«Υπάρχει ήδη μια ανησυχητική κατάσταση, αλλοίωση της βιοποικιλότητας. Καθώς μεγαλώνει διαρκώς το ποσοστό των ξενικών ειδών στη βιομάζα των ιχθυοπληθυσμών, οι θάλασσές μας αλλάζουν, γίνονται κάτι διαφορετικό. Αρκεί να δούμε τι έγινε στη θαλάσσια περιοχή της Λεβαντίνης (σ.σ. η λεκάνη της ΝΑ Μεσογείου), όπου συχνά το μερίδιο των ξενικών ειδών ξεπερνά το 50%», λέει στην «Κ» ο Στέλιος Κατσανεβάκης, καθηγητής Θαλάσσιας Οικολογίας στο τμήμα Ωκεανογραφίας και Θαλάσσιων Βιοεπιστημών του Πανεπιστημίου του Αιγαίου.
Στις καταγραφές των ιχθυοπληθυσμών των υφάλων σε 71 περιοχές του Αιγαίου, που πραγματοποίησε τα προηγούμενα χρόνια το τμήμα, διαπιστώθηκε ότι στο νότιο Αιγαίο η βιομάζα των ξενικών ψαριών αντιπροσωπεύει κατά μέσον όρο το 21% του συνόλου, έχοντας όμως ως μέγιστη τιμή σε μία περιοχή το 58%. Αντίθετα στο Βόρειο Αιγαίο τα ξενικά είδη αντιπροσώπευαν μόλις το 0,7% του συνόλου με μέγιστη τιμή το 13,2% σε μία περιοχή.
Αποτυπώνεται στα στοιχεία αυτά η διαφορά θερμοκρασίας μεταξύ των νερών Βορείου και Νοτίου Αιγαίου. Τα ξενικά είδη ψαριών έχουν έρθει στη Μεσόγειο από θερμότερες θάλασσες, μέσω της Διώρυγας του Σουέζ, γι’ αυτό ονομάζονται και «Λεσεψιανοί μετανάστες» από το όνομα του Γάλλου διπλωμάτη και μηχανικού Φερντινάντ Λεσέψ που διηύθυνε τις εργασίες.
«Τα είδη αυτά είναι στην πλειονότητά τους θερμόφιλα, προτιμούν τα πιο ζεστά νερά. Για παράδειγμα στη Λέσβο σχεδόν δεν έχουμε καμία επίπτωση. Από την άλλη, σε Κρήτη και Ρόδο υπάρχει αφθονία ξενικών πληθυσμών. Οσο όμως η θερμοκρασία της Μεσογείου και του Αιγαίου ανεβαίνει τόσο αναπτύσσονται», σημειώνει ο κ. Κατσανεβάκης. Μάλιστα, μοντέλα που έχει «τρέξει» το τμήμα Ωκεανογραφίας και Θαλάσσιων Βιοεπιστημών, δείχνουν πως με την άνοδο της θερμοκρασίας (σε συνάρτηση με την κλιματική αλλαγή) εισβολικά είδη θα περνούν βορειότερα και δυτικότερα, αναπτυσσόμενα και στη Δυτική Μεσόγειο.
Τα πέντε χειρότερα
Σήμερα στο Αιγαίο έχουν παρατηρηθεί 209 ξενικά είδη, εκ των οποίων τα 42 είναι ψάρια. Δεν έχουν όμως όλα σημαντικές επιπτώσεις στο περιβάλλον. Οσον αφορά τους ιχθύς πέντε είναι τα είδη με τις πιο σημαντικές αρνητικές επιδράσεις. Ας δούμε τα βασικά χαρακτηριστικά τους με τη βοήθεια του κ. Κατσανεβάκη.
Ενα από τα παλιότερα εισβολικά είδη είναι ο λεγόμενος γερμανός, ο οποίος πρωτοεμφανίστηκε στην Ελλάδα το 1925 αλλά πήρε το όνομά του από τα χρόνια της γερμανικής κατοχής, όπου έκανε πιο αισθητή την παρουσία του. Ο γερμανός έχει αναπτύξει μεγάλους πληθυσμούς στη νότια νησιωτική χώρα, αλλά εμφανίζεται και στο Βόρειο Αιγαίο και στο Ιόνιο. Είναι αδηφάγος βοσκητής, καταβροχθίζει τη χλωρίδα των βυθών, μετατρέποντας τους υφάλους σε ερήμους. Ετσι όμως καταστρέφονται οι βιότοποι αναπαραγωγής πολλών ψαριών.
Η αγριόσαλπα έχει παρόμοια χαρακτηριστικά με τον γερμανό. Η αγριόσαλπα παρατηρήθηκε στην Ελλάδα το 1964, αλλά από τότε έχει εξαπλωθεί πολύ στα Δωδεκάνησα και στις Κυκλάδες. Μαζί με τον γερμανό έχει μετατρέψει υφάλους της περιοχής σε κρανίου τόπο.
Ο λαγοκέφαλος, εκτός από τοξικός, είναι και πολύ χωροκατακτητικός. Εμφανίστηκε στο Αιγαίο μόλις το 2003 και ήδη έχει μεγάλη επέκταση στην Κρήτη και στα νότια Δωδεκάνησα. (ΦΩΤ.G. KONDYLATOS)
Το λεονταρόψαρο είναι ένα είδος με πολύ μεγάλες αρνητικές επιπτώσεις. Εμφανίστηκε στη Μεσόγειο τη δεκαετία του 1990, κατ’ αρχάς στις ακτές του Ισραήλ. Το 2012 υπήρχαν ήδη πολλά άτομα στη θαλάσσια περιοχή της Λεβαντίνης. Στην Ελλάδα η πρώτη καταγραφή έγινε το 2009 στην Κάλυμνο κι αργότερα σε Ρόδο και Κρήτη. Σήμερα έχει αναπτυχθεί πολύ στο Νότιο Αιγαίο αλλά και στο Ιόνιο, φτάνοντας μέχρι την Κέρκυρα.
Το λεονταρόψαρο είναι αδηφάγος θηρευτής, καταβροχθίζει γόνο, μικρά ψάρια και ασπόνδυλα, προκαλώντας μεγάλες μειώσεις σε πληθυσμούς και εμπορικών ειδών (όπως κουτσομούρες και σαργούς). Από την άλλη, κατά την εισβολή του στη Μεσόγειο δεν συνοδεύτηκε από τους εχθρούς του, με αποτέλεσμα να μην έχει πολλούς αντιπάλους στο νερό, αν κι έχει εντοπιστεί πως το τρώνε οι ροφοί και οι μεγάλες ζαργάνες.
Η εμφάνιση του λεονταρόψαρου είναι εντυπωσιακή, αλλά στα αγκάθια του κρύβει δηλητήριο, που μπορεί να προκαλέσει πόνο στον άνθρωπο σε περίπτωση επαφής (περίπου σε επίπεδα σκορπίνας ή δράκαινας) ή και μεγαλύτερη όχληση σε περίπτωση αλλεργίας.
Ο λαγοκέφαλος
Ο λαγοκέφαλος είναι το πλέον επικίνδυνο από τα ψάρια εισβολείς. Κατ’ αρχάς, αποτελεί ευθεία απειλή για την ανθρώπινη υγεία, καθώς συσσωρεύει στο σώμα του μια νευροτοξίνη, κυρίως σε ωοθήκες, συκώτι, έντερα αλλά και στο δέρμα. Η τοξίνη αυτή έχει μεγάλη τοξικότητα, προκαλεί σοβαρή δηλητηρίαση και μπορεί να δημιουργήσει σοβαρές επιπλοκές στον άνθρωπο που θα φάει λαγοκέφαλο. Γι’ αυτό έχουν απαγορευτεί η κατανάλωση, η εμπορία και μεταφορά του συγκεκριμένου είδους, οι ψαράδες πρέπει να απορρίπτουν όσα άτομα πιάνουν.
Δεν τελειώνουν όμως εδώ οι αρνητικές συνέπειες του λαγοκέφαλου. Εκτός από το ότι είναι κι αυτός μεγάλος θηρευτής, καταναλώνοντας εμπορικά είδη ψαριών, προκαλεί ζημιές στα αλιευτικά εργαλεία, καταστρέφει δίκτυα, καθώς διαθέτει πολύ ισχυρό ράμφος, με το οποίο άλλωστε σπάει όστρακα. Ο λαγοκέφαλος είναι πολύ χωροκατακτητικός. Εμφανίστηκε στο Αιγαίο μόλις το 2003 και ήδη έχει μεγάλη επέκταση σε Κρήτη και νότια Δωδεκάνησα.
Τέλος, η φιστουλάρια ή ψάρι τρομπέτα, είναι επίσης ένας ανώτερος θηρευτής, που αντέχει όμως και σε χαμηλότερες θερμοκρασίες (παρότι προτιμά τη ζέστη) γι’ αυτό έχει αναπτυχθεί στο Βόρειο Αιγαίο και στη Δυτική Μεσόγειο.
Απαιτούνται περισσότερα μέτρα
Η κατάσταση με τα εισβολικά είδη είναι δύσκολη και απαιτούνται μέτρα. «Ηδη λαμβάνονται μέτρα για να μη γίνεται μεταφορά ξενικών ειδών, όπως με έλεγχο στις υδατοκαλλιέργειες, ή υποχρέωση διαχείρισης των νερών στα έρμα των πλοίων έτσι ώστε να σκοτώνονται οι οργανισμοί», σημειώνει ο κ. Κατσανεβάκης. Βεβαίως χρειάζονται και προγράμματα για τα είδη ψαριών. «Κατ’ αρχάς, μπορεί να ενθαρρυνθεί η βρώση όσων τρώγονται. Υπάρχει ιδιαίτερη εμπειρία στην Κύπρο, όπου ο γερμανός αποτελεί στόχο της αλιείας και πιάνει υψηλές τιμές. Στην Ελλάδα δυστυχώς θεωρείται χωρίς εμπορική αξία. Το λεονταρόψαρο, επίσης, όχι μόνο τρώγεται, αλλά θεωρείται νοστιμότατο. Μια εντατική και στοχευμένη αλιεία μπορεί να έχει αποτελέσματα», συμπληρώνει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου. Διαφορετική είναι η κατάσταση με τον λαγοκέφαλο. Στην περίπτωσή του πρέπει να πραγματοποιηθεί καμπάνια ενημέρωσης έτσι ώστε να μην υπάρχει κατανάλωση του τοξικού αυτού ψαριού.
Ταυτόχρονα, όμως θα μπορούσαν να υπάρχουν προγράμματα ελέγχου του πληθυσμού του. «Στην Κύπρο υπάρχει επικήρυξη του λαγοκέφαλου», καταλήγει ο κ. Κατσανεβάκης.
πηγή: kathimerini.gr