισ. δολ. μέσα στο 2020, ο Τσακ Κόλινς, οικονομολόγος του Ινστιτούτου Μελετών Πολιτικής, τόνισε πως «πολλοί από αυτούς επωφελούνται από το online λιανικό εμπόριο, την τηλεϊατρική και τις υπηρεσίες που κατέστησε αναγκαίες η πανδημία».