Δεν περίμεναν τόσο κόσμο στη συναυλία για το έγκλημα των Τεμπών στο Καλλιμάρμαρο. Δεν περίμεναν ότι υπάρχει ακόμα εκεί έξω μία κοινωνία που συγκινείται, ευαισθητοποιείται, ξεσηκώνεται, συμπαραστέκεται. Πίστευαν ότι ο κόσμος “ξεχνά”, ότι αλέθει τις μνήμες στις μυλόπετρες της καθημερινότητας και τις πετάει σε κάποιο κάλαθο αχρήστων, όπως κάνει η πλειονότητα των πολιτικών με τις βαρύγδουπες, πλην άνευ αντικειμένου “δεσμεύσεις”, “εξαγγελίες”, υποσχέσεις.

Πόνταραν στην κοντή μνήμη και στην επίδραση ενός εξοντωτικού ρυθμού ζωής των ανθρώπων, που συνθλίβει τα πάντα μέσα στην υπερπληροφόρηση, το εφήμερο, την αδιαφορία, την αναζήτηση του εύπεπτου και την ευκολία του “πάμε παρακάτω”.

Ήλπιζαν ότι η συναυλία θα απαξιωνόταν από τις διαφωνίες των συγγενών. Ότι το δράμα έχει… “κουράσει” και πως η επιμονή των συγγενών και όχι μόνο για απόδοση δικαιοσύνης είναι απλά μία παρωχημένη και δίχως νόημα απαίτηση – έχουν εκφράσει τέτοιες απόψεις και στελέχη της ΝΔ και δημοσιολόγοι πρόθυμοι να ρίξουν ταφόπλακα και στη συλλογική μνήμη.

Αλλά απογοητεύτηκαν. Εξοργίστηκαν. Ενοχλήθηκαν. Αυτό που έγινε στο Καλλιμάρμαρο ήταν πέρα από τις δυνάμεις τους. Αδύνατο να το χωνέψουν. Κατάλαβαν ότι το έγκλημα δεν πρόκειται να μπει ποτέ κάτω από οποιοδήποτε χαλί, πίσω από καμία κουρτίνα, μέσα σε κανένα συρτάρι. Θα έρχεται και θα ξαναέρχεται, διαλύοντας το μύθο της δήθεν ευνομούμενης πολιτείας και των θεωριών “στιγμιαίο ανθρώπινο λάθος”, πίσω από τις οποίες κρύβονται μοιραίοι και δειλοί οι πάσης φύσεως πραγματικοί υπεύθυνοι πολιτικοί.

Κι αμέσως προσπάθησαν να απαξιώσουν τη συναυλία. Να απομειώσουν τα δάκρυα και τις φωνές, που έφτασαν μέχρι τον ουρανό. Έσπευσαν να βρουν δήθεν “μελανά” σημεία για να κριτικάρουν. Αν έψαχναν έτσι και για το έγκλημα των Τεμπών, σήμερα η κοινωνία θα ένιωθε καλύτερα, θα πίστευε ότι κάτι γίνεται στη χώρα.

Αλλά όχι. Αυτό που νοιάζει είναι να στιγματιστεί αρνητικά μία τέτοια πηγαία, αυθόρμητη, φορτισμένη και δυνατή έκφραση.

Δεν μπορούν να βλέπουν την Μαρία Καρυστιανού και τους άλλους συγγενείς να τους ισοπεδώνουν. Δεν αντέχουν να ακούνε τον καλλιτεχνικό κόσμο να ανυψώνει αυτόν τον αγώνα για δικαίωση.

Και καταφεύγουν σε προσβλητικούς εξυπνακισμούς για δήθεν λαϊκισμό, εκμετάλλευση του πόνου, πολιτικοποίηση του δράματος.

Και σπεύδουν διάφορα πολυδιαφημισμένα μειράκια, δήθεν του… πνευματικού κόσμου και μίας αυτοαναφορικής και αυτοπροσδιοριζόμενης “ελίτ”, να εξυπηρετήσουν το αφήγημα μίας διεφθαρμένης και ποταπής εξουσίας.

Ανάμεσα στους κάμποσους – ανώνυμους κι επώνυμους – που δεν άντεξαν τη μεγαλειώδη συναυλία που πραγματοποιήθηκε την Παρασκευή στο Καλλιμάρμαρο ήταν και ο καθηγητής, Στάθης Καλύβας, γνωστός για τις “πρόθυμες” θεωρίες και τα φληναφήματα που πλασάρει ως “φιλοσοφικές αλήθειες”. Πασπαλισμένα πάντα με κενολογίες περί… λαϊκισμού. Αυτό είναι το εύκολο μοτίβο άλλωστε όλης αυτής της “σχολής”: Δήθεν πολεμούν τον λαϊκισμό. Αλλά προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση πάντα. Είναι τάχαμου οι κήρυκες της σκληρής αλήθειας και των αντιδημοφιλών ρήσεων, αλλά καταντάνε αγωγοί των ιδεολογημάτων μίας συντηρητικής και νεοφιλελεύθερης εξουσίας. Δεν κάνουν τίποτα περισσότερο από το να νομιμοποιούν και να δίνουν συγχωροχάρτι σε ένα κράτος, που μόνο σύγχρονο, δυτικό και ‘Δικαίου” δεν είναι.

Τον Καλύβα τον ενόχλησαν τα… τραγούδια. Είναι στοιχειωδώς έξυπνος – ή πονηρός – ώστε να μην τα βάλει ευθέως με τη συναυλία και την ασυγκράτητη κοινωνική εκδήλωση ευαισθησίας και απαίτησης για δικαιοσύνη. Τα βάζει με τα… τραγούδια. Και ανακατεύει σε ένα μίξερ επιτηδευμένης αηδίας και λαϊκισμού, τον οποίο ο ίδιος μέμφεται, εντελώς άσχετα πράγματα.

Έγραψε στο Facebook ο “πολύς” κ. Καλύβας: «Τραγούδια που δεν είναι τραγούδια, αλλά φτηνός (και κακόγουστος) λαϊκισμός που κάνει μπαμ από απόσταση. Φταίει, λέει, το κέρδος που έγινε το ατύχημα. Οι ίδιοι που τραγουδούσαν στο Σύνταγμα για το ΟΧΙ τον Ιούλιο του 2015 σε μια νέα παράσταση που βρωμάει βαριά μούχλα».

Προσπαθώντας να καταλάβει κανείς τι εννοεί όταν μιλά για «τραγούδια που δεν είναι τραγούδια», συμπεραίνει ότι μάλλον αναφέρεται σε δύο κομμάτια – των Κοινών Θνητών και του Φοίβου Δεληβοριά – που γράφτηκαν ειδικά για το αδιανόητο δυστύχημα (και όχι ατύχημα, όπως γράφει ο καθηγητής) των Τεμπών.

Εκτός κι αν γενικά δεν του αρέσει η μουσική του Μάλαμα, του Παπακωνσταντίνου ή της Τσανακλίδου, οπότε… πάμε πάσο. Και, φυσικά, εντύπωση προκαλεί η αναφορά του στο δημοψήφισμα του 2015. Τι στην ευχή, δεν νικήθηκε οριστικά και αμετάκλητα ο λαϊκισμός το 2019;

Προσοχή: Ο Καλύβας δεν ασχολείται ποτέ με τον “λαϊκισμό” της άλλης πλευράς – παρά μόνο με όποιον χρεώνει στην αριστερά. Δεν τον ενοχλεί για παράδειγμα ο ωμός πατριδοκάπηλος λαϊκισμός του Τζιτζικώστα, που έλεγε δεν θα βάλει πινακίδες με το όνομα Βόρεια Μακεδονία – για να τσουρνέψει προφανώς ψήφους της ακροδεξιάς. Και που τώρα θα ανασκευάσει για να διοριστεί επίτροπος. Όχι, τέτοιοι λαϊκισμοί δεν τον ενοχλούν τον κ. Καλύβα, αλίμονο. Αλλά αν είναι για κάνα τραγούδι, ευχαρίστως…