[ad_1]
Η κρίση και ο ΣΥΡΙΖΑ
Με τη χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων, οι σχεδιασμοί της «επομένης μέρας» βρίσκονται στο επίκεντρο των συζητήσεων όλων των οικονομικών και πολιτικών επιτελείων ανά τον κόσμο, τόσο από την πλευρά των κυβερνώντων όσο και από την πλευρά των αντιπολιτεύσεων. Ωστόσο, οι ιδιομορφίες και οι διαφορές μεταξύ ηπείρων, περιοχών και κρατών είναι τέτοιου μεγέθους που είναι ριψοκίνδυνο να εκτιμήσουμε τις εξελίξεις που έπονται με γενικεύσεις. Ιδιαίτερα δε στην Ευρώπη όπου η κραυγαλέα θεσμική και δομική κρίση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος αποδεικνύει τον οξύ πολιτικό κατακερματισμό της Γηραιάς Ηπείρου – ακόμα και στη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης και των επιπτώσεών της. Επί πλέον, η κρίση αυτή έπληξε διαφορετικά τις εκάστοτε χώρες αναλογικά με τον πληθυσμό τους, την ετοιμότητα των αρχών, την επιλογή υγειονομικής πολιτικής, την αντοχή των συστημάτων δημόσιας υγείας, τo εύρος διάδοσης του ιού και τον αριθμό θανάτων, όπως και τα στίγματα που άφησαν σε αυτές οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης του 2008. Οι «επόμενες μέρες» θα διαμορφωθούν επομένως διαφορετικά από τη μια χώρα στην άλλη, σε συνάρτηση με τους εκάστοτε εγχώριους συσχετισμούς δυνάμεων. Υπάρχει ωστόσο μια κοινή μελανή πραγματικότητα για όλες τις χώρες και ιδιαίτερα του Νότου: βαθιά ύφεση, υπέρογκο δημόσιο χρέος, μαζικές απολύσεις, υψηλή ανεργία, αύξηση των ανισοτήτων, εργοδοτική ασυδοσία, ευέλικτες και εκ περιτροπής μορφές εργασίας, ιδιαίτερα στις νέες μορφές ψηφιακής οικονομίας, αλυσίδα λουκέτων μικρομεσαίων επιχειρήσεων και συγκεντροποίηση αρπακτικών κεφαλαίων. Στην πολιτική σφαίρα δε, γενίκευση καθεστώτων έκτακτης ανάγκης και επιβολής από τη συμπαιγνία κράτους και «γιγάντων της ψηφιακής» (géants du numérique) πανοπτικών μορφών εξουσίας, επιτήρησης, ελέγχου και καταστολής (άρθρο μας, «Covid-19 και το αύριο», Εφ.Συν. 5.5.2020).
Ο ρόλος του κράτους
Κοινή διαπίστωση: η υγειονομική κρίση ανέδειξε για ακόμα μια φορά τον αποφασιστικό ρόλο του κράτους σε συγκυρίες βαθιάς κρίσης του καπιταλισμού που συχνά σηματοδοτούν και τις δομικές μεταλλάξεις του – βλέπε την παραδειγματική περίπτωση της κρίσης του 1929. Ουδέν νεώτερον επ’ αυτού ακόμα και σε καθεστώς νεοφιλελευθερισμού. Στον καπιταλισμό, το κράτος είναι εκείνο το θεσμικό συγκρότημα που διασφαλίζει την αναπαραγωγή των παραγωγικών σχέσεων και των κοινωνικών ιεραρχήσεων που τις συγκροτούν. Η «ουδετερότητα» και η «αμεροληψία» του κράτους όπως και η δήθεν υπόστασή του «έξω και πάνω από την κοινωνία» είναι ψευδαισθήσεις της αστικής ιδεολογίας. Ως θεσμικές οντότητες, η δημοκρατία, το κράτος δικαίου, όπως και το κράτος πρόνοιας, δεν αποτελούν ίδιες επιλογές του κεφαλαίου, του επιβλήθηκαν από τους αγώνες, συχνά αιματηρούς, των υποτελών τάξεων και διαθέτουν ως εκ τούτου μια σχετική αυτονομία. Συνιστούν πεδία συμπύκνωσης των ταξικών αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων, ιδιαίτερα δε στις μέρες μας που τόσο η δημοκρατία όσο και το κράτος δικαίου όχι μόνο φθίνουν αλλά βρίσκονται εν κινδύνω.
Κυβερνήσεις ώς χθες προσηλωμένες στο νεοφιλελεύθερο δόγμα βρίσκουν διά μαγείας δισεκατομμύρια για να στηρίξουν την επανεκκίνηση της οικονομίας, δηλαδή την επανεκκίνηση της αξιοποίησης του κεφαλαίου που διέκοψε βίαια η πανδημία (lockdown). Το ίδιο και με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, όπου μετά από πολλές παλινωδίες, βάζοντας προσωρινά σε παρένθεση διατάξεις του Συμφώνου Σταθερότητας, προτείνεται ένα πακέτο ανάκαμψης της οικονομίας 750 δισ. για το οποίο ωστόσο ακόμα αιωρούνται πολλαπλά ερωτήματα όσον αφορά την τελική του διευθέτηση – ποσοστό επιχορηγήσεων και δανείων, καθορισμός προτεραιοτήτων και στρατηγικών στόχων, όροι, εποπτείες κ.ά. Αυτοί που πιστεύουν ότι με αυτήν την κίνηση κάτι πάει να αλλάξει στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα –μια «επιστροφή» στις υποτιθέμενες «ιδρυτικές αξίες» του– σύντομα θα απογοητευτούν. H σωρεία των κρατικών και ευρωπαϊκών επιχορηγήσεων θα πάει, ειδικά στον Βορρά, «εκεί πού πρέπει»: στη διάσωση της αυτοκινητοβιομηχανίας, των μεγάλων αεροπορικών εταιρειών, στην εμβάθυνση της 4ης βιομηχανικής επανάστασης (υψηλές τεχνολογίες και ψηφιακή οικονομία), στον τουρισμό, στη διαχείριση της οικολογικής κρίσης, όπως και σε κάποιες διορθωτικές κινήσεις στα συστήματα υγείας και στον επαναπατρισμό στρατηγικών τομέων προς αποφυγή καταστροφικών εξαρτήσεων από τον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Η Συνθήκη της Μάαστριχτ, αυτό το πρώτο θεσμικό μνημόνιο, δεν αφήνει κανένα περιθώριο για ουσιαστικές αλλαγές.
Προσαρμοσμένο στις εγχώριες οικονομικές συνθήκες, το πρόγραμμα «Μένουμε όρθιοι Ι και ΙΙ » του ΣΥΡΙΖΑ εντάσσεται με ακρίβεια στα πλαίσια αυτών των συγκυριακών κρατικών παρεμβάσεων εν μέσω κρίσης. Ως τέτοιο αποτελεί απάντηση στην κυβερνητική πολιτική την έκδηλα αποφασισμένη να χρησιμοποιήσει την υγειονομική κρίση ως ευκαιρία παλινόρθωσης του νεοφιλελεύθερου ταξικού προσανατολισμού της – όπως εξάλλου και όλες οι άλλες νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις. Προς το παρόν ωστόσο η κυβέρνηση Μητσοτάκη διαθέτει την πρωτοβουλία και έχει το πάνω χέρι απέναντι σε μια κοινωνία ακόμα εξουθενωμένη από τις πολιτικές λιτότητας (2010-2020) και από μια υγειονομική κρίση που την έχει κυριολεκτικά γονατίσει. Κοινωνία εν αναμονή με ορίζοντες προσδοκιών σε εκκρεμότητα.
Οι προτάσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης (επιχορηγήσεις, δανειακές διευκολύνσεις, ζεστό χρήμα, δημόσιες επενδύσεις, εκμετάλλευση ευρωπαϊκών πόρων κ.ά.) στοχεύουν στον περιορισμό της ύφεσης, στη διαφύλαξη των θέσεων εργασίας και των εργασιακών σχέσεων, στην προστασία των ευάλωτων και των θυμάτων της εργασιακής ζούγκλας και επί πλέον, με ιδιαίτερη έμφαση, στην υποστήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που θεωρούνται ως εκείνα τα κοινωνικά στρώματα που υπέστησαν τα πιο βαριά πλήγματα τόσο από την οικονομική κρίση του 2008 όσο και στην παρούσα κρίση του Covid-19. Αυτή η έντονη αναφορά στην υποστήριξη της «μικρομεσαίας υγιούς επιχειρηματικότητας» έχει μεταφραστεί από πολλούς ως επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ, μετά τις τελευταίες τριπλές εκλογικές του ήττες, να μετατοπίσει το κέντρο βάρους της κοινωνικής του βάσης προς τα μικρομεσαία κοινωνικά στρώματα. Από καιρό, «προοδευτικοί» και «κεντροαριστεροί» του προσάπτουν ότι κατά την περίοδο της διακυβέρνησής του (2015-2019) επέλεξε να εγκαταλείψει τους υπερφορολογούμενους μικρομεσαίους προς αποκλειστικό όφελος των πιο ευάλωτων και των θυμάτων της τότε ανθρωπιστικής κρίσης, επιλογή που τον οδήγησε στις εν λόγω ήττες. Αμφισβητήσιμη ερμηνεία τόσο των εκλογικών αποτελεσμάτων όσο και του «επώδυνου συμβιβασμού» που δημιούργησε ωστόσο ένα έκδηλο αίσθημα ενοχής ακόμα και εντός του κόμματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς – ερμηνεία που εκτός των άλλων θέτει εκτός σκέψης το μέγεθος και τη σύσταση της αποχής. Σύμφωνα με τους ίδιους, είναι επείγον για τον ΣΥΡΙΖΑ, αν επιθυμεί να επανέλθει στα κυβερνητικά έδρανα, να απορρίψει το αμαρτωλό παρελθόν του και να αναλάβει χωρίς προσχήματα την πολιτική αντιπροσώπευση των «μικρομεσαίων», που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής κοινωνίας.
Το εγχείρημα των μικρομεσαίων κοινωνικών τάξεων ως όχημα προς την εξουσία έχει δοκιμαστεί ιστορικά με ποικίλους τρόπους και με ποικίλα αποτελέσματα. Η πολιτική θεωρία και οι ιστορικές εμπειρίες μάς έχουν διαφωτίσει επαρκώς. Στα καθ’ ημάς, η εγχώρια σοσιαλδημοκρατία καθιστά μια παραδειγματική περίπτωση αυτού του εγχειρήματος στις δύο εκδοχές του: από τη μια τον «παπανδρεϊσμό», αναφορικά με τα παραδοσιακά μικρομεσαία στρώματα, και από την άλλη, το εκσυγχρονιστικό ΠΑΣΟΚ, με την προσθήκη νεωτερικών μεσαίων κοινωνικών κατηγοριών, προικισμένων με ιδιάζουσες και εξειδικευμένες γνώσεις που αποσκοπούν στη στελέχωση, τη διαχείριση και την επιτήρηση του «ανθρώπινου δυναμικού» (ressources humaines) στον κρατικό μηχανισμό, στην πολιτική σφαίρα, στην οικονομία, στην κουλτούρα, στον πολιτισμό και στα ΜΜΕ: εμπειρογνώμονες, ειδήμονες, επικοινωνιολόγοι, διαμεσολαβητές, σύμβουλοι (consulting), λόμπι, think-tank και task-force όλων των ειδών. Ενα γενικευμένο μάνατζερ στελέχωσης και επιτήρησης του «ανθρώπινου κεφαλαίου». Ο νεωτερικός αυτός κοινωνικός αστερισμός, που αναπτύχθηκε με επιταχυνόμενους ρυθμούς τις τελευταίες δεκαετίες, συνέβαλε αποφασιστικά στην επιβολή και επικράτηση της ιδεολογικής ηγεμονίας του νεοφιλελευθερισμού. Να τονιστεί ότι επικαλούμενες τον δήθεν ουδέτερο χαρακτήρα της τεχνογνωσίας τους, οι εν λόγω κοινωνικές κατηγορίες είναι πρόθυμες να μπουν στην υπηρεσία οποιασδήποτε κυβέρνησης…
Η ελληνική σοσιαλδημοκρατία έκλεισε τον ιστορικό της ρόλο με τη διαδοχή αυτών των δύο εκδοχών της, τον «παπανδρεϊσμό» και το εκσυγχρονιστικό σημιτικό μόρφωμα. Τα αποτελέσματα τα ξέρουμε. Ενα από τα θέματα που διακυβεύονται στις διαδικασίες ανασυγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ κείται ακριβώς σε αυτόν τον στρατηγικό προβληματισμό, δηλαδή στην επιλογή συνέχισης, αναπαραγωγής και σύμπτυξης αυτών των δύο πολιτικών σχημάτων – η σωστά λεγόμενη «πασοκοποίηση» του ΣΥΡΙΖΑ (βλέπε άρθρο μας «ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία»: αναγέννηση του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ;» «Εφ.Συν.», 17.01.2020).
Για τη ριζοσπαστική Αριστερά το ερώτημα παραμένει: Ενας τέτοιος προσανατολισμός ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της εποχής μας, ιδιαίτερα δε στην αντιμετώπιση της τετραπλούς κρίσης που διανύουμε, υγειονομικής, οικονομικής, προσφυγικής και κλιματικής; Θα επανέλθουμε.
*Καθηγητής Πολιτικής Κοινωνιολογίας, Βρυξέλλες
[ad_2]
Πηγή : EFSYN