Ανατροπή δεδομένων στην υπόθεση του Τζορτζ Φλόιντ φέρνει η ανεξάρτητη αυτοψία που πραγματοποιήθηκε κατόπιν αιτήματος της οικογένειάς του, η οποία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αιτία θανάτου του ήταν «ανθρωποκτονία που προκλήθηκε από ασφυξία λόγω πίεσης στο λαιμό και την πλάτη που οδήγησε σε έλλειψη ροής αίματος στον εγκέφαλο».
Σύμφωνα με τα πρώτα ευρήματα της νέας αυτοψίας, που διενεργήθηκε από τους δρ. Μάικλ Μπέιντεν και δρ. Αλέσια Γουίλσον και τα αποτελέσματά της δημοσιοποιήθηκαν τη Δευτέρα, ο 46χρονος άνδρας άφησε την τελευταία του πνοή επιτόπου και όχι καθ οδόν για το νοσοκομείο ή εντός του νοσηλευτικού ιδρύματος, όπως είχε αναφερθεί νωρίτερα.
Οι γιατροί διαπίστωσαν ότι το βάρος στην πλάτη του Φλόιντ από τους αξιωματικούς, τις χειροπέδες και τη θέση τους συνέβαλε επίσης στο θάνατό του, επηρεάζοντας τη σωστή λειτουργία του διαφράγματος του.
«Αυτό που βρήκαμε είναι σύμφωνο με αυτό που είδαν οι άνθρωποι», είπε ο δρ. Μπέιντεν. «Δεν υπάρχει άλλο ζήτημα υγείας που θα μπορούσε να προκαλέσει ή να συμβάλει στον θάνατο. Η αστυνομία έχει αυτή την εσφαλμένη εντύπωση ότι αν μπορεί κάποιος να μιλήσει, μπορεί και να αναπνεύσει. Αυτό δεν είναι αλήθεια» εξήγησε.
Υπενθυμίζεται ότι τα αρχικά ευρήματα της νεκροψίας-νεκροτομής υποστήριξαν πως ο θάνατος του Τζορτζ Φλόντ επήλθε πιθανότατα συνδυαστικά από: τον τρόπο με τον οποίο ο αστυνομικός τον πίεζε στον λαιμό, την ύπαρξη υποκείμενων ασθενειών (πρόβλημα καρδίας ή άσθμα) και την πιθανή ύπαρξη ουσιών στο οργανισμό του, καταλήγουν οι ιατροδικαστές.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Associated Press η νεκροτομή δεν είχε αποκαλύψει στοιχεία που να υποστηρίζουν πως ο θάνατος του 46χρονου επήλθε από στραγγαλισμό ή ασφυξία. Λεπτομέρειες σχετικά με την πιθανή ύπαρξη ουσιών στο αίμα του, πάντως, δεν υπάρχουν αφού τα αποτελέσματα των τοξικολογικών εξετάσεων απαιτούν αρκετές εβδομάδες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο δρ. Μάικλ Μπέιντεν είναι ενας διακεκριμένος επιστήμονας, πρώην επικεφαλής της ιατροδικαστικής υπηρεσίας στη Νέα Υόρκη, ενώ η δρ. Γούιλσον είναι διευθύντρια του ιατροδικαστικού τμήματος στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν.
Πηγή: