Του Μιχάλη Κατρίνη*
Σίγουρα στο μέλλον, στο μάθημα ιστορίας, τα Ελληνόπουλα θα διδάσκονται για την καταθλιπτική δεκαετία της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας, όπως
ακριβώς τώρα μαθαίνουν για την ισπανική γρίπη, τη Μικρασιατική καταστροφή,
το οικονομικό κραχ του 1929, τους δυο παγκόσμιους πολέμους και τη δικτατορία.
Για όλους όσοι ζούσαν εκείνες τις ταραγμένες περιόδους, το μέλλον
προδιαγραφόταν ζοφερό, χωρίς να διαφαίνεται άμεσα το τέλος στις μεγάλες
αβεβαιότητες της καθημερινότητάς τους. Παρόμοια συναισθήματα φόβου και
απαισιοδοξίας βιώνουν οι πολίτες και σήμερα, όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά και
παγκοσμίως, με τον κορονοϊό και τη συνεχή οικονομική κρίση να έχουν επηρεάσει
βαθιά την ψυχοσύνθεση μιας ολόκληρης γενιάς.
Όμως πάντοτε, μέσα από τις μεγαλύτερες κρίσεις γεννιόταν η ελπίδα, άλλοτε στο
πρόσωπο μεγάλων πολιτικών φυσιογνωμιών, όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος ή ο
Ανδρέας Παπανδρέου στη χώρα μας και άλλοτε μέσα από την αφύπνιση των ίδιων
των λαών, με την άνθηση των τεχνών, των γραμμάτων και την οικονομική
δραστηριότητα, όπως συνέβη στην Ελλάδα τις δεκαετίες του 60’ και του 80-90’.
Νομοτελειακή αφύπνιση, όμως, δεν υπάρχει. Πρέπει να την επιδιώξουμε,
ειδικότερα εφόσον χάσαμε μια ολόκληρη δεκαετία, προσπαθώντας να μιλήσουμε
– και κυρίως να πράξουμε – τα αυτονόητα: μεταρρυθμίσεις, αλλαγή παραγωγικού
μοντέλου, δημοσιονομική εξυγίανση και επικαιροποίηση του ρόλου του
κοινωνικού κράτους στις νέες συνθήκες της 4 ης βιομηχανικής επανάστασης. Με
δυο κόμματα εξουσίας να συνθέτουν σήμερα έναν «κουτσουρεμένο
δικομματισμό» που διαπληκτίζεται, καιροσκοπεί, αυτοθαυμάζεται, δεν συνεννοείται και μάλλον δεν τα καταφέρνει σχεδόν σε τίποτα από τα παραπάνω,
παρά μόνο με τρόπο αποσπασματικό…
Και κάπως έτσι, κοντά στα ανολοκλήρωτα αιτήματα της προηγούμενης δεκαετίας –
αιτήματα που μάλλον δεν έγιναν μαθήματα και μας οδήγησαν σε τρία διαδοχικά
μνημόνια – ήρθαν να προστεθούν και οι νέες προκλήσεις της κλιματικής κρίσης,
της πανδημίας και της διεύρυνσης των οικονομικών και επαγγελματικών
ανισοτήτων, με πάρα πολλούς συμπολίτες μας να κινδυνεύουν με αποκλεισμό.
Τα ανοιχτά μας «μέτωπα» πολλά, με πρώτο αυτό της πανδημίας. Οι συνεχείς
μεταλλάξεις του ιού, η ελλειμματική εμβολιαστική καμπάνια και το ατέρμονο
«μπρος – πίσω» των αντιφατικών μέτρων της κυβέρνησης, από υπουργούς που
«υποκατέστησαν» τους επιστήμονες, δεν προεξοφλούν εύκολες λύσεις στο
πρόβλημα. Η ιδεοληπτική εμμονή της συντηρητικής, κατά βάση, κυβέρνησης της
ΝΔ που επιμένει στη μη ουσιαστική ενίσχυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας και
των εργαζόμενών του, παρά μόνο με εμβαλωματικά μέτρα τύπου «βλέποντας και
κάνοντας», επιτείνει την ήδη προβληματική κατάσταση.
Η πανδημία, όμως σχετίζεται άμεσα με την παιδεία, η οποία έχει δεχθεί
ανεπανόρθωτο πλήγμα την τελευταία διετία, σε όλες τις βαθμίδες. Από το
νηπιαγωγείο μέχρι και το πανεπιστήμιο, από την κοινωνικοποίηση των παιδιών
μέχρι την ποιότητα της διδασκαλία τους, τη διδακτική «ύλη» και τις νέες
μεθόδους εκπαίδευσης και δια βίου κατάρτισης. Ζήτημα στο οποίο πρέπει να
απευθυνθούμε… χθες, διότι τα αποτελέσματα θα είναι καταστροφικά μέσα σε
λίγα μόλις χρόνια.
Πέρα όμως από το μέτωπο της πανδημίας, την πόρτα μας χτυπά και η
κατακόρυφη αύξηση του κόστους της ενέργειας, όπως και των τιμών των πρώτων
υλών, με αποτέλεσμα ραγδαίες πληθωριστικές πιέσεις που επιτείνουν την οικονομική αβεβαιότητα τόσο των νοικοκυριών, όσο και των επιχειρήσεων,
ροκανίζοντας το όποιο εισόδημα των πρώτων και μειώνοντας τις αναπτυξιακές
προοπτικές των δεύτερων.
Επιπροσθέτως, παρά την κάποια πρόοδο της ελληνικής οικονομίας φέτος, με
«μπροστάρη» τον τουρισμό, η πιστοληπτική αξιολόγησή της υπολείπεται της
επενδυτικής βαθμίδας, ενώ παραμένει ευάλωτη σε σχέση με τις πληθωριστικές
πιέσεις, άμεσα εξαρτώμενη από τις ‘’ευνοϊκές’’ αποφάσεις της ΕΚΤ.
Παρά τον επικοινωνιακό ορυμαγδό, η πραγματικότητα είναι ότι ελληνική
οικονομία στερείται από επενδυτικούς πόρους που θα μπορούσαν να δώσουν
«ανάσες» σε κρίσιμους τομείς, με τις άμεσες ξένες επενδύσεις να κινούνται μόλις
στο 0.7% του συνόλου της Ε.Ε., με μικρή βελτίωση στον τομέα της γραφειοκρατίας
και μόνιμο πρόβλημα πρόσβασης στη ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος
ακόμα και για βιώσιμες επιχειρήσεις.
Και βέβαια κοντά σε όλα αυτά, η αύξηση των εισαγωγών και η διεύρυνση του
ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου που σε συνδυασμό με το πρωτογενές
έλλειμμα επιβαρύνει τη δημοσιονομική εικόνα της χώρας, επαναφέροντας μνήμες
του πρώτου εξαμήνου του 2009.
Στη χώρα μας, οι μεσομακροπρόθεσμες προβλέψεις για την ελληνική οικονομία
από το 2022 και μετά θα μπορούσαν να ήταν και θετικές. Εάν βέβαια η κυβέρνηση
διέθετε ένα συμπεριληπτικό σχέδιο για τα έργα και τις μεταρρυθμίσεις, που
συνδέονται με τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης. Ωστόσο και εδώ, επικρατεί
πολύ συγκεκριμένη λογική με προτεραιότητα την περαιτέρω ενίσχυση των ήδη
μεγάλων και ισχυρών ομίλων, σε μεταπρατικού χαρακτήρα συνέργειες με εταιρίες
του εξωτερικού, με ελάχιστη εγχώρια προστιθέμενη αξία για την ελληνική
οικονομία.
Θέτει, με αυτό τον τρόπο, η κυβέρνηση εν αμφιβόλω κάθε προοπτική τόνωσης της
ραχοκοκαλιάς της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων,
οι οποίες δεν ενθαρρύνονται για ουσιαστικές συνέργειες, επενδύσεις και
ανάπτυξη δραστηριοτήτων, προοπτική που θα τόνωνε την εγχώρια παραγωγή, την
απασχόληση και την εθνική οικονομία.
Την ίδια στιγμή, από τον τομέα της μεταποίησης και της βιομηχανίας
απουσιάζουν-εδώ και πολλά χρόνια- ουσιαστικά κίνητρα και μέτρα στήριξης (πχ
μείωση κόστους ενέργειας, κόστους δανεισμού και μη μισθολογικού κόστους) που
θα επέτρεπαν τον υγιή ανταγωνισμό με ομοειδείς ευρωπαϊκές επιχειρήσεις,
προσφέροντας σταθερές και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, σε μια περίοδο
που η ευρωπαϊκή βιομηχανία συνειδητά επιχειρεί να ανακτήσει το χαμένο
έδαφος και να απεξαρτηθεί από την Κίνα και την Ινδία.
Αναμφίβολα, πρόκληση για τη χώρα μας αποτελεί ο ψηφιακός μετασχηματισμός
της χώρας και της οικονομίας, τομέας στον οποίο ναι μεν γίνονται σωστά βήματα,
όχι όμως με την ταχύτητα που απαιτεί η εποχή. Η πρόσβαση πολιτών και
επιχειρήσεων στις δυνατότητες των δικτύων νέας γενιάς χωρίς αποκλεισμούς,
λόγω έλλειψης υποδομών ή υψηλού κόστους, αποτελεί προϋπόθεση για τη
μετάβαση στη νέα εποχή, προϋπόθεση που πρέπει να εξασφαλίσει μια
ευνομούμενη πολιτεία για το σύνολο των πολιτών.
Η παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας περνά μέσα από την αναγέννηση του
πρωτογενούς τομέα, τον εκσυγχρονισμό και την εξωστρέφεια, μέσα από τη χρήση
νέων τεχνολογιών που μειώνουν τα κόστη και το περιβαλλοντικό αποτύπωμα.
Συνεργατικά σχήματα, προϊόντα με υψηλή διατροφική αξία που προωθούνται σε
αγορές του εξωτερικού, σύνδεση με τις τοπικές κοινωνίες και την πολιτιστική
παράδοση κάθε περιοχής, ενίσχυση της διατροφικής αυτάρκειας της χώρας, αποτελούν μερικές μόνο από τις κατευθύνσεις που πρέπει να υλοποιηθούν
άμεσα.
Παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες, έστω και δειλά, τόσο στη χώρα μας όσο και
στον υπόλοιπο κόσμο άρχισε να αχνοφαίνεται μια αχτίδα ελπίδας. Τόσο ο
δεξιόστροφος, όσο και ο αριστερόστροφος λαϊκισμός που κυριάρχησαν την
προηγούμενη δεκαετία άρχισαν να απορρίπτονται, με τους πολίτες να αναζητούν
προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις που θα προωθήσουν με ρεαλιστικό τρόπο την
αλληλεγγύη, το σύγχρονο κοινωνικό κράτος, τη βιώσιμη ανάπτυξη και την ανάγκη
επαναρρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, ακολουθώντας λίγο πολύ το
σοσιαλδημοκρατικό παράδειγμα.
Σε αυτό το πλαίσιο, θα ξημερώσει σε λίγες ώρες το 2022. Ένα έτος «ορόσημο»,
στο οποίο βέβαια προτεραιότητα εξακολουθεί να αποτελεί η καταπολέμηση της
πανδημίας, αλλά σε κάθε περίπτωση πρέπει να τεθούν και οι βάσεις για τη μετα-
πανδημική πορεία της χώρας, όποτε αυτή κι αν έρθει. Και αυτό, με τους
υφιστάμενους πολιτικούς συσχετισμούς είναι δυστυχώς δύσκολο να συμβεί.
Τώρα που η συντηρητική κυβέρνηση της ΝΔ παλινωδεί, λόγω έλλειψης σχεδίου
και ο ΣΥΡΙΖΑ πολώνει, εξαιτίας της αδυναμίας του να ασκήσει ουσιαστική
αντιπολίτευση με κυβερνητική προοπτική, είναι φανερό πως έφτασε η ώρα της
δημοκρατικής παράταξης, να αναλάβει ξανά τον ρόλο του πρωταγωνιστή,
προκειμένου να ξεφύγει η χώρα από το διαφαινόμενο αδιέξοδο.
Το 2022 μπορεί να γίνει χρονιά νίκης, μπορεί να γίνει χρονιά αισιοδοξίας, μπορεί
να γίνει χρονιά αλλαγής σελίδας. Θα γίνει εν μια νυκτί; Σίγουρα όχι και
παραφράζοντας τον Τσώρτσιλ, δεν θα είναι το τέλος, δεν θα είναι καν η αρχή του
τέλους, σίγουρα όμως μπορεί να γίνει το τέλος της αρχής…
*Ο Μιχάλης Κατρίνης είναι επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του
Κινήματος Αλλαγής