Στη δημοσιότητα δόθηκε η ετήσια έκθεση του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας για το έτος 2021, ακολουθώντας τις δύο πρώτες εκθέσεις (του 2019 και του 2020), παρέχει μια επικαιροποιημένη συνεκτική ανάλυση των εξελίξεων στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Ειδικότερα, η παρούσα έκθεση υπογραμμίζει τον κρίσιμο ρόλο της παραγωγικότητας και της αποτελεσματικότητας στη διαμόρφωση ολοκληρωμένων πολιτικών σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο για την ανθεκτική και βιώσιμη ανάπτυξη της οικονομίας. Αναλύονται μια σειρά από τρέχοντα ζητήματα σχετικά με τον ρυθμό ανάπτυξης, τις επενδύσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της ΕΕ, την εφαρμογή καίριων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, τις κλαδικές εξελίξεις και την περιφερειακή διάσταση της παραγωγικότητας, και τους δείκτες ανταγωνιστικότητας, μαζί με πιθανούς κινδύνους και μακροπρόθεσμες προκλήσεις που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν εντός ενός ολοκληρωμένου πλαισίου στρατηγικής ανάπτυξης.
Η Ελλάδα θα πρέπει να αναστρέψει τις τάσεις απόκλισης της οικονομίας της από τον αντίστοιχο μέσο όρο της ΕΕ-27, μέσω της αποδοτικής διαχείρισης των διαθέσιμων πόρων, της ψηφιοποίησης, της προσέλκυσης επενδύσεων, της μεγαλύτερης ενσωμάτωσής της στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας, και της επίτευξης περιφερειακά ισορροπημένων και υψηλών πολλαπλασιαστικών επιδράσεων στην παραγωγή και την απασχόληση, έναντι της αυξημένης εξάρτησης από τις εισαγωγές.
Οι προβλέψεις για την ανάπτυξη που γίνονται με βάση εναλλακτικά σενάρια υπογραμμίζουν τις σημαντικές ευκαιρίες μεγέθυνσης της οικονομίας καθώς και τις πηγές αβεβαιότητας που ενδέχεται να εμποδίσουν τη δυναμική της ανάπτυξης. Το Ελληνικό Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Ελλάδα 2.0) παρέχει τόσο βραχυπρόθεσμες όσο και μεσοπρόθεσμες προοπτικές για την αύξηση του επιπέδου της παραγωγικότητας, μέσω της στήριξης των ιδιωτικών επενδύσεων, του πράσινου μετασχηματισμού, της ψηφιοποίησης και της ανάπτυξης των δεξιοτήτων. Όμως κρίσιμα ζητήματα, όπως αυτά που σχετίζονται με τη μακροοικονομική σταθερότητα, την υψηλή εξάρτηση από τις εισπράξεις από υπηρεσίες τουρισμού και μεταφορών, τις ανισότητες κέντρου-περιφέρειας και τις δυσμενείς δημογραφικές τάσεις, θα πρέπει να αντιμετωπιστούν έγκαιρα και αποτελεσματικά.
Παρά τη θετική επίδραση της πανδημίας στην επιτάχυνση της ψηφιοποίησης και την προσέλκυση επενδυτικών πόρων, οι κοινωνικές και χωρικές ανισότητες, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ, οι δημοσιονομικές ανισορροπίες και η ανταγωνιστικότητα κόστους/τιμής επιδεινώθηκαν περαιτέρω. Παρά την ύπαρξη ενδείξεων ισχυρής ψηφιακής ανταγωνιστικότητας σε επιχειρηματικό επίπεδο, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικά κενά και αδυναμίες σε επίπεδο ατόμων/νοικοκυριών και εργαζομένων καθώς και σε επίπεδο κράτους και υποδομών.
Αυτή η ετήσια έκθεση δίνει ιδιαίτερη έμφαση σε δύο μεγάλες προκλήσεις για το βιώσιμο και ανθεκτικό μέλλον τόσο της ΕΕ όσο και της ελληνικής οικονομίας. Η πρώτη πρόκληση αναφέρεται στην παροχή, την αποτελεσματικότητα και την ανταγωνιστικότητα των υπηρεσιών υγείας, με σκοπό τη στήριξη της παραγωγικότητας και την ενίσχυση της ικανότητας αντιμετώπισης νέων υγειονομικών κρίσεων. Η ανάλυσή μας δείχνει ότι η Ελλάδα έχει μειώσει την αναποτελεσματική χρήση των πόρων στο σύστημα υγείας τα τελευταία έτη, ενώ το σχέδιο Ελλάδα 2.0 μπορεί να ενισχύσει περαιτέρω την ανθεκτικότητα και την αποτελεσματική κατανομή των πόρων. Ωστόσο, η Ελλάδα κατατάσσεται χαμηλά στον δείκτη ανταγωνιστικότητας που σχετίζεται με την υγεία, έχοντας υστέρηση στις δημόσιες δαπάνες για την υγεία, τις υποδομές υγείας και την καθολική κάλυψη υγειονομικής περίθαλψης, λόγω του υψηλού ποσοστού πληρωμών από τα νοικοκυριά, που πληρώνουν 35,2% του συνόλου των τρεχουσών δαπανών για την υγεία.
Η δεύτερη πρόκληση αφορά στην παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα του ενεργειακού τομέα, την ικανότητα να εξασφαλιστεί η ομαλή μετάβαση στην απεξάρτηση από τις εκπομπές άνθρακα και την οικονομική προσιτότητα στην ενέργεια. Από την μία πλευρά, τα τελευταία έτη, η Ελλάδα εφάρμοσε αρκετές μεταρρυθμίσεις για την εναρμόνιση με περιβαλλοντικούς στόχους, επιτυγχάνοντας μείωση των κατά κεφαλήν εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (GHG) και της έντασης των εκπομπών GHG από την κατανάλωση ενέργειας, η οποία είναι κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ-27. Επίσης, διεύρυνε τον ανταγωνισμό στην αγορά ενέργειας και έθεσε ως στόχο την απόσυρση όλων των λιγνιτικών μονάδων έως το 2028, αναπτύσσοντας ένα Σχέδιο Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης για τις λιγνιτικές περιοχές.
Από την άλλη πλευρά, οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου για τα νοικοκυριά, εκφρασμένες σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPS) στην Ελλάδα, είναι από τις υψηλότερες στην ΕΕ-27. Παράλληλα, το ποσοστό της ενεργειακής φτώχειας παραμένει πολύ υψηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ-27, γεγονός που καθιστά την εθνική οικονομία πιο εκτεθειμένη στην πρόσφατη αύξηση των τιμών των ενεργειακών προϊόντων. Ταυτόχρονα, η ελληνική οικονομία παρουσιάζει αυξημένη εξάρτηση από εισαγωγές ενέργειας και πολύ χαμηλότερη ενεργειακή παραγωγικότητα από τον μέσο όρο της ΕΕ-27. Ως εκ τούτου, ο σημαντικός προϋπολογισμός του Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (περίπου 6 δισεκατομμύρια ευρώ) που διατίθεται σε έργα ενέργειας και πράσινης μετάβασης θα πρέπει να αξιοποιηθεί πλήρως για να εξασφαλιστεί η παροχή προσιτής και καθαρής ενέργειας, αλλά και μία οικονομική ανάπτυξη που θα είναι συμπεριληπτική, ανταγωνιστική και ουδέτερη από εκπομπές άνθρακα.