Η Ελλάδα και η Τουρκία θα πρέπει να δουλέψουν από κοινού για τη σταδιακή βελτίωση των σχέσεών τους, ωστόσο «δεν είναι δυνατόν να κρύψουμε κάτω από το χαλί τα ζητήματα στα οποία έχουμε διαφορετική αντίληψη και προσέγγιση», σχολιάζει ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα “Καθημερινή της Κυριακής”, μετά την επίσκεψή του στην Άγκυρα και το “μπρα ντε φερ” με τον Τούρκο ομόλογό του Μεβλούτ Τσαβούσογλου, σε απευθείας σύνδεση αλλά και τη συνάντηση με τον Τούρκο Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.

«Παρά τη δημόσια προβολή που δόθηκε στη συνάντηση, η επίσκεψη αυτή μπορεί να αποτελέσει την πρώτη πράξη σταδιακής βελτίωσης των σχέσεων με την Τουρκία», επισημαίνει. «Δεν θα είναι εύκολη υπόθεση», αλλά «για το λόγο αυτό θα συνεχιστούν οι επαφές μας σε πολιτικό επίπεδο». Προσθέτει δε πως προσκάλεσε τον Τούρκο ομόλογό του να επισκεφθεί την Αθήνα και η συνάντηση αυτή μπορεί να συνεισφέρει στην προετοιμασία μιας συνάντησης μεταξύ του πρωθυπουργού και του Τούρκου Προέδρου.

Ο κ. Δένδιας, αναφέρει πως στη συνάντηση με τον κ. Τσαβούσογλου «υπήρξε όντως διαφοροποίηση», «παρά το πολύ καλό κλίμα που είχε δημιουργηθεί κατά τις συνομιλίες μου». «Κάθε πλευρά εξέφρασε τις θέσεις της, τόσο κατά τις συνομιλίες, όσο και δημοσίως. Στο πλαίσιο αυτό ανέπτυξα τις πάγιες θέσεις της Ελλάδας, οι οποίες είναι εξάλλου γνωστές. Ήταν εμφανές ότι δεν υπάρχει σύγκλιση σε αρκετά ζητήματα» επισημαίνει. Όμως, εξηγεί, σκοπός της επίσκεψης στην Άγκυρα, «ήταν να αναζητηθούν προοπτικές για μια θετική ατζέντα με την Τουρκία, προκειμένου να υπάρξει, σε πρώτη φάση, ένα κλίμα αποκλιμάκωσης, όχι συμφωνία».

«Πάγια επιδίωξη της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι η βελτίωση τόσο των διμερών σχέσεων, όσο και των σχέσεων ΕΕ-Τουρκίας», τονίζει. Στο πλαίσιο αυτό, η ελληνική πλευρά υπέβαλε συγκεκριμένες προτάσεις σε μια σειρά από σημαντικούς τομείς, όπως της οικονομίας, του εμπορίου, των μεταφορών, της ηλεκτρικής ενέργειας, στο πλαίσιο της συνεργασίας και με την Βουλγαρία, στις τηλεπικοινωνίες. Η πρωτοβουλία αυτή βρήκε άμεση ανταπόκριση από την τουρκική πλευρά, η οποία υπέβαλε και αυτή τις δικές της προτάσεις.

Σημειώνει ακόμη ότι το κλίμα στη συνάντηση με τον Τούρκο Πρόεδρο ήταν θετικό. «Από πλευράς μας, όπως ήταν αναμενόμενο, επανέλαβα την προσήλωση μας στο Διεθνές Δίκαιο και στις ευρωπαϊκές αξίες».

Ο υπουργός Εξωτερικών υπογραμμίζει ότι από τουρκικής πλευράς παρατηρείται «μια παγίωση θέσεων που εκφεύγουν της διεθνούς νομιμότητας. Κάτι που κάνει την προοπτική επίλυσης τους δύσκολη, αλλά όχι αδύνατη».

«Εάν υιοθετήσουμε κοινούς κανόνες, δηλαδή αν η Τουρκία αποδεχθεί την UNCLOS, τότε μια λύση μπορεί να είναι προσπελάσιμη» επισημαίνει. «Το ζήτημα που αντιμετωπίζουμε μέχρι σήμερα με την Τουρκία είναι ότι δεν υπάρχει κοινός παρονομαστής όσον αφορά το πλαίσιο επίλυσης της διαφοράς μας».

«Τη διαφορά προσέγγισης που έχουμε την τόνισα στις επαφές μου με τους Τούρκους συνομιλητές μου. Και συμφωνήσαμε ότι διαφωνούμε. Κατ’ αρχήν σε φιλικό κλίμα πριν τη συνέντευξη. Ευελπιστώ, όμως, ότι η Τουρκία θα αλλάξει στάση και θα ευθυγραμμιστεί με τις υπόλοιπες χώρες του κόσμου», σημειώνει ο υπουργός Εξωτερικών.

Υπενθυμίζει ακόμη ότι χώρες όπως οι ΗΠΑ, αν και δεν έχουν επικυρώσει την UNCLOS, τη θεωρούν ως θεμελιώδη κανόνα όσον αφορά τα ζητήματα του Δικαίου της Θάλασσας.

Ο υπουργός Εξωτερικών ξεκαθαρίζει ακόμη ότι θέση της Ελλάδας είναι ότι «πρέπει να οριοθετήσουμε την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη και κατ’ επέκταση την υφαλοκρηπίδα με την Τουρκία τόσο στο Αιγαίο, όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο, πάντα στη βάση του Διεθνούς Δικαίου. Αυτό είναι και το μοναδικό ζήτημα το οποίο συζητούμε στις Διερευνητικές Επαφές. Και προσβλέπουμε στην 63η συνάντηση, η οποία θα διεξαχθεί στην Τουρκία».

Ν. Στ.