Παρά το γεγονός ότι οι συντάξεις του ΕΦΚΑ παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα, με το 50% αυτών να είναι κάτω από 800 ευρώ το μήνα, υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι συνταξιούχοι λαμβάνουν αποδοχές υψηλότερες από τα εισοδήματα που προέρχονται από την εργασία τους.

Αυτό συμβαίνει κυρίως λόγω της νόμιμης εισφοροαπαλλαγής και του υψηλού ποσού της εθνικής-καθολικής σύνταξης, που καταβάλλεται από το κράτος. Αυτή η σύνταξη χορηγείται σε όλους τους ασφαλισμένους, ανεξαρτήτως περιουσίας, χωρίς να επηρεάζεται από τη διάρκεια της ασφάλισης, είτε αυτή είναι 20 είτε 40 χρόνια.

Η εισφοροαπαλλαγή εκδηλώνεται με χαμηλές εισφορές για τους ελεύθερους επαγγελματίες, με 175,83 ευρώ το μήνα για κύρια σύνταξη το 2024 και μόλις 62,39 ευρώ για ασφάλιση υγείας. Αυτά τα ποσά δεν αναπροσαρμόζονται ανάλογα με τα χρόνια άσκησης του επαγγέλματος, με αποτέλεσμα να είναι πολύ χαμηλότερα από το κόστος ασφάλισης ενός ανειδίκευτου εργάτη.

Παραδείγματα

1. Ένας ασφαλισμένος με 40 χρόνια ασφάλισης και μεικτό μισθό 745 ευρώ, που είναι κάτω από το βασικό μισθό των 830 ευρώ, προκύπτει να λαμβάνει σύνταξη 871 ευρώ. Από αυτό, τα 436 ευρώ προέρχονται από την εθνική σύνταξη και τα υπόλοιπα 435 από την ανταποδοτική σύνταξη. Το ποσοστό αναπλήρωσης ανέρχεται στο 50,01%.

Εξετάζοντας τα 745 ευρώ μεικτά, που υποδηλώνουν μερική απασχόληση, το ετήσιο καθαρό εισόδημα ανέρχεται σε 8.865 ευρώ. Με τη σύνταξη, το μηνιαίο εισόδημα φτάνει τα 871 ευρώ, δηλαδή ετήσιο εισόδημα 10.452 ευρώ, γεγονός που σημαίνει αύξηση κατά 1.587 ευρώ ή 15,2% σε σύγκριση με την εργασία.

2. Ένας ελεύθερος επαγγελματίας με ετήσιο εισόδημα 11.620 ευρώ, σύμφωνα με τα αντικειμενικά κριτήρια, πληρώνει 175,83 ευρώ το μήνα για κύρια σύνταξη. Με 40 χρόνια ασφάλισης, η ανταποδοτική σύνταξη φτάνει τα 440 ευρώ, συν 436 ευρώ από την εθνική σύνταξη, με αποτέλεσμα μηνιαίο εισόδημα 876 ευρώ.

Αν και το ποσό είναι μικρό για μια αξιοπρεπή διαβίωση, σχεδόν το μισό προέρχεται από τη γενική φορολογία και όχι από τις εισφορές του επαγγελματία.