«Το μήνυμα από τη, πρόσφατη συνάντηση στην Κωνσταντινούπολη είναι αισιόδοξο» δηλώνει ο Δημήτρης Αβραμόπουλος σε συνέντευξη του στην “Καθημερινή της Κυριακής”.
Απαντώντας σε ερώτηση αν θεωρεί ότι οι διερευνητικές με την Τουρκία μπορούν να οδηγήσουν σε απτά αποτελέσματα ο τ. επίτροπος της ΕΕ δηλώνει «Πιστεύω ναι» και προσθέτει: «Προϋπόθεση είναι η ύπαρξη ισχυρής πολιτικής βούλησης, εμπιστοσύνης και αμοιβαίας κατανόησης».
Δηλώνει ότι ο ίδιος ήταν πάντοτε υποστηρικτής του διαλόγου, και θύμισε ότι «επί ημερών μου ως υπουργού Εξωτερικών, είχα ενθαρρύνει την επανέναρξη των διερευνητικών και έτσι πραγματοποιήθηκαν δύο ακόμη κύκλοι, ο 53ος τον Οκτώβριο του 2012 και ο 54ος τον Ιανουάριο του 2013». «Οι συνομιλίες αυτές έγιναν σε μία σχετικά καλύτερη ατμόσφαιρα και είχε βοηθήσει σε αυτό η σχέση μου και με τον συνάδελφό μου τότε Υπουργό Εξωτερικών της Τουρκίας Νταβούτογλου. Όπως αντιλαμβάνεσθε το περιεχόμενο των συνομιλιών αυτών δεν ήταν, ούτε είναι ανακοινώσιμο. Θα έλεγα δε, επειδή πολλά γράφονται τον τελευταίο καιρό, να αποφεύγονται αναφορές στην ουσία των διερευνητικών συνομιλιών για να μην ακυρώνεται ο σκοπός τους» τονίζει και επισημαίνει χαρακτηριστικά: «Οι διεθνείς διαφορές διευθετούνται με τρεις τρόπους. Ή με απευθείας συνομιλίες, ή μέσω διεθνούς διαιτησίας ή τέλος, με πόλεμο».
Σχετικά με τα ζητήματα που εγείρει η Τουρκία, της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών και της αναθεώρησης της συνθήκης της Λωζάννης, ο κ. Αβραμόπουλος αναφέρει πως για πολλά χρόνια το ζήτημα αποστρατιωτικοποίησης των νησιών δεν επανερχόταν και τονίζει πως «ήταν και παραμένει αδιανόητη η αναθεώρηση της συνθήκης της Λωζάννης». Προσθέτει πως είναι βέβαιος ότι αυτό το γνωρίζουν και οι γείτονες, ενώ είναι ξεκάθαρες για τον θέμα αυτό και οι θέσεις της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Ο ίδιος εκτιμά ότι «τους τελευταίους μήνες το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης επανήλθε από το πάντοτε ελλοχεύον βαθύ κράτος της Τουρκίας, το οποίο όπως ιστορία έχει αποδειχθεί, σε περιόδους έντασης στις σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες παρεμβαίνει με σκοπό να διαπραγματευτεί ισχυροποίησή της».
Όσον αφορά τη στάση της ΕΕ στα ελληνοτουρκικά σημειώνει ότι για να μπορεί να την αξιολογήσει κανείς «πρέπει να αξιολογηθούν πρώτα οι διμερείς σχέσεις ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη και στην Τουρκία» και εξηγεί: «Η Ευρώπη δεν έχει κοινή εξωτερική πολιτική, όπως δεν έχει και κοινή αμυντική πολιτική. Αυτό που ορίζει, λοιπόν, τη στάση κάθε χώρας είναι τα δικά της στρατηγικά και οικονομικά συμφέροντα. Και αυτό εξηγεί την τελική έκβαση του χαρτιού των κυρώσεων».
Ο τ. επίτροπος Μετανάστευσης σημειώνει ότι η κυβέρνηση έχει χειριστεί πολύ αποτελεσματικά το μεταναστευτικό, «κι ατό φαίνεται από τους χαμηλούς δίτες ροών, αλλά και από τη δυναμική στάση στον Έβρο», ενώ εκτιμά ότι είναι πολύ πιθανό στη μετά covid εποχή να βρεθούμε αντιμέτωποι στην Ευρώπη με νέες ροές μεταναστών, κυρίως απο τη Βόρεια Αφρική.
Θεωρεί ότι Ελλάδα, μετά το πέρας πανδημίας, θα εντυπωσιάσει με την οικονομική ανάκαμψη που θα ακολουθήσει και θα είναι από τους πρώτους διεθνείς προορισμούς για επενδύσεις.
Στην ερώτηση, τέλος, εάν μετά την επιστροφή του σ την Ελλάδα, θα επιστρέψει και στην πολιτική του κοιτίδα, την Α’ Αθηνών απαντά: «Αυτό ακριβώς είχα δηλώσει πριν από την επιστροφή μου