Ολυμπία Τελιγιορίδου: «Απαξιωτική και αδικαιολόγητη η στάση της Κυβέρνησης απέναντι στους παραγωγούς ελληνικών λιπασμάτων»

 

Ερώτηση κατέθεσε η Ολυμπία Τελιγιορίδου, με τη συνυπογραφή 33 ακόμη βουλευτών του
ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ, προς τους Υπουργούς Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων και Οικονομικών σχετικά με την απαξιωτική και αδικαιολόγητη στάση της Κυβέρνησης απέναντι στους παραγωγούς ελληνικών λιπασμάτων.

Η έκδοση της μεταβατικής ΚΥΑ που δημοσίευσαν, καθυστερημένα μάλιστα, τα δύο Υπουργεία, με ισχύ μόλις μέχρι τις 15 Δεκεμβρίου 2022, έχει προκαλέσει τις αντιδράσεις των ελληνικών λιπασματοβιομηχανιών. Μετά από 1,5 χρόνο διαβουλεύσεων με τους αρμόδιους φορείς και με την προοπτική της θέσπισης μιας νέας εθνικής νομοθεσίας για τα λιπάσματα, τα Υπουργεία, χωρίς καμία εξήγηση, προχωρούν στην έκδοση μιας ΚΥΑ με περιορισμένη ισχύ και στην οποία χαρακτηρίζουν τα ελληνικά λιπάσματα ως «παλαιών προδιαγραφών», καθιστώντας επισφαλή τη δυνατότητα εξαγωγών τους.

Η κυβέρνηση, ενόψει του κινδύνου ελλείψεων λιπασμάτων στην αγορά, λόγω του πόλεμου
στην Ουκρανία και του εκρηκτικού ενεργειακού κόστους, πρέπει παράλληλα με την αλλαγή του ευρωπαϊκού κανονισμού, να εισαγάγει μια εθνική νομοθεσία, όπως έκαναν άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Θα πρέπει να στηρίξει την εγχώρια παραγωγή λιπασμάτων από τις ελληνικές μικρομεσαίες εταιρείες, οι οποίες προσαρμόζουν την παραγωγή τους στις εκάστοτε εδαφοκλιματικές συνθήκες και τις ανάγκες των πολλών και διαφορετικών ελληνικών καλλιεργειών.

Δεν έχουν τέλος τα προβλήματα με τα οποία έρχεται αντιμέτωπος ο αγροτικός
κόσμος της χώρας. Στο στόχαστρο της αδυναμίας της Κυβέρνησης ΝΔ να χειριστεί,
σε εθνικό επίπεδο, τις επιπτώσεις της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, βρίσκεται και
ο κλάδος της παραγωγής και εμπορίας λιπασμάτων. Ενώ ήδη από τον Ιούλιο του
2022 έχει καταργηθεί ο ευρωπαϊκός κανονισμός περί λιπασμάτων, η Κυβέρνηση της
ΝΔ φρόντισε όχι μόνο ετεροχρονισμένα αλλά και με περισσή προκλητικότητα να
δημοσιεύσει μεταβατική ΚΥΑ, ύστερα από 1,5 χρόνο διαβουλεύσεων, με ισχύ μέχρι
τις 15 Δεκεμβρίου 2022.

Η κατάργηση του Ευρωπαϊκού Κανονισμού 2003/2003 και η προαιρετική
εφαρμογή του νέου Ευρωπαϊκού Κανονισμού 1009/2019, έδωσε στα κράτη μέλη τη
δυνατότητα τα προϊόντα λίπανσης να κυκλοφορούν και με βάση την Εθνική τους
Νομοθεσία. Ο χρόνος διαβούλευσης που προηγήθηκε, για τη διαμόρφωση μιας νέας
ΚΥΑ, θα προασπιζόταν τα εθνικά λιπάσματα και θα έδινε τη δυνατότητα στους
έλληνες παραγωγούς λιπασμάτων να συνεχίσουν να εναρμονίζονται με τις
απαιτήσεις της Ελληνικής αγοράς και ζήτησης. Εν αντιθέσει, η ηγεσία του ΥΠΠΑΤ και
του Υπουργείου Οικονομικών αποφάσισε να αγνοήσει τα ανωτέρω και να
προχωρήσει, με μεγάλη μάλιστα καθυστέρηση, όπως επισημάνθηκε και σε
προηγούμενη κοινοβουλευτική ερώτηση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, στην έκδοση μιας ΚΥΑ, η
οποία όχι μόνο έχει περιορισμένη ισχύ, πράγμα που σημαίνει ότι κανείς δεν θα
επενδύσει χρόνο και χρήμα για να προσαρμοστεί σε αυτά που ορίζει, αλλά επίσης
χαρακτήρισαν με τον απαξιωτικό όρο τα ελληνικά λιπάσματα ως «παλαιών
προδιαγραφών», καθιστώντας τα μη ανταγωνιστικά και δημιουργώντας τη
λανθασμένη εντύπωση ότι υπολείπονται ποιοτικών χαρακτηριστικών.

Η ελληνική παραγωγή και αγορά λιπασμάτων αντιμετωπίζει ιδιαιτερότητες, όπως επανειλημμένως έχει τονίσει ο Σύνδεσμος Παραγωγών και Εμπόρων Λιπασμάτων (ΣΠΕΛ), τις οποίες το Υπουργείο δεν έλαβε υπόψη ως όφειλαν. Είναι χαρακτηριστικό πως οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις παραγωγής λιπασμάτων, ανταποκρινόμενες στις ανάγκες των πολλών ελληνικών καλλιεργειών, των διαφορετικών εδαφολογικών και κλιματολογικών συνθηκών που επικρατούν στις διάφορες περιοχές της επικράτειας, αλλά και του μικρού αγροτικού κλήρου, προσφέρουν 200 με 300 διαφορετικά είδη λιπασμάτων, σε αντίθεση με τις μεγάλες πολυεθνικές που έχουν μόνο 30 με 40 είδη.

Εύκολα γίνεται αντιληπτό πως η γραφειοκρατική διαδικασία πιστοποίησης, που προτείνεται από τον νέο Ευρωπαϊκό Κανονισμό, είναι αδύνατο να εφαρμοστεί από τις εγχώριες επιχειρήσεις, όχι μόνο επειδή αυξάνει δραματικά το κόστος παραγωγής αλλά και επειδή οι ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις παράγουν προϊόντα προσαρμοσμένα στις εκάστοτε ανάγκες των αγροτών, σε μικρή ποσότητα και σε δεδομένη χρονική στιγμή.

Επειδή, η εκθετική αύξηση της τιμής των λιπασμάτων, σε συνδυασμό με τον πόλεμο στην Ουκρανία και το εκρηκτικό ενεργειακό κόστος, έχουν δημιουργήσει τεράστια προβλήματα τιμών και προσφοράς, Επειδή, ο νέος ευρωπαϊκός κανονισμός έχει προαιρετική εφαρμογή, επομένως αφήνει το περιθώριο σε κάθε χώρα να χαράξει τη δική της πολιτική για τα λιπάσματα, Επειδή, είναι απαραίτητη μια εθνική νομοθεσία που θα προωθεί την εγχώρια παραγωγή λιπασμάτων από τις ελληνικές μικρομεσαίες εταιρείες που στηρίζουν στοχευμένα την παραγωγή προϊόντων και προσαρμόζουν τα λιπάσματα, ανάλογα με τις εκάστοτε εδαφοκλιματικές συνθήκες, στις ανάγκες των πολλών και διαφορετικών ελληνικών καλλιεργειών, Επειδή, πρέπει να στηριχθεί η ελληνική παραγωγή λιπασμάτων προκειμένου να αποφευχθεί ο κίνδυνος ελλείψεων στην ελληνική αγορά, καθώς από τη μία, πολλές ευρωπαϊκές λιπασματοβιομηχανίες έχουν προχωρήσει σε μείωση ή και πλήρη αναστολή της παραγωγής, λόγω της αύξησης των τιμών των πρώτων υλών και του φυσικού αερίου, και από την άλλη, είναι περιορισμένη η
προσφορά λιπασμάτων από τη Ρωσία και την Ουκρανία, που καταλάμβαναν σημαντικό κομμάτι της παγκόσμιας παραγωγής,

Ερωτάται ο αρμόδιος Υπουργός:

1. Για ποιον λόγο η ΚΥΑ, που εδώ και ενάμιση χρόνο προετοιμαζόταν με
δημόσια διαβούλευση και με σκοπό να αποτελέσει την νέα εθνική
νομοθεσία, εκδόθηκε με ισχύ μόλις μέχρι 15/12/2022;
2. Γιατί η πλειοψηφία των λιπασμάτων που παράγονται στην Ελλάδα
χαρακτηρίστηκαν ως «λιπάσματα παλαιών προδιαγραφών»,
καθιστώντας επισφαλή την αδειοδότησή τους από τις αρχές μιας άλλης
χώρας και προκαλώντας προβλήματα στις εξαγωγές;
3. Προτίθεστε να προβείτε στις απαραίτητες πρωτοβουλίες για μια νέα
εθνική νομοθεσία για τα λιπάσματα, προσαρμοσμένη στις ανάγκες της
ελληνικής αγοράς, λαμβάνοντας υπόψη τη διαβούλευση με τους
αρμόδιους φορείς;