Άρθρο της Γλυκερίας Καλφακάκου, δημοτικής συμβούλου Θεσσαλονίκης, και του Φίλιππου Γκανούλη, περιφερειακού συμβούλου Κεντρικής Μακεδονίας

Των Γλυκερίας Καλφακάκου και Φίλιππου Γκανούλη*

Η περιβαλλοντική υποβάθμιση, και η ατμοσφαιρική ρύπανση, λόγω της συνύπαρξης με βιομηχανίες, σε όλες τις Δυτικές συνοικίες της Θεσσαλονίκης και ιδιαίτερα στη Νέα Ευκαρπία, είναι ένα υπαρκτό πρόβλημα  εδώ και χρόνια, και συνεχώς διογκώνεται, κάνοντας τη ζωή των κατοίκων αφόρητη.
 
Η εν κρυπτώ, εν μέσω καραντίνας, και χωρίς διαβούλευση με την τοπική κοινωνία, τους συλλόγους κατοίκων, αλλά και το θεσμό της τοπικής αυτοδιοίκησης, απόφαση της κυβέρνησης της ΝΔ, να επιτρέψει τη χρήση δευτερογενών απορριμματογενών καυσίμων SRF/ RDF από την τσιμεντοβιομηχανία ΤΙΤΑΝ ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι της αγανάκτησης των κατοίκων. Κυβερνητικές αποφάσεις, που λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες της τσιμεντοβιομηχανίας για φτηνά καύσιμα, αλλά δεν φαίνονται να τους ενδιαφέρουν οι συνέπειες στο περιβάλλον, στη δημόσια υγεία και την ποιότητα ζωής των κατοίκων.

Η λύση στο παραπάνω πρόβλημα δεν είναι απλή. Η σημερινή χρήση του Πετ-κωκ ως καυσίμου επιβαρύνει σημαντικά την ατμοσφαιρική ρύπανση της περιοχής, ενώ η ενδεχόμενη χρήση εισαγόμενων δευτερογενών καυσίμων, δημιουργεί αμφιβολίες για την ποιότητα επεξεργασίας τους στις γειτονικές χώρες, αλλά και για τη σωστή και με ελεγχόμενους κανόνες, χρήση τους από το εργοστάσιο, έτσι ώστε να έχει τη μικρότερη δυνατή περιβαλλοντική επιβάρυνση.

Δυστυχώς, η ανακύκλωση στη χώρα μας, η διαλογή στην πηγή, η κομποστοποίηση, η επανάχρηση και γενικότερα η ορθολογική διαχείριση απορριμμάτων έχει μετατεθεί σε ένα μακρινό μέλλον. Η χρήση φιλικότερων προς το περιβάλλον καυσίμων, όπως το φυσικό αέριο, είναι ακριβή, και ασύμφορη για μια βιομηχανία, στο ανταγωνιστικό ευρωπαϊκό πεδίο.
 
Σε αυτή τη δύσκολη εξίσωση, υπάρχουν λύσεις με προοπτική για την ποιότητα ζωής των κατοίκων της Δυτικής Θεσσαλονίκης, έστω και μακροπρόθεσμες. Πρέπει να έχουμε την τόλμη να πούμε πως το εργοστάσιο ΤΙΤΑΝ, αλλά και άλλες βιομηχανικές μονάδες της Δυτικής Θεσσαλονίκης, πρέπει να μετεγκατασταθούν σε βάθος χρόνου μακριά από τον αστικό ιστό. Φυσικά, αυτό προϋποθέτει τη συνδρομή της πολιτείας με βάση έναν νέο χωροταξικό σχεδιασμό για την μετεγκατάσταση ρυπογόνων βιομηχανιών, και είναι φανερό πως για κάτι τέτοιο θα χρειαστεί χρόνος. Μέχρι τότε είναι αναγκαίο να ανοίξει ένας ειλικρινής δημόσιος διάλογος για τις εναλλακτικές προτάσεις που αφορούν στα καύσιμα, και στις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον και τη Δημόσια υγεία. Το εργοστάσιο, αλλά κυρίως η πολιτεία, έχει υποχρέωση να εγκαταστήσει ένα αξιόπιστο και διαρκές σύστημα μετρήσεων των αέριων ρύπων, με την παράλληλη υιοθέτηση ενός επιστημονικά αποδεκτού μοντέλου διεργασιών της βιομηχανίας. Σε ότι αφορά την προέλευση των όποιων προτεινόμενων καυσίμων αυτή θα πρέπει να είναι ξεκάθαρη και να υπόκειται σε κοινωνικό έλεγχο.

Η ειλικρινής διαβούλευση με την τοπική αυτοδιοίκηση και την κοινωνία  των πολιτών, θα οδηγήσει στη βέλτιστη βραχυπρόθεσμη λύση, μετά από  σαφή και νομοθετημένη δέσμευση της πολιτείας για απομάκρυνση του  ΤΙΤΑΝ με προσδιορισμό του χρονικού ορίζοντα. Αυτό που ζητάνε οι κάτοικοι είναι καθαρός αέρας, προστασία του  περιβάλλοντος  και ποιότητα ζωής.  Και δεν είναι τυχαίο ότι τέτοια προβλήματα πάντα ανακύπτουν στις  Δυτικές συνοικίες σε αντίθεση με άλλες περιοχές της πόλης.

Η κοινωνική δικαιοσύνη υποχρεώνει όλους μας, να μην αφήσουμε τις  Δυτικές συνοικίες στη μοίρα τους. Και επειδή το περιβάλλον εκδικείται, η σημερινή αδιαφορία στα  προβλήματα “μακρινών” δήμων που δεν μας αγγίζουν, θα οδηγήσει με αλυσιδωτές αντιδράσεις σε δυσεπίλυτα περιβαλλοντικά προβλήματα που θα αφορούν και στις προνομιακές συνοικίες της Θεσσαλονίκης.  Το τελευταίο παράδειγμα της επιδημίας που άρχισε στη μακρινή Κίνα, ας γίνει ένα ισχυρό μάθημα, πως το περιβάλλον μας αφορά όλους.

*Η Γλυκερία Καλφακάκου είναι δημοτική σύμβουλος Θεσσαλονίκης και ο Φίλιππος Γκανούλης περιφερειακός σύμβουλος Κεντρικής Μακεδονίας

Πηγή: