Οικονομικού Συνεργάτη

Με υψηλές τιμές στη χονδρεμπορική αγορά ηλεκτρισμού μπήκε και ο Δεκέμβρης, προμηνύοντας νέες αυξήσεις στους λογαριασμούς νοικοκυριών και επιχειρήσεων που θα καταφτάσουν την επόμενη χρονιά.

Η τιμή των δικαιωμάτων αέριων ρύπων έσπασε κάθε ρεκόρ και ξεπέρασε ακόμη και τα 81 ευρώ τον τόνο. Οι εκτιμήσεις δεν θέλουν αποκλιμάκωση της με δεδομένη την ενεργειακή μετάβαση αλλά και τη διαφαινόμενη στρατηγική των Βρυξελλών να μη χαλαρώσει… το σύστημα του Χρηματιστηρίου των Ρύπων.

Ήδη η πρώτη εβδομάδα του Δεκεμβρίου κλείνει σήμερα με μέση τιμή εκκαθάρισης της βασικής χονδρεμπορικής αγοράς στα 225,12 ευρώ ανά μεγαβατώρα.

Αξίζει να υπενθυμιστεί πως η πρώτη εβδομάδα του περασμένου μήνα είχε κλείσει με μέση τιμή στα 205,98 ευρώ, για να διαμορφωθεί για όλο το Νοέμβριο τελικά σε 228,87 ευρώ -ενώ τον Οκτώβριο η αντίστοιχη ανερχόταν σε 198,32 ευρώ και τον Σεπτέμβριο σε 134,73 ευρώ.

Με την πορεία αυτή ανεπαρκείς αναμένεται να αποδειχθούν και οι τελευταίες επιδοτήσεις στο ρεύμα χαμηλής τάσης για τις καταναλώσεις της περιόδου Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου.

Οι ευθύνες Μητσοτάκη

Με ξεκάθαρη ευθύνη της κυβέρνησης Μητσοτάκη η χώρα μας καταγράφει την υψηλότερη χονδρεμπορική τιμή ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη για τον μήνα Νοέμβριο, «επίτευγμα» που θα δουν στους λογαριασμούς τους οι καταναλωτές τον Ιανουάριο, οπότε και θα τριπλασιαστεί η χρέωση για το ρεύμα.

Σε τετραπλάσια τιμή σε σύγκριση με πέρυσι πληρώνουν το ρεύμα οι βιομηχανίες μέσης τάσης της χώρας και σε πενταπλάσια το φυσικό αέριο. Αυτό, σύμφωνα με τον πρόεδρο της Ενωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών (ΕΒΙΚΕΝ) Αντώνη Κοντολέοντα, έχει οδηγήσει σε αύξηση του κόστους παραγωγής των βιομηχανικών προϊόντων κατά 20% έως και 40%.

Η άνοδος του ενεργειακού κόστους –και όχι μόνον– ήδη αποτυπώνεται στις αυξημένες τιμές παραγωγού στη βιομηχανία, οι οποίες τον Οκτώβριο του 2021, σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), κατέγραψαν αύξηση 23,5% σε σύγκριση με τον Οκτώβριο του 2020. Η αύξηση σε σύγκριση με τον Σεπτέμβριο του 2021 ήταν επίσης σημαντική, 3,3%.

Το παραπάνω σημαίνει ότι το επόμενο διάστημα θα δούμε νέες ανατιμήσεις σε σειρά προϊόντων, με πολλές βιομηχανίες να δηλώνουν πλέον ότι δεν μπορούν να απορροφούν το σύνολο της αύξησης του λειτουργικού κόστους.