Τη διάθεση μιας μονάδας του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ) ζητά ο Ιατρικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης (ΙΣΘ) ώστε να γίνουν άμεσα rapid-tests στα μέλη του, διότι “πολλοί γιατροί ενδέχεται να είναι ασυμπτωματικοί και να εργάζονται. Ήδη έχουν καταγραφεί κρούσματα και μεταξύ συναδέλφων -όπως είναι γνωστό- γεγονός που επιβαρύνει περαιτέρω την κατάσταση στο ΕΣΥ και την αντιμετώπιση της έξαρσης των κρουσμάτων στην πόλη”.
Το θέμα τέθηκε σε διαδικτυακή συνεδρίαση του Δ.Σ. του ΙΣΘ στην οποία προσκλήθηκαν οι διοικητές της 3ης και 4ης ΥΠΕ, Π. Μπογιατζίδης και Δ. Τσαλικάκης αντίστοιχα, η υπεύθυνη της Επιχειρησιακής Ομάδας Βόρειας Ελλάδας του Εθνικού Κέντρου Επιχειρήσεων Υγείας (ΕΚΕΠΥ), Τζίνα Λεπτοκαρίδου-Λακασά και ο πρόεδρος του Πανελληνίου Ιατρικού Συλλόγου (ΠΙΣ) και μέλος της επιστημονικής επιτροπής διαχείρισης της πανδημίας (υπό τον καθηγητή Σ. Τσιόδρα) Αθανάσιος Εξαδάκτυλος.
Ο πρόεδρος του ΙΣΘ Νίκος Νίτσας ζήτησε πληροφορίες και διευκρινίσεις για τις μονάδες covid19 που λειτουργούν ή που θα λειτουργήσουν στα νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης υπενθυμίζοντας την έκκληση που είχε κάνει πριν το εορταστικό πενθήμερο να τηρηθούν ευλαβικά τα μέτρα από τους πολίτες και την πολιτεία ώστε να μη φθάσουμε σε σοκαριστικούς αριθμούς εκατοντάδων κρουσμάτων του ιού.
Όπως είπε “οι δειγματοληπτικοί έλεγχοι του ΕΟΔΥ πρέπει να συνεχιστούν στοχευόμενα σε χώρους συνεύρεσης εργαζομένων καθώς και στα σχολεία καθ’ όλη τη διάρκεια του lockdown, προκειμένου να μπορέσουμε να συλλέξουμε στοιχεία για την εξέλιξη της πανδημίας. Η εκθετική αύξηση κρουσμάτων κορωνοϊού στην Θεσσαλονίκη -που ξεκίνησε πριν από ένα μήνα – έπρεπε να ανακοπεί άμεσα με εφαρμογή ολικού lockdown. Χρόνος για περαιτέρω καθυστερήσεις δεν υπήρχε, καθώς ήταν επιβεβλημένη η αποφόρτιση του ΕΣΥ το οποίο λειτουργεί κάτω από οριακές συνθήκες”.
Κατά την ενημέρωση του ΔΣ του ΙΣΘ από τους συναρμόδιους παράγοντες του υπουργείου υγείας, για όσα έγιναν μέχρι σήμερα και όσα θα γίνουν προσεχώς, ο κ. Νίτσας σημείωσε ότι “δυστυχώς η Θεσσαλονίκη παρέμεινε… μακριά από τις δωρεές στο ΕΣΥ για τη δημιουργία νέων κλινών covid-19, οι οποίες όπως είναι γνωστό ενίσχυσαν ήδη τις υποδομές της Αθήνας.
Η μετατροπή κλινών γενικών ΜΕΘ σε νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης σε ΜΕΘ… covid-19 είναι μια λύση ανάγκης επιβεβλημένη υπό τις παρούσες συνθήκες ωστόσο δεν θα πρέπει να αποτελέσει μόνιμη κατάσταση καθώς άλλα νοσήματα -εκτός covid19- συνεχίζουν να υπάρχουν και να απειλούν ανθρώπινες ζωές. Γίνεται αντιληπτό ότι οι δομές υγείας της Θεσσαλονίκης οι οποίες περιθάλπουν ασθενείς από ολόκληρη τη βόρεια Ελλάδα, χρειάζονται άμεσα νέες ΜΕΘ κι ανάλογες προσλήψεις εξειδικευμένων γιατρών, παρακαταθήκη και για το μέλλον”.
Ο ΙΣΘ υπενθύμισε στους παράγοντες του υπουργείου υγείας ότι πρέπει να προχωρήσει άμεσα η προκήρυξη 800 θέσεων για την ενίσχυση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) όπως άλλωστε υποσχέθηκε και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης γιατί “επιτέλους η χώρα πρέπει να αποκτήσει ένα σύστημα υγείας που θα ενσωματώνει Πρωτοβάθμια, Δευτεροβάθμια και Τριτοβάθμια περίθαλψη σύμφωνα και με τις προτάσεις του Πανελλήνιου Ιατρικού Συλλόγου”.
Σε ότι αφορά το κλείσιμο των λυκείων κρίθηκε από τον ΙΣΘ… ανεπαρκές και ότι το μέτρο θα πρέπει να επεκταθεί και στα γυμνάσια γιατί “οι μαθητές άνω των 13 ετών ενδέχεται να μετέχουν ενεργά στην αλυσίδα της επιδημίας σε αντίθεση με τα μικρότερα παιδιά του δημοτικού ή τα νήπια των οποίων το ιϊκό φορτίο είναι πολύ μικρό (κι όταν νοσούν έχουν ήπια συμπτωματολογία)”, συμφωνώντας με την θέση που έχει εκφράσει και ο πρόεδρος του ΠΙΣ κ. Εξαδάκτυλος.
Ο κ. Νίτσας τόνισε ότι “πρέπει να κάνουμε ότι μπορούμε, ο καθένας από τη θεσμική του ιδιότητα, ώστε οι πολίτες να συνειδητοποιήσουν τη δυσκολία της κατάστασης και να εμπιστευθούν τους ειδικούς κλείνοντας τα αυτιά σε πάσης φύσεως «πανεπιστήμονες» που τη μια μέρα φορούν… “μάσκες” λοιμωξιολόγων και την άλλη… σεισμολόγων. Η πορεία της επιδημίας ας αποτελέσει μια ευκαιρία να διδαχθούμε να ζούμε με τον ιό, όμως προστατευμένοι από αυτόν.
Οι γιατροί της Θεσσαλονίκης -τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα- καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια υποστήριξης της Δημόσιας Υγείας εφαρμόζοντας τις επιστημονικές οδηγίες και τα πρωτόκολλα ασφαλείας, υπό αντίξοες συνθήκες. Το ίδιο συμβαίνει και στα ιδιωτικά ιατρεία και εργαστήρια τα οποία συνεχίζουν να λειτουργούν κανονικά, “βάζοντας πλάτη” στο ΕΣΥ για μία ακόμη φορά, και τηρώντας όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα προστασίας. Είμαστε αισιόδοξοι ότι θα τα καταφέρουμε όπως και στο παρελθόν σε ανάλογες καταστάσεις, ώστε να γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα”