Η Εφημερίδα των Συντακτών

[ad_1]

Οι «στρατοί» των πολιτικών του 19ου αιώνα είχαν… ονοματεπώνυμο. «Αντάμηδες», «τραμπούκοι» και «κουτσαβάκια» προκαλούσαν, για περισσότερο από μισόν αιώνα, τον τρόμο στην Αθήνα, αλλά ταυτόχρονα έχαιραν μιας ιδιότυπης ασυλίας με τις… πλάτες πολιτικών.

«Οι διάφοροι παλληκαράδες του Ψυρρή είχαν ως ισχυρά στηρίγματα τους πολιτικούς. Κάθε πολιτικός της εποχής εκείνης ήταν απαραίτητο νάχη και πέντε, δέκα, είκοσι τραμπούκους στο κόμμα του. Οι τραμπούκοι θα τον επροφύλασσαν από τας επιθέσεις των αντιπάλων, αυτοί θα έκαναν το ντόρο και τις φασαρίες στις προεκλογικές διαδηλώσεις και αυτοί θα έδιναν το σύνθημα του θρυμματισμού των κεφαλών των αντιπάλων» έγραφε το 1930 σε ένα αφιέρωμα για τους «παλληκαράδες του παλιού καιρού» η εφημερίδα «Πατρίς» (φ. 4.7.1930).

Παρότι στις μέρες μας έχει φτάσει μια γραφική εικόνα τύπων, με το σακάκι φορεμένο μόνο από το αριστερό χέρι, με ριγέ χρωματιστό παντελόνι και ένα πλατύ ζωνάρι στη μέση, τα χρόνια της… παντοδυναμίας τους συγκροτούσαν έναν σκληρό, προκλητικό υπόκοσμο. Μάλιστα πολλοί απ’ αυτούς μπορούσαν χάριν επίδειξης δύναμης να σκοτώσουν έναν άνθρωπο, θεωρώντας απλώς ότι τους… στραβοκοίταξε.

Μια τέτοια δολοφονία τριών αντρών από δύο «κουτσαβάκια» στα Σεπόλια, ανήμερα των Χριστουγέννων του 1897, στάθηκε αφορμή ώστε πολλές εφημερίδες της εποχής να καταγγείλουν με την αρθρογραφία τους την ανομία, επιρρίπτοντας ευθύνες στην πολιτεία, στη Δικαιοσύνη, ακόμα και στον ανώτερο κλήρο.

«Αλλά αν είμεθα τίμιοι πολίται, ελεύθεροι πολίται, χριστιανοί πολίται, θ’ επετρέπαμεν ημείς το πρότυπον Βασίλειον της Ανατολής να μην έχωμεν Αστυνομία, να μην έχωμεν ποινικήν δικαιοσύνην, να μην έχωμεν φυλακάς, να μην έχωμεν θρησκεία, να μην έχωμεν κλήρο, να μην έχωμεν σχολεία, να μην έχωμεν εισαγγελείς, να τρέχουν αρματωμένοι οι φονιάδες; (…) Πού ακούσθηκε όλα αυτά τα καθάρματα να ενοχλούν τον κόσμο χωρίς ποτέ να τιμωρούνται; Πού ακούσθηκε η πολιτική (…) να ενθαρρύνη το έγκλημα;» έγραφε, στις 27 Δεκεμβρίου 1897, σε πρωτοσέλιδο άρθρο της η εφημερίδα «Ακρόπολις» του θεωρούμενου ως πατέρα της ελληνικής δημοσιογραφίας Βλάση Γαβριηλίδη.

Από δημοσιεύματα εφημερίδων και άλλες πηγές φαίνεται ξεκάθαρα ότι οι προσπάθειες για την αντιμετώπιση αυτής της ιδιότυπης εγκληματικότητας γίνονταν αποκλειστικά από μεμονωμένους αξιωματικούς της Αστυνομίας, με πιο γνωστές τις «επιχειρήσεις» του καταγόμενου από το Σούλι διοικητή του Αστυνομίας Αθηνών-Πειραιώς, Δημήτρη Μπαϊρακτάρη.

Στην Αθήνα το βασικό στέκι των «παλικαράδων» βρισκόταν στην πλατεία Ηρώων στου Ψυρρή, ενώ κάτι ανάλογο φαίνεται ότι συνέβαινε και στην Πάτρα, με επίκεντρο την παλιά συνοικία Τάσι που θεωρείται ότι βρισκόταν στη σημερινή περιοχή του Παντοκράτορα.

Στη Πάτρα πολιτικοί χρησιμοποιούσαν τους «παλικαράδες» για να τρομοκρατούν τους ψηφοφόρους, ώστε να μην πηγαίνουν να ψηφίσουν «υπό τον κίνδυνον μαχαίρας και κουμπουριάσματος». (1)

Στην Αθήνα στην εποχή της… δόξας τους, τη δεκαετία του 1880, μαζεύονταν και σε οινοπωλεία της περιοχής της Νεάπολης, όπου γίνονταν συχνά ομηρικοί καβγάδες. Ηταν μια εποχή που «ο αστυνομικός κλητήρ θα ήτο φίλος του (ενν. του «παλικαρά») ή αν δεν έπιναν μαζί θα τον εφοβείτο πάντοτε». (2)

Αλλα στέκια των «παλικαράδων» της Αθήνας βρίσκονταν στον Αγιο Φίλιππο (στο Θησείο), στη συνοικία της Βλασαρούς, που βρισκόταν στο σημείο όπου σήμερα εκτείνεται ο αρχαιολογικός χώρος των Αθηνών μεταξύ Θησείου, Αρχαίας και Ρωμαϊκής Αγοράς, στο Ριζόκαστρο, που βρισκόταν στη γειτονιά των Αέρηδων, στο κάτω μέρος της βόρειας πλευράς της Ακρόπολης και στο Γεράνι, το τρίγωνο από την Ομόνοια στο σημερινό δημαρχείο των Αθηνών έως την πλατεία Θεάτρου. (3)

Πότε έκαναν την εμφάνισή τους; «Η πρώτη εμφάνισις του παλληκαρισμού εν Αθήναις, όπως το εννοούμεν, εγένετο άμα τη εγκαθιδρύσει του συνταγματικού πολιτεύματος, εκλήθησαν δε ούτοι Αντάμηδες» έγραφε το 1898 η εφημερίδα «ΣΚΡΙΠ», με διευθυντή τον Ευαγγ. Κουσουλάκο (φ. 10.1.1898).

Μάλιστα το 1845 οι «Αντάμηδες», με επικεφαλής τον Μπουζέλο, συνεργάστηκαν με το Γαλλικό Κόμμα του Κωλέττη και πρωτοστάτησαν στα επεισόδια που έγιναν στις 4 Αυγούστου στην Αθήνα έξω από το εκλογικό κέντρο, στον ναό της Αγίας Ειρήνης, και οδήγησαν σε παραίτηση την κυβέρνηση Μαυροκορδάτου.

Σε ιστορική έρευνα για τις πρώτες εθνικές εκλογές στην «Εφημερίδα των Συντακτών» («Νησίδες» 29-30.6.2019) σημειώναμε ότι τα επεισόδια «ήταν μια καλοστημένη προβοκάτσια από το Παλάτι και τον Κωλέττη».

Η κυβέρνηση Μαυροκορδάτου είχε βρεθεί εγκλωβισμένη διότι γνώριζε ότι έπρεπε να λάβει μέτρα περιφρούρησης της τάξης στην Αθήνα, αλλά το Παλάτι δεν τα ενέκρινε υιοθετώντας τις κατηγορίες των αντιπάλων της πως τα μέτρα θα κατέτειναν στον επηρεασμό των πολιτών.

Ετσι όταν ο υποψήφιος, πολιτικά φίλος του Μαυροκορδάτου, Δημήτρης Καλλέργης, πήγε έξω από το εκλογικό κέντρο, συγκεντρωμένοι «οπαδοί» του Κωλέττη και του Μεταξά άρχισαν να τον αποδοκιμάζουν.

Υπήρξαν διαπληκτισμοί και ο Μαυροκορδάτος αναγκάστηκε να υποβάλει την παραίτησή του. Ωστόσο στον δρόμο τα επεισόδια συνεχίζονταν, με αποτέλεσμα τον θανάσιμο τραυματισμό ενός ατόμου και τον ελαφρύτερο πολλών άλλων. Τότε εμφανίστηκε έφιππος ο Οθων τον οποίο οι συγκεντρωμένοι άρχισαν να επευφημούν, ενώ λίγο νωρίτερα είχαν επιχειρήσει να λιντσάρουν τον Καλλέργη, τον πρωταγωνιστή της Επανάστασης του 1843 που υποχρέωσε τον Οθωνα να παραχωρήσει Σύνταγμα.

Με αυτόν τον τρόπο ο Οθων κατάφερε -έστω και πρόσκαιρα- να ανεβάσει το γόητρό του και μάλιστα σε βάρος του Καλλέργη και να μειώσει το κύρος του Μαυροκορδάτου.

Το επόμενο βήμα ήταν να δώσει εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στον Κωλέττη, που επρόκειτο να συνεργαστεί με τον Μεταξά.

«Εκτοτε οι αντάμηδες ήρχισαν να διαδραματίζωσι σπουδαίον πρόσωπον εις το κοινοβουλευτικό πολίτευμα». (4)

Σταδιακά όμως ο Κωλέττης, γνωρίζοντας ότι πολύ εύκολα οι «αντάμηδες» θα άλλαζαν… στρατόπεδο αν και δεν τους καταδίωκε, τους απομάκρυνε από την πολιτική. Αυτό αποτέλεσε την αρχή της παρακμής τους και μετά το 1854, οπότε ξέσπασε μεγάλη επιδημία χολέρας στην Αθήνα, εξαφανίστηκαν για να πάρουν αργότερα, μετά την έξωση του Οθωνα το 1862, τη θέση τους οι «τραμπούκοι».

Οι «τραμπούκοι»

Η χαρακτηριστική φιγούρα του «τραμπούκου» ήταν αυτή που έφτασε μέχρι τις μέρες μας, με τη χοντρή πατατούκα φορεμένη μόνο στο αριστερό χέρι, για να είναι ελεύθερο το δεξί να τραβήξει το μαχαίρι.

Αυτοί άρχισαν να συχνάζουν στου Ψυρρή και έγιναν πραγματική μάστιγα. Κανένας φιλήσυχος πολίτης δεν τολμούσε να περάσει από εκεί, ιδιαίτερα εάν συνόδευε κάποια γυναίκα. Οι «νταήδες» άρχιζαν να προκαλούν βρίζοντας, χυδαιολογώντας, ακόμα και πετώντας σάπιες τομάτες ή κλούβια αυγά. Και αλίμονο σε αυτόν που θα απαντούσε…

Λέγεται ότι αποκλήθηκαν τραμπούκοι διότι πήγαιναν, κατά ομάδες, σε διάφορα εκλογικά κέντρα και απαιτούσαν από τον κάθε υποψήφιο να τους δώσει «τραμπούκο» (από το tribute που σημαίνει φόρος υποτελείας).

Λεγόταν ακόμα ότι το όνομα τους το έδωσε ο δικηγόρος και πληρεξούσιος στην Εθνοσυνέλευση, Πανταλέων, ο οποίος έξαλλος από τον κυνισμό τους φώναξε «αυτοί δεν είναι εκλογείς, αλλά τραμπούκοι».

Κατά μια άλλη εκδοχή ονομάστηκαν τραμπούκοι από τα ισπανικά πούρα trambuco που τους δίνονταν στα εκλογικά γραφεία.

Από τους τραμπούκους διασημότεροι ήταν ο Περικλάκιας, οπαδός του Βούλγαρη, ο Στραβαρίδης, οπαδός του Δεληγιώργη, ο Ράλλης του Κουμουνδούρου, ο Λαχτάρας, ο Τρομάρας, ο Μπαλαφάρας, ο Ηρακλάκιας και άλλοι. Απ’ αυτούς ορισμένοι έγιναν αργότερα φιλήσυχοι πολίτες.

Κάποια φορά ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, που διετέλεσε 10 φορές πρωθυπουργός της Ελλάδας σε διάστημα 7,5 ετών, δέχτηκε παρατηρήσεις από φίλους του, επειδή βρίσκονταν συχνά στα σαλόνια του άτομα αυτής της κατηγορίας, για ν’ απαντήσει κυνικά:

«Εννοια σας. Η πολιτική είναι σαν ένα μεγάλο σπίτι, που έχει σάλες, γραφεία, έπιπλα, αλλά δεν μπορεί… Πρέπει να έχη και απόπατο. Αυτό είναι αυτοί που βλέπετε». (5)

Οι πολιτικοί ήταν επίσημα προστάτες των «τραμπούκων». Είναι δε χαρακτηριστικό ότι όταν στις αρχές της βασιλείας του Γεωργίου του Α’ ο αστυνόμος Δημητριάδης άρχισε συστηματικές επιδρομές στα απρόσιτα στέκια τους, εκείνοι δεν δίστασαν να επιτεθούν στην αστυνομική διεύθυνση στην πλατεία Κλαυθμώνος.

Ο Δημητριάδης πρότεινε στην κυβέρνηση σκληρά αντίποινα, αλλά ο πρωθυπουργός Βούλγαρης προτίμησε να υποχωρήσει κι αντί άλλου μέτρου απέλυσε τον αποφασιστικό αστυνομικό!

Ακολούθησε η δίωξή τους από τον αστυνόμο Βρατσάνο, ο οποίος και αυτός αντικαταστάθηκε από την κυβέρνηση, για να πάρει αργότερα τη… σκυτάλη ο αστυνόμος Γ. Τζανέτος, ένα σωστό παλικάρι, που ονομάστηκε και Μπαμπαμπούκας ή Πατατούκας.

Το βασικό «χτύπημα» του Τζανέτου γινόταν στον εγωισμό των «τραμπούκων», αφού πλησίαζε και με ένα μεγάλο ψαλίδι έκοβε το μανίκι της μισοφορεμένης πατατούκας τους.

Συνήθως ο «παλικαράς» δεν αντιστεκόταν, διότι ήξερε πως ο Τζανέτος δεν αστειευόταν, και ντροπιασμένος έφευγε για το σπίτι του.

Από τότε οι «τραμπούκοι» άρχισαν να κλωνίζονται, αλλά η δράση τους, με την ατιμωρησία που τους εξασφάλιζε η στήριξη των πολιτικών, συνεχιζόταν.

Σε δημοσιεύματα της εποχής σώζονται πολλά περιστατικά από τη… δράση ομάδων τραμπούκων στις πολιτικές αντιπαραθέσεις. Σε ένα απ’ αυτά ο Λαχτάρας εμφανίζεται να τραγουδάει περιπαικτικά τραγούδια για τον Δημήτριο Βούλγαρη, γνωστό με το προσωνύμιο «τζουμπές» από μια μακριά μπέρτα που φορούσε.

Κάποια φορά, πριν προλάβει να τελειώσει το τραγούδι, πετάγεται έξω ο Περικλάκιας, οπαδός του Βούλγαρη, με την ομάδα του και αρχίζει μια αιματηρή συμπλοκή.

«Κάμες, κουμπούρες, μαγκούρες και φονικόν είδος εσείοντο στον αέρα, μάχες σωστές διεξήγοντο και όταν η αστυνομία απεφάσιζε να επέμβη, οι τραμπούκοι των δύο κομμάτων, προ του… κοινού εχθρού, ξεχνούσαν τον καυγά τους και τάβαζαν με τους αστυνομικούς! (…) Τις πιο πολλές φορές στρατός και αστυνομία άφηναν τους τραμπούκους να λύσουν μόνοι τους τις διαφορές, γιατί αλλιώς κινδύνευαν να αφοπλισθούν και να γίνουν καταγέλαστοι». (6)

Κάτι παρόμοιο έπαθε και ένας λοχίας του στρατού, που προσπάθησε να συλλάβει τον Ράλλη Ιωάννου, το παλικάρι του Κουμουνδούρου. Ο Ράλλης ήταν χασάπης και πολύ γενναίο παιδί και κατάφερε να αφοπλίσει τον λοχία, που επιχείρησε με ένα απόσπασμα να τον συλλάβει.

Κατά μια εκδοχή ο Ράλλης συνελήφθη πολλές ώρες αργότερα μετά από άγρια καταδίωξη, ενώ κατά μία άλλη την επόμενη μέρα εμφανίστηκε στο Φρουραρχείο για να παραδώσει ο ίδιος το ξίφος που είχε αποσπάσει από τον λοχία. Το βέβαιο είναι ότι ο λοχίας ντροπιασμένος από το πάθημά του δολοφόνησε μέσα στο Φρουραρχείο τον «παλικαρά».

Αυτό συνέβη το 1882 και αποτέλεσε την αρχή του τέλους των συστηματικών και επίσημων νταήδων, τους οποίους διαδέχτηκαν οι περίφημοι «κουτσαβάκηδες» ή «κούτσαβοι».

Οι «κουτσαβάκηδες»

Για την προέλευση του ονόματος των «κουτσαβάκηδων» υπάρχαν διάφορες εκδοχές. Η επικρατέστερη θέλει να ονομάστηκαν έτσι διότι περπατούσαν κουτσαίνοντας επειδή δήθεν φορούσαν πάντα καινούργια παπούτσια και τους στένευαν οι στενόμακρες μύτες τους. (7)

Αλλη εκδοχή, προφανώς πιο περιπαικτική, θέλει να ονομάστηκαν έτσι χάριν ενός Πειραιώτη ψευτοπαλικαρά ονόματι Κουτσαβάκη (8), ενώ μια τρίτη άποψη αποδίδει το όνομά τους σε κάποιον Μήτσο Κουτσαβάκη, δεκανέα του στρατού επί Οθωνα, που είχε γίνει ονομαστός για τα κατορθώματά του ως κακοποιού. (9)

Τα «κουτσαβάκια» δεν φορούσαν πατατούκα, όπως οι «τραμπούκοι», αλλά σταυρωτό μαύρο σακάκι, πένθιμο πουκάμισο και πένθιμη γραβάτα (λαιμοδέτη). Στη μέση είχαν ζωσμένο ένα πλατύ και πολύπτυχο ζωνάρι όπου τοποθετούσαν τα όπλα τους και στο κεφάλι φορούσαν μια μαύρη ρεπούμπλικα, με πλατύ πένθος, που το αποκαλούσαν «θλίψη» ή «χλίψη».

Τα παπούτσια ήταν στιβάλια με ψηλό τακούνι, στενά και μυτερά, που έπρεπε να είναι ανορθωμένα μπροστά στην άκρη, σαν ρύγχος.

Τα μαλλιά τους ήταν πλούσια, κατέβαιναν ώς τα μάτια και ήταν πάντα αλειμμένα με χοιρινό λίπος, που αποτελούσε το κύριο… καλλυντικό τους.

Ο πιο θρασύς «κουτσαβάκης» της εποχής υπήρξε ο Νότης Ντάγλαρης, που προκαλούσε τρόμο στο πέρασμά του. Αυτός φορούσε κόκκινο ζωνάρι, του οποίου η μία άκρη κρεμόταν επιδεικτικά στο χώμα. Αν κανένας περαστικός τύχαινε να την πατήσει, χωρίς να το θέλει, τον άρχιζε στις φαλτσετιές.

Κάποτε ένας ανθυπασπιστής της Χωροφυλακής, ο Δημήτρης Περρίδης, καθώς περνούσε ο Ντάγλαρης μπροστά του, του πάτησε επίτηδες το ζωνάρι και του το λάσπωσε. Εκείνος τότε, που έγινε θηρίο για την προσβολή, τράβηξε τη φαλτσέτα κι ετοιμάστηκε να του επιτεθεί. Ο ανθυπασπιστής όμως, πιο γρήγορος από αυτόν, του έριξε μερικές γροθιές, τον αφόπλισε και τον έστειλε για τρία χρόνια στη φυλακή, όπου και πέθανε…

Κατά την τέταρτη κυβέρνηση του Χαρίλαου Τρικούπη (1882-1885) η καταδίωξη των «κουτσαβάκηδων» άρχισε να γίνεται πιο συστηματική. Αρχικά από τον αστυνόμο Κοσσονάκο και εν συνεχεία από τον «Φον Κολοκοτρώνη», έναν ιδιόρρυθμο αλλά ικανότατο αστυνομικό, απόγονο του περίφημου οπλαρχηγού, που ονομαζόταν Θεόδωρος Κ. Κολοκοτρώνης με το παρατσούκλι «Φον», και τέλος από τον Δημήτρη Μπαϊρακτάρη.

Ο Μπαϊρακτάρης, ένας σκληροτράχηλος στρατιωτικός που πολλές φορές επικρίθηκε για τη βίαιη συμπεριφορά του απέναντι σε φοιτητές και πολίτες, αποδείχτηκε ιδιαίτερα αποτελεσματικός στην καταπολέμηση των κουτσαβάκηδων και των χαρτοπαιγνίων που είχαν γίνει πληγή για την Αθήνα.

Για πρώτη φορά τοποθετήθηκε διοικητής Αστυνομίας Αθηνών-Πειραιώς το 1886, αλλά παρέμεινε στη θέση μόλις για 8 μήνες. Επανήλθε το 1892, οπότε και ανέλαβε δράση κατά των κουτσαβάκηδων. Για τελευταία φορά τοποθετήθηκε διευθυντής της Αστυνομίας το 1895 και παρέμεινε μέχρι τον Απρίλιο του 1897.

Επί των ημερών του η Αστυνομία είχε… προσλάβει έναν κουρέα και έναν υποδηματοποιό. Ο πρώτος έκοβε με το ψαλίδι τα λαδωμένα μαλλιά του «νταή» και ο δεύτερος το τμήμα του παπουτσιού που προεξείχε. Ακολούθως, σε μια δημόσια «τελετή» στη πλατεία Κλαυθμώνος, ο «κουτσαβάκης» υποχρεωνόταν να σπάσει πάνω σε ένα αμόνι τα όπλα του. Μετά απ’ όλα αυτά δεν τολμούσε να εμφανιστεί πουθενά.

Οι μάγκες

Κάποιοι κατέτασσαν και τους μάγκες ανάμεσα στους «παλικαράδες», αλλά δεν φαίνεται να είχαν σχέση. Σύμφωνα με μια εκδοχή, όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, οι άστεγοι νέοι μαζεύονταν στο ρολόι της Παλαιάς Αγοράς και όταν είχε κρύο άναβαν φωτιά και κάθονταν ολόγυρα διηγούμενοι παραμύθια ή ιστορίες των αντάμηδων. Λένε λοιπόν ότι περνώντας ο επικεφαλής της Αστυνομίας τους είπε: «Βρε τι μάγκα είστε αυτού;»

Σημειωτέον ότι κατά την επανάσταση μάγκαι ονομάζονταν τα κοινώς λεγόμενα μπουλούκια, διότι τα μέλη τους έτρωγαν μαζί από τη λοπάδα, που ήταν ένα μαγειρικό σκεύος.

Από τότε σε αυτούς τους νεαρούς άστεγους, που μαζεύονταν στο ρολόι της Αγοράς, δόθηκε το όνομα του μάγκα.

Αργότερα οι οπαδοί του Αγγλικού Κόμματος έδωσαν περιφρονητικά το ίδιο όνομα στους οπαδούς του Γαλλικού Κόμματος, οι οποίοι το μετέτρεψαν σε μοσχόμαγκες για να ξεχωρίζουν από τους μάγκες της Αγοράς.

Τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Οθωνα οι μάγκες βοήθησαν πάρα πολύ τις επαναστατικές κινήσεις, ιδιαίτερα τους πολιτικούς κρατούμενος στις φυλακές του Μενδρεσέ, όπου κατάφερναν να μπαίνουν κρυφά και να μεταφέρουν τρόφιμα και επιστολές από τους συντρόφους τους.

Η αποτέφρωση της Παλαιάς Αγοράς έδωσε τέλος στην ύπαρξη του μάγκα και τα άπορα παιδιά σταδιακά μετεξελίχτηκαν στους λούστρους της πρωτεύουσας. (10)

Πηγές:
(1) Εφ. «Ακρόπολις», φ. 28.12.1897
(2) Εφ. «Ακρόπολις», ό.π.
(3) Περιοδικό «Αστυνομικά Χρονικά», τεύχος 4ο, 15.7.1953, σελ. 158
(4) Εφ. «ΣΚΡΙΠ», φ. 10.1.1898
(5) Εφ. «Ακρόπολις», ό.π.
(6) Εφ. «Πατρίς», ό.π.
(7) Εφ. «Ακρόπλις», ό.π.
(8) Εφ. «ΣΚΡΙΠ», ό.π.
(9) Κ. Ρωμαίος (1978), «Λαογραφία της Ελλάδος», εκδόσεις Γιοβάνη.
(10) Εφ. «ΣΚΡΙΠ», ό.π.

[ad_2]

Πηγή : EFSYN