Παρά τις επιμέρους μικροδιαφορές τους, Μητσοτάκης και Τσίπρας εκφράζουν ως “αντίδοτο” στην ενεργειακή φτώχεια ακριβώς εκείνη την πολιτική που οδήγησε στην εκτόξευσή της, δηλαδή την απελευθέρωση της ενέργειας, με την “πράσινη μετάβαση”, την απολιγνιτοποίηση, την απαξίωση των εγχώριων πηγών ενέργειας, προς όφελος των κερδών των ενεργειακών ομίλων.
Αυτή είναι η πολιτική που μετέτρεψε το πανάκριβο φυσικό αέριο σε στρατηγικό καύσιμο. Αυτή είναι η στρατηγική που εισήγαγε το “εμπόριο ρύπων” εκτοξεύοντας τη τιμή του λιγνίτη. Αυτή είναι η πολιτική που υπηρετεί το “χρηματιστήριο ενέργειας – με νόμο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – που αποτελεί και το “βασίλειο” της κερδοσκοπίας.
Χωρίς σύγκρουση με αυτή τη στρατηγική, των ευρωενωσιακών δεσμεύσεων και των “αντοχών της οικονομίας”, με κριτήριο τα κέρδη του κεφαλαίου, δεν μπορεί να υπάρχει ανάσα για τα λαϊκά νοικοκυριά.
Το ΚΚΕ προτάσσει ένα συνολικό πλέγμα μέτρων: Με κατάργηση των αντιλαϊκών έμμεσων φόρων σε καύσιμα και ηλεκτρικό ρεύμα, τους οποίους εισπράττει το κράτος για να τους επιστρέψει ως “ζεστό χρήμα” στο κεφάλαιο. Με κατάργηση όλων των συμβάσεων που καθορίζουν τις Ρήτρες Αναπροσαρμογής και του χαρατσιού επιδότησης των ΑΠΕ. Όσο για τον ΕΝΦΙΑ, τίποτα λιγότερο δεν μπορεί να γίνει ανεκτό από το λαό, πέρα από την κατάργηση αυτού του άδικου φόρου.
Πάνω από όλα το ΚΚΕ είναι το μοναδικό κόμμα που προβάλλει τη σχεδιασμένη αξιοποίηση του συνόλου των ενεργειακών πηγών της χώρας (λιγνίτης, υδρογονάνθρακες, γεωθερμία, ΑΠΕ κ.λπ.) προς όφελος των λαϊκών αναγκών, για να πάψει η ενέργεια να αποτελεί “εμπόρευμα”.
Αυτά είναι τα επείγοντα ζητήματα που πρέπει να προτάξει ο εργατικός-λαϊκός αγώνας, γυρνώντας την πλάτη στη γνωστή παγίδα της “εκλογολογίας” και της μάταιης αναζήτησης λιγότερο οδυνηρών λύσεων στο πλαίσιο του σημερινού αντιλαϊκού δρόμου ανάπτυξης.