Ερώτηση της Ευρωκοινοβουλευτικής Ομάδας του ΚΚΕ για τις παρακολουθήσεις από την ΕΥΠ και την χρήση κατασκοπευτικού λογισμικού

 

Η ομολογία στην οποία υποχρεώθηκε η κυβέρνηση της ΝΔ για τη παρακολούθηση από την
ΕΥΠ των επικοινωνιών του ευρωβουλευτή και προέδρου του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ Ν. Ανδρουλάκη,
σε συνδυασμό με την επιδίωξη παρακολούθησής του από το λογισμικό Predator,
προστίθεται στις επανειλημμένες «συνακροάσεις» τηλεφώνων στην έδρα της Κεντρικής
Επιτροπής (ΚΕ) του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΚΕ) από το 2016 που έμειναν
αδιερεύνητες από τη λεγόμενη «Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών –
ΑΔΑΕ», επιβεβαιώνοντας το ρόλο της στη συγκάλυψη παραβιάσεων του απορρήτου των
επικοινωνιών.

Στη δημοσιότητα μεταξύ άλλων ήρθαν ακόμη αποκαλύψεις για την
παρακολούθηση από την ΕΥΠ των επικοινωνιών δημοσιογράφων που κι αυτές
συνοδεύτηκαν από την ενεργοποίηση του συστήματος παρακολούθησης Predator.
Παρόμοιες περιπτώσεις παρακολουθήσεων με το λογισμικό spyware Pegasus
αποκαλύφθηκαν και για τις κυβερνήσεις της Ουγγαρίας, Πολωνίας και Ισπανίας. Στοιχεία
έχουν δει το φως της δημοσιότητας και για τη Γερμανική κυβέρνηση που αγόρασε το πιο
πάνω κατασκοπευτικό λογισμικό το 2019, ενώ σε διαπραγματεύσεις για την απόκτησή του
ήρθαν κι οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Εσθονίας 1 .

Η παραγωγή, εμπορία και διακίνηση κατασκοπευτικού λογισμικού, όπως το Pegasus, το
Predator και δεκάδες άλλα που κυκλοφορούν, θεωρείται νόμιμη από τη νομοθεσία της ΕΕ.
Ο κανονισμός 2021/821 2 για τα «είδη διπλής χρήσης» επιτρέπει την πώληση και εξαγωγή
«ειδών κυβερνοεπιτήρησης», δηλαδή «ειδών σχεδιασμένων να επιτρέπουν τη
συγκεκαλυμμένη επιτήρηση φυσικών προσώπων μέσω παρακολούθησης, εξαγωγής,
συλλογής ή ανάλυσης δεδομένων από συστήματα πληροφοριών και τηλεπικοινωνιών»,
αρκεί το κράτος εισαγωγής να … «σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα», όπως θέτει
υποκριτικά η ευρωενωσιακή νομοθεσία.
Η παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών από διάφορες υπηρεσίες ασφαλείας και κρατικές αρχές των κρατών-μελών στηρίζεται στο επικίνδυνο νομοθετικό πλαίσιο που
έχουν διαμορφώσει κυβερνήσεις και ΕΕ σε εθνικό και ευρωενωσιακό επίπεδο. Το θεσμικό
αυτό πλαίσιο στο όνομα εννοιών «λάστιχο» που οι κυβερνήσεις ερμηνεύουν ανάλογα με
τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των επιχειρηματικών ομίλων, όπως της «εθνικής
ασφάλειας», της «δημόσιας τάξης», του «δημοσίου συμφέροντος», άλλοτε της
«καταπολέμησης της τρομοκρατίας», της «ριζοσπαστικοποίησης» και του «οργανωμένου
εγκλήματος» έχει ανάγει σε κανόνα την παρακολούθηση και το φακέλωμα των πάντων, την
συστηματική και γενικευμένη παραβίαση της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών
δεδομένων των εργαζομένων. Είναι κατά συνέπεια απαράδεκτη.

Στην Ελλάδα ο ν.2225/1994 της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, που έγινε ακόμη χειρότερος με τις
τροποποιήσεις των κυβερνήσεων της ΝΔ, το 2008 και του ΣΥΡΙΖΑ, το 2018 και προβλέπει
την αυτοματοποιημένη έγκριση της άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών από
Εισαγγελέα με την επίκληση της «εθνικής ασφάλειας», στηρίζεται στο άρθρο 15 παρ. 1 της
οδηγίας 2002/58/ΕΚ 3 που προβλέπει ότι τα κράτη μέλη δύνανται να λαμβάνουν νομοθετικά
μέτρα για να περιορίζουν το απόρρητο των επικοινωνιών για τη «διαφύλαξη της εθνικής
ασφάλειας, της εθνικής άμυνας, της δημόσιας ασφάλειας, και για την πρόληψη,
διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη ποινικών αδικημάτων».

Με την επαίσχυντη οδηγία 2006/24/ΕΚ επιβάλλεται η διατήρηση από τους παρόχους
ηλεκτρονικών επικοινωνιών των «μεταδεδομένων» όλων των πολιτών σε κάθε κράτος-
μέλος της ΕΕ και η άμεση διάθεση τους στις υπηρεσίες ασφαλείας. Τα «μεταδεδομένα»
παρέχουν στοιχεία για το ποιος μίλησε με ποιον, μέσω ποιων συσκευών, πότε, για πόση
διάρκεια, καθώς και πού βρίσκονταν αυτοί οι χρήστες κατά τη συνομιλία τους, ακόμη και
τις αναπάντητες κλήσεις. Παρέχουν στους κατασταλτικούς μηχανισμούς και τις υπηρεσίες
ασφαλείας των κρατών μελών την δυνατότητα εξαγωγής ιδιαιτέρως ακριβών
συμπερασμάτων σε σχέση με την ιδιωτική ζωή όλων των προσώπων, όπως οι καθημερινές
συνήθειες, οι τόποι διαμονής, οι καθημερινές και άλλες μετακινήσεις, οι ασκούμενες
δραστηριότητες, οι κοινωνικές σχέσεις τους και το κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο τα
πρόσωπα αυτά κινούνται.

Στην υπερψήφιση της, το Δεκέμβρη 2005 στο Ευρωκοινοβούλιο, είχε πρωτοστατήσει ο
σημερινός υπουργός εργοδοσίας, τότε ευρωβουλευτής της ΝΔ, Κ. Χατζηδάκης, ενώ στο
Συμβούλιο της ΕΕ πέρασε και με την ψήφο της τότε κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ.
Αν και η απαράδεκτη οδηγία κρίθηκε με απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ ανίσχυρη το
2013, ο στόχος των οργάνων της ΕΕ και των αστικών κυβερνήσεων για γενικευμένο

φακέλωμα των πάντων επιτεύχθηκε και με το παραπάνω, αφού στο μεταξύ όλες οι
κυβερνήσεις των κρατών-μελών την ενσωμάτωσαν στην εθνική τους νομοθεσία. Στην
Ελλάδα η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ την κατέστησε εθνική νομοθεσία με το Ν. 3917/2011
και μέχρι σήμερα παραμένει σε ισχύ, αφού όλες οι κατοπινές διαδοχικές κυβερνήσεις
ΝΔ/ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ διατηρούν την άθλια αυτή νομοθεσία ανέπαφη.
Τα παραπάνω εντάσσονται σ’ ένα νομοθετικό πλέγμα φακελώματος τεραστίων
διαστάσεων όπως:

  •  Ο κανονισμός 2016/679 (Γενικός Κανονισμός Προστασίας Δεδομένων) που γενικεύει
    την καταγραφή, συλλογή και χρήση από τα αστικά κράτη των προσωπικών
    δεδομένων με την επίκληση λόγων «ασφάλειας του κράτους», «εθνικής άμυνας»,
    «δημόσιας ασφάλειας», «πρόληψης, διερεύνησης, δίωξης ποινικών αδικημάτων»,
    «άλλων σημαντικών στόχων γενικού δημόσιου συμφέροντος της Ένωσης ή κράτους
    μέλους» (άρθρο 23).
  •  Η γιγαντιαία βάση προσωπικών δεδομένων SIS III του συστήματος Σένγκεν για την
    ανταλλαγή τους μεταξύ των κρατών-μελών.
  •  Ο κανονισμός 2016/794 για την ανταλλαγή δεδομένων των υπηρεσιών των κρατών
    μελών με την Ευρωπόλ, διευρύνοντας την «εντολή της», με βάση τον οποίο μπορεί
    να διαβιβάζει προσωπικά δεδομένα ακόμη και σε ιδιώτες και υπηρεσίες τρίτων
    χωρών.
  •  Οι “Νόμοι” της ΕΕ για τις Ψηφιακές Αγορές και Ψηφιακές Υπηρεσίες (DMA-DSA) που
    εγκρίθηκαν πρόσφατα από το Ευρωκοινοβούλιο, προωθούν την πλήρη
    εμπορευματοποίηση των προσωπικών δεδομένων, παραδίδοντάς τα για εμπορική
    χρήση στους ομίλους-κολοσσούς του Διαδικτύου.
  •  Η συγκρότηση και διεύρυνση της λειτουργίας του EU-LISA, οργανισμού λειτουργικής
    διαχείρισης υπολογιστικών συστημάτων ευρείας κλίμακας του λεγόμενου “Χώρου
    Ελευθερίας Ασφάλειας Δικαιοσύνης” της ΕΕ, που επί της ουσίας συντονίζει όλους
    τους ευρωενωσιακούς οργανισμούς φακελώματος και παρακολούθησης, με τους
    Κανονισμούς 2011/1077 και 2018/1726.
  •  Η οδηγία (EE) 2016/681 για την διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων των
    επιβατών αερομεταφορών.
    Το πλαίσιο αυτό συμπληρώνεται με τη σύμβαση ΕΕ – ΗΠΑ, καθώς και με δεκάδες τρίτες
    χώρες, και επιτρέπει την διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων των εργαζομένων στα
    κράτη μέλη της ΕΕ στις υπηρεσίες ασφαλείας των ΗΠΑ και των άλλων χωρών.

Γι’ αυτή την επικίνδυνη κατάσταση για τους λαούς της ΕΕ, βαριές ευθύνες έχουν όλες οιπολιτικές ομάδες του Ευρωκοινοβουλίου και τα αντίστοιχα κόμματά τους στα κράτη-μέλη,
που πρωτοστατούν στη διαμόρφωση αυτού του αντιλαϊκού νομοθετικού πλαισίου και
στηρίζουν την υλοποίηση του. Εξάλλου, αυτό το νομοθετικό πλαίσιο, σε συνδυασμό με το
γεγονός ότι η ΕΕ επισήμως ισχυρίζεται προκλητικά ότι οι εργατικοί-λαϊκοί αγώνες
διαταράσσουν τη δημόσια ζωή και ασφάλεια κι αντιμετωπίζονται συνεπώς ως απειλή,
θέτει ξεκάθαρα στο στόχαστρο το εργατικό-λαϊκό κίνημα που αγωνίζεται για τα
δικαιώματά του με βάση τις σύγχρονες ανάγκες.

Με βάση τα παραπάνω οι Ευρωβουλευτές του ΚΚΕ, Κώστας Παπαδάκης και Λευτέρης
Νικολάου-Αλαβάνος κατέθεσαν το εξής ερώτημα στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή:
“Πώς τοποθετείται η Ευρ. Επιτροπή για το γεγονός ότι το ίδιο το θεσμικό πλαίσιο
της ΕΕ, το οποίο έχει ενσωματωθεί από τις κυβερνήσεις και στις εθνικές νομοθεσίες, έχει
καταστήσει νόμο και επιτρέπει την γενικευμένη παρακολούθηση των επικοινωνιών, την
παραβίαση της ιδιωτικής ζωής, τη συλλογή, επεξεργασία και ανταλλαγή προσωπικών
δεδομένων των εργαζομένων σε όλα τα κράτη-μέλη της;”

10/08/2022 Η ΕΥΡΩΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΤΟΥ ΚΚΕ