[ad_1]
Το άρθρο 11 του Συντάγματος ορίζει ως εξής το δικαίωμα του συνέρχεσθαι:
1. Oι Ελληνες έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα. 2. Mόνο στις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις μπορεί να παρίσταται η αστυνομία. Oι υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευτούν με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής, γενικά, αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, σε ορισμένη δε περιοχή, αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, όπως ο νόμος ορίζει.
Είναι φανερό πως η λέξη-κλειδί για να απαγορευτεί η δημόσια συνάθροιση από την αστυνομία είναι το «σοβαρός» – ποιος όμως, και πώς, υπολογίζει αυτή τη σοβαρότητα; Κάποιοι υποστηρίζουν εκθύμως τον νέο νόμο για τις «Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις» της κυβέρνησης, που ψηφίστηκε στη Βουλή από τη Νέα Δημοκρατία και το Κίνημα Αλλαγής. Κάποιοι από αυτούς λένε πως «επί χούντας κοιμόμασταν με ανοιχτά παράθυρα, κι αν δεν ήσουν αριστερός δεν είχες να φοβηθείς τίποτα», κι οι υπόλοιποι θα σου πουν πως «δεν είναι δυνατόν να κλείνει κάθε τόσο το κέντρο για πενήντα άτομα», μέχρι βέβαια να θιγούν τα δικά τους συμφέροντα και δικαιώματα, και αναγκαστούν να κατέβουν στον δρόμο διεκδικώντας τα, όπως άλλωστε κι οι άλλοι που κάνουν το ίδιο.
Ετσι κι αλλιώς, όπως μια απεργία είναι στην ουσία της ένας εκβιασμός, στον οποίο καταλήγουν οι εργαζόμενοι όταν όλα τα άλλα ειρηνικά και διαλλακτικά μέσα διαπραγμάτευσης με την εργοδοσία έχουν αποτύχει, έτσι και μια διαδήλωση ασφαλώς και διαταράσσει, σε μικρό ή σε μεγάλο βαθμό, την κοινωνική ευταξία, όπως βέβαια αυτή εννοείται και επιβάλλεται από το εκάστοτε καθεστώς.
Για παράδειγμα, κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, και μάλιστα μεγάλος, είχε δημιουργηθεί και στις αρχές του 1943, όταν οι Αρχές Κατοχής δημοσίευσαν στην εφημερίδα «Γερμανικά Νέα» τη διαταγή του στρατηγού Σπάιντελ για την πολιτική επιστράτευση των Ελλήνων, η οποία έγινε νόμος του κράτους με τις υπογραφές του κατοχικού πρωθυπουργού Κ. Λογοθετόπουλου και του υπουργού εργασίας Ν. Καλύβα – το γνωστό διάταγμα «Περί υποχρεωτικής εργασίας του αστικού πληθυσμού της Ελλάδος». Την αμέσως επόμενη ημέρα της δημοσίευσής του στο ΦΕΚ, μια θυελλώδης, πάνδημη διαδήλωση σχηματίστηκε αμέσως, με βασική απαίτηση την ανάκληση του επονείδιστου διατάγματος. Οι διαδηλωτές, διασαλεύοντας στεγνά τη δημόσια τάξη, αν μπορώ να το πω αυτό, κατέστρεψαν το γραφείο του πρωθυπουργού και πυρπόλησαν το υπουργείο Εργασίας όπου σχεδιαζόταν η μετατροπή των Ελλήνων σε σκλάβους της πολεμικής βιομηχανίας του Τρίτου Ράιχ… Επίσης, η κατάληψη του Νομικής και του Πολυτεχνείου επί δικτατορίας ασφαλώς και έθεσε σε σοβαρό κίνδυνο τη δημόσια ασφάλεια, ασφαλώς και δημιούργησε κυκλοφοριακά προβλήματα στους φιλήσυχους πολίτες που απλώς ήθελαν να πάνε στη δουλειά τους, αλλά το αγαθό για το οποίο οι φοιτητές διαδήλωσαν, δηλαδή η ελευθερία, ήταν υπέρτερο από τη διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής.
Και μια που μιλάμε για την απριλιανή δικτατορία και τους νόμους της περί συναθροίσεων, είναι ενδιαφέρον να δούμε τις αναλογίες τους με τον σχετικό νόμο της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Σε κάποια σημεία οι ομοιότητες μεταξύ των δύο νομοθετημάτων είναι εξόφθαλμες, τόσο που κάποιοι μίλησαν για απόδοση στη νεοελληνική του χουντικού νόμου. Ας δούμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Το «Νομοθετικόν Διάταγμα 794 ΦΕΚ Α1/1.1.1971» αναφέρει: «Ο πρόεδρος της δημοσίας συναθροίσεως και τα μέλη της ορισθείσης τυχόν οργανωτικής επιτροπής οφείλουν να παρίστανται καθ’ όλην την διάρκειαν της συναθροίσεως. Ο πρόεδρος και τα μέλη της οργανωτικής επιτροπής υποχρεούνται να μεριμνούν διά την κανονικήν διεξαγωγήν της συναναθροίσεως, ως και διά την τήρησιν των διατάξεων του παρόντος και των κειμένων νόμων, λαμβάνοντες προς τούτο παν πρόσφορον μέτρον και δικαιούμενοι να επικαλώνται την παρέμβασιν της Αστυνομίας. Δικαιούνται προς τούτοις να διακόψουν την συνάθροισιν και να επαναλάβουν ταύτην εντός πάντοτε του ορισθέντος χρόνου αυτής ή και να κηρύξουν την λήξιν ταύτης ανά πάσαν στιγμήν».
Το νομοσχέδιο με τίτλο «Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις» που έφερε η κυβέρνηση Μητσοτάκη το 2020 προβλέπει σχετικά: «Ο οργανωτής της συνάθροισης υποχρεούται να μεριμνά για την ομαλή διεξαγωγή της λαμβάνοντας κάθε αναγκαίο και πρόσφορο μέτρο. Ιδίως, ο οργανωτής της συνάθροισης: α. συνεργάζεται άμεσα με την αρμόδια αστυνομική ή λιμενική αρχή και ιδίως με τον Αστυνομικό ή Λιμενικό Διαμεσολαβητή και συμμορφώνεται στις υποδείξεις τους παρέχοντας τη συνδρομή του στην προσπάθεια για την τήρηση της τάξης και την ομαλή πραγματοποίηση της συνάθροισης. β. ενημερώνει τους μετέχοντες στη συνάθροιση για την υποχρέωσή τους να μη φέρουν και χρησιμοποιούν αντικείμενα πρόσφορα για την άσκηση βίας και ζητεί την παρέμβαση της αρμόδιας αστυνομικής ή λιμενικής αρχής για την απομάκρυνση ατόμων που φέρουν τέτοια αντικείμενα, γ. ορίζει επαρκή αριθμό ατόμων, τα οποία παρέχουν συνδρομή στην περιφρούρηση της συνάθροισης»…
Η «συνάθροιση», από το «συν+άθροιση», σύμφωνα με το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας σημαίνει τη συγκέντρωση ανθρώπων (και ζώων ή αντικειμένων) στο ίδιο μέρος, τη σύναξη. Η λέξη άθροιση βγαίνει από το αθροίζω, δηλαδή «συγκεντρώνω, συνενώνω σ’ ένα σύνολο», και βέβαια «εκτελώ την πράξη της πρόσθεσης». Το ρήμα αθροίζω προέρχεται από το «αθρόος», δηλαδή αυτός που εμφανίζεται σε αφθονία, ο μαζικός, ο ομαδικός. Ομόρριζές του λέξεις είναι ο θρόος (δηλαδή το θρόισμα), ο θόρυβος και ο θρήνος. Η αρχική σημασία της λέξης αθρόος είναι «θόρυβος πολλών μαζί».
Η συνάθροιση – συγκέντρωση είναι μια βαριά, πυκνή, ματωμένη λέξη: ο Διονύσης Σαββόπουλος είχε γράψει, παλιά, κάποιους στίχους (στο τραγούδι του «Η συγκέντρωση της ΕΦΕΕ), που ακόμα δονούν, συνεπαίρνουν και συνεγείρουν εκείνους κι εκείνες που η ευταξία του χουντικού χωροφύλακα τους είχε πέσει βαριά και δεν θα ήθελαν να την ξαναζήσουν με δημοκρατικό φερετζέ:
«Η πλατεία είναι γεμάτη κι απ’ το πρόσωπό σου κάτι έχει σωθεί
στον αγώνα του συντρόφου, στην αγωνία αυτού του τόπου για ζωή
στα παιδιά και τους εργάτες, στους πολίτες, στους οπλίτες,
στα πλακάτ και τη σκανδάλη που χτυπά.
Η συγκέντρωση ανάβει κι όλα είναι συνειδητά».
[ad_2]
Πηγή : EFSYN