Η Σουηδία, μια χώρα με έτσι κι αλλιώς ιδιαίτερα χαμηλή εξάρτηση από τις εμπορικές συναλλαγές με μετρητά, διεκδικεί τα παγκόσμια πρωτεία στην υλοποίηση μιας εν μέρει ηλεκτρονικής νομισματικής πολιτικής, συστήνοντας την ιδέα της e-krona που μέλει να αντικαταστήσει το εθνικό της νόμισμα.
Φυσικά, δεν είναι η πρώτη φορά που το καινοτόμο αυτό σενάριο προτείνεται στην ιστορία της παγκόσμιας οικονομίας, καθώς ήδη από το 2018, ένα 70% των εθνικών κεντρικών τραπεζών εξέταζε σοβαρά την εφαρμογή της συγκεκριμένης τεχνολογίας.
Εν έτι 2020, και με τα κρυπτονομίσματα όπως το Bitcoin να βρίσκονται πλέον στις μεγάλες τους δόξες, ιδιαίτερα μετά την εκτίναξη της αξίας του τελευταίου στα 20.000 δολάρια μέσα στον Νοέμβριο, μια τέτοια οικονομική πολιτική θα μπορούσε να αποδώσει πολλούς καρπούς, ειδικά όταν κάνουμε λόγο για ένα κράτος όπου ήδη μόλις το 1% των συνολικών συναλλαγών γίνονται με παραδοσιακά χαρτονομίσματα.
Κεντρική Τράπεζα Ψηφιακού Νομίσματος (CBDC): Βαδίζοντας σ΄ένα πιο βιώσιμο νομισματικό μέλλον
Πέρα της πρακτικότητας του όλου ζητήματος, μια ρυθμιζόμενη από το κράτος ψηφιακή νομισματική πολιτική δύναται να συνεισφέρει σημαντικά στην ενδυνάμωση της εγχώριας οικονομίας.
Καταρχάς, η ανάδυση μιας Κεντρικής Τράπεζας προσανατολισμένης στις ηλεκτρονικές συναλλαγές, αναμένεται να εγκαθιδρύσει έναν υγιή ανταγωνισμό με τις ιδιωτικές τράπεζες, περιορίζοντας κάπως το μονοπώλιό τους, ενώ η συνύπαρξη της e-krona με ένα εναλλακτικό σύστημα, θα βοηθήσει στη διαχείριση κρίσεων, σε περίπτωση που ένα από τα δύο εξ΄ αυτών βιώσει μια προσωρινή αναστάτωση.
Σημαντική είναι και η συμβολή της παραπάνω ιδέας στη μειωμένη κοστολόγηση των συστημάτων συναλλαγών, καθώς, όπως και τα έως τώρα γνωστά κρυπτονομίσματα που διαχειρίζονται από online κοινότητες, έτσι και ένα εθνικό ψηφιακό νόμισμα θα βασίζεται στην τεχνολογία των blochains, η οποία αποδεικνύεται πολύ πιο αποδοτική και φθηνότερη επιλογή σε σχέση με τους παραδοσιακούς μηχανισμούς εκτύπωσης νομισμάτων.
Οι παγίδες του «ψηφιακού παραδείσου»
Στην…άλλη όψη του νομίσματος ωστόσο, βρίσκεται ο σκεπτικισμός απέναντι στη νέα αυτή τάξη πραγμάτων, διότι, παρά το αναμφισβήτητα θετικό αντίκτυπο, το ενδεχόμενο να «κολλήσει» κάπου η υλοποίηση είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο.
Όσον αφορά, για παράδειγμα, τον βαθμό συμπεριληπτικότητας που μέλλει να συνοδέψει ένα τέτοιο εγχείρημα, είναι πιθανό να αποδειχτεί μειωμένος, καθώς άκόμα και στη Σουηδία, ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού, όπως οι ηλικιωμένοι, οι κάτοικοι των αγροτικών περιοχών και οι ανάπηροι, δεν έχει πρόσβαση σε ηλεκτρονικές συναλλαγές ή δε γνωρίζει πως να τις πραγματοποιήσει. Μοιραία συνέπεια αυτού, θα ήταν ο απροσδόκητος οικονομικός αποκλεισμός μιας μερίδας πολιτών.
Από την άλλη πλευρά, η εμπειρία πάνω στην συμπεριφορά των επενδυτών όσον αφορά τα διαδικτυακά κρυπτονομίσματα μας έχει δείξει μέχρι στιγμής πως οι άνθρωποι, όταν τα βρίσκουν σκούρα, έχουν την τάση να μετατρέπουν τα ηλεκτρονικά τους αποθέματα σε μετρητά.
Σε περίπτωση λοιπόν που το μοντέλο του ψηφιακού νομίσματος προχωρήσει στην Σουηδία σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην εκτυπώνονται πλέον πολλά χαρτονομίσματα, μια κρίση χρέους, για παράδειγμα, είναι πιθανό να προκαλέσει πανικό– και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, οι ειδικοί παροτρύνουν τις χώρες που επιθυμούν να τολμήσουν μια τέτοια μετάβαση, να την διατηρήσουν σε μερική φάση, καθώς μια ολική μετατροπή είναι πιθανό να διαταράξει τις οικονομικές ισορροπίες.
Ανησυχίες έχουν διατυπωθεί επίσης και για το ενδεχόμενο παραβίασης των ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων από την πλευρά του κράτους, δεδομένου ότι μέσω των ηλεκτρονικών συναλλαγών θα ήταν πολύ ευκολότερο για τους θεσμούς να παρακολουθούν τις αγορές των πολιτών.
Σε κάθε περίπτωση, όσα «μπαγκάζια» -θετικά ή αρνητικά- και να φέρουν οι ηλεκτρονικές συναλλαγές μαζί τους, , είναι πλέον μαθηματικά βέβαιο πως κάποια στιγμή θα αντικαταστήσουν τις παραδοσιακές, καθώς καλύπτουν πολύ πιο αποτελεσματικά τις μελλοντικές ανάγκες του οικονομικού μας συστήματος.
Στην πορεία όμως δε πρέπει να ξεχνάμε πως, όσο ιδανική και να φαίνεται αυτή η χωρίς μετρητά καπιταλιστική ουτοπία, οι κακοτοπιές που συνοδεύουν κάθε μεταβατικό στάδιο μπορούν να οδηγήσουν σε βαθιές κοινωνικές και οικονομικές κρίσεις, εάν η αλλαγή δε γίνει με κριτική ματιά απέναντι στα χειρότερα σενάρια, από τη μια, και μέριμνα προς όλους τους πολίτες, από την άλλη.
Ντορίνα Παπαγεωργίου