Για την αρχαιολογική, ιστορική και πολιτιστική αξία των αρχαιοτήτων και της διατήρησής τους κατά χώρα, δεν θα μιλήσουμε εμείς. Η διεθνής και ελληνική επιστημονική κοινότητα έχει καταθέσει με όλους τους τρόπους τη μαρτυρία της. Ακόμα και επιστήμονες που τάχθηκαν υπέρ της απόσπασης των αρχαιοτήτων ομολογούν ότι συναινούν αναγκαστικά στη διόρθωση ενός αρχικού λάθους (χάραξη του Μετρό Θεσσαλονίκης) με ένα άλλο λάθος, που είναι η απόσπαση των αρχαιοτήτων.

Αυτό που έχει ωστόσο ενδιαφέρον πολιτικά και συνιστά τομή ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά, είναι η αντιμετώπιση της πολιτιστικής κληρονομιάς, η ένταξή της στον αναπτυξιακό προσανατολισμό της χώρας και η δημοκρατικότητα της διαχείρισής της.

Για την Αριστερά λοιπόν, εν αρχή είναι ο νόμος. Όπως ορίζεται στο άρθρο 42 του αρχαιολογικού νόμου 3028/2002 «η μετακίνηση μνημείου λόγω τεχνικού έργου εξετάζεται μόνο όταν από σχετικό επιστημονικό έλεγχο αποκλείεται κάθε δυνατότητα διατήρησής του στο περιβάλλον του». Αυτό για την Αριστερά σημαίνει ότι η πολιτική εξουσία οφείλει να εξαντλήσει όλα τα δυνατά περιθώρια που προσφέρει η επιστήμη ώστε να διατηρηθούν οι
αρχαιότητες στον χώρο τους.

Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αυτό ακριβώς έπραξε. Αναζήτησε τις τεχνικές λύσεις για να μείνουν αμετακίνητα τα αρχαία. Και τη βρήκε. Δεν επαναπαύτηκε στη διόρθωση ενός λάθους με ένα άλλο λάθος. Δεν έβαλε τα αρχαία σε περιπέτειες, δεν υπέταξε την πολιτιστική κληρονομιά στις ανάγκες και τα συμφέροντα εργολάβων. Έκανε αυτό που επιτάσσει ο διεθνής και εθνικός νόμος.

Ο κ. Μητσοτάκης αντιθέτως, αμέσως μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τη ΝΔ, εξήγγειλε από το βήμα της ΔΕΘ την απόσπαση των αρχαιοτήτων από το Μετρό. Παραβιάζοντας λοιπόν τη νομιμότητα, εφόσον αποδεδειγμένα πια υπάρχει τεχνητή λύση για να μείνουν τα αρχαία αμετακίνητα, ο Πρωθυπουργός εξήγγειλε την απόσπαση και η
υπουργός Πολιτισμού, ακυρώνοντας η ίδια το ρόλο της ως εγγυήτρια της προστασίας της πολιτιστικής κληρονομιάς, έσπευσε σα να ήταν διοικητική υπάλληλος να εκτελέσει εντολές.

Το επιχείρημα της καθυστέρησης του έργου του Μετρό Θεσσαλονίκης λόγω της κατά χώρα διατήρησης των αρχαιοτήτων –όπως ισχυρίζεται η ΝΔ- αναδεικνύει την άλλη τεράστια αξιακή διαφορά ανάμεσα στην Αριστερά και τη Δεξιά και αφορά το αναπτυξιακό σχέδιο για τη χώρα.

Το έργο του Μετρό, σε τεράστια καθυστέρηση και στασιμότητα επί χρόνια, προχώρησε, βάσει της νέας μελέτης με την κατά χώρα διατήρηση των αρχαιοτήτων, στο 75% επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ενώ το 2020 θα είχε παραδοθεί όλη η γραμμή εκτός από το σταθμό Βενιζέλου. Τώρα η λύση της απόσπασης αποδεικνύεται ιδιαίτερα χρονοβόρα και εξόχως
κοστοβόρα.

Πέρα όμως από αυτό, για τον ΣΥΡΙΖΑ η ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς στο πλαίσιο ενός μεγάλου έργου υποδομής έχει προστιθέμενη αναπτυξιακή αξία. Η πολιτιστική κληρονομιά δε λειτουργεί ανταγωνιστικά προς την ανάπτυξη –όπως την αντιπαραθέτει η ΝΔ στη συνείδηση των πολιτών. Αντιθέτως, λειτουργούν προσθετικά η μια στην άλλη. Όπως σημειώνεται στην εισαγωγή του βιβλίου «ΜΕΤΡΩντας, την ιστορία της Θεσσαλονίκης» (επιμέλεια Π. Βελένη και Γ. Μυλόπουλου), «[…] οι ανοιχτοί αρχαιολογικοί χώροι εντός του
κελύφους των δύο κεντρικών σταθμών, Βενιζέλου και Αγίας Σοφίας, συνιστούν μια καινοτομία που συμβαίνει για πρώτη φορά με αφορμή το Μετρό Θεσσαλονίκης και αυτό αναμένεται να προκαλέσει έντονο οικονομικό ενδιαφέρον, κινητοποιώντας την αγορά, το εμπόριο και τον τουρισμό».

Αν για τη ΝΔ η ανάπτυξη και η καινοτομία σημαίνει ανταγωνισμός και ρήμαγμα της κληρονομιάς των νεκρών και των δικαιωμάτων των ζωντανών, για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ σημαίνει συνύπαρξη, ενεργοποίηση και υπεράσπιση των μεν και των δε.

Το πιο σημαντικό ωστόσο για την Αριστερά είναι ότι η διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς αποτελεί δημοκρατικό δικαίωμα των πολιτών, για την οποία έχουν λόγο. Για τη ΝΔ η πολιτιστική κληρονομιά είναι ζήτημα εργαλειοποίησης από κάποιους «ειδικούς», δηλαδή από αυτούς που θεωρούν τον εαυτό τους νόμιμο ιδιοκτήτη της χώρας.

Στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης αυτό έχει γίνει καθ’ υπερβολή διαχρονικά. Έγινε και με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Η ΝΔ εργαλειοποίησε με τον πιο χυδαία εθνικιστικό τρόπο την πόλη και την ιστορία της. Όταν όμως βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα από τα σημαντικότερα δείγματα της ιστορίας της, δείγματα που αναδεικνύουν τον πρωταγωνιστικό της ρόλο σε όλες τις εποχές, σε όλα τα Βαλκάνια, την αντιμετωπίζει σαν μια επαρχιακή πόλη, όπως έκανε πάντα για να την εργαλειοποιεί όποτε και όπως θέλει.

Η κληρονομιά που άφησε το κοσμικό Βυζάντιο δεν βολεύεται στα εργολαβικά σχέδια του παρόντος. Την υπεράσπιση λοιπόν της κληρονομιάς τους ανέλαβαν οι ίδιοι οι Θεσσαλονικείς. Ανέλαβαν να ασκήσουν το δημοκρατικό δικαίωμα και καθήκον τους. Να υπερασπιστούν την πόλη τους, την κληρονομιά και τη συνέχεια της.

Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήταν υποχρεωμένη αξιακά να συνομιλήσει με τους πολίτες της Θεσσαλονίκης, γιατί για την Αριστερά στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς έχουν και πρέπει να έχουν λόγο οι πολίτες.

Κι αυτοί φωνάζουν με όλους τους τρόπους: Αμετακίνητα!