Άρθρο του βουλευτή και πρώην υφυπουργού Εξωτερικών στην GRTimes
Η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα είχε σαφή θέση για τον ρόλο που καλείται να διαδραματίσει η χώρα μας, ειδικά σε αυτήν τη διεθνή συγκυρία, ως ευρωπαϊκός πυλώνας ειρήνης και σταθερότητας στην περιοχή.
Την εξέφρασε ασκώντας μια ενεργητική και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, που αποκατέστησε τον διεθνή ρόλο και την εικόνα της Ελλάδας, πρωτοστατώντας σε ευρωπαϊκό και ευρωτουρκικό επίπεδο στην αντιμετώπιση της πιο σοβαρής προσφυγικής και μεταναστευτικής κρίσης, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στη βάση του διεθνούς δικαίου.
Την ίδια στιγμή υπογράψαμε την ιστορική Συμφωνία των Πρεσπών, προασπίζοντας τα εθνικά συμφέροντα. Όλοι ξέρουμε και βλέπουμε τι θα γινόταν –και πού θα ήταν η τουρκική επιρροή στα βόρεια σύνορά μας– εάν δεν ανανεωνόταν η ευρωπαϊκή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων μετά τις Πρέσπες και η περιοχή συνέχιζε να βυθίζεται μετά το 2018, στις εθνοτικές και πολιτικές κρίσεις.
Παλέψαμε για λύση στο Κυπριακό, βάσει των Αποφάσεων του ΟΗΕ, κατοχυρώνοντας για πρώτη φορά σε διεθνή διάσκεψη τη θέση για κατάργηση των εγγυήσεων και αποχώρηση κατοχικών στρατευμάτων.
Παράλληλα, καθιερώσαμε τη Σύνοδο Ευρωπαϊκών χωρών του Νότου και αναβαθμίσαμε τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, καθιερώνοντας Στρατηγικό Διάλογο, ενώ καθιερώσαμε και το σχήμα 3+1 με το Ισραήλ και την Κύπρο.
Ωστόσο, ούτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ούτε στις ΗΠΑ, ούτε στην περιοχή, δώσαμε την εντύπωση του προβλέψιμου ή δεδομένου εταίρου.
Καταφέραμε να βγάλουμε τη χώρα από τα Μνημόνια και την ανθρωπιστική κρίση αφήνοντας –πέραν των γεμάτων δημόσιων ταμείων, σε αντιδιαστολή των άδειων που παραλάβαμε– τεράστια διπλωματική υπεραξία που έπρεπε να αξιοποιηθεί από την επόμενη κυβέρνηση, πράγμα που δυστυχώς δεν έγινε.
Αντί να επωφεληθούμε ως χώρα από τις υπάρχουσες στρατηγικές συμμαχίες και συμφωνίες ώστε να τις προωθήσουμε περαιτέρω, με πυξίδα τα εθνικά μας συμφέροντα, εγκλωβιστήκαμε την περίοδο 2019-2020 στην πολιτική του «βλέποντας και κάνοντας» και βρεθήκαμε προ πολλών δυσάρεστων εκπλήξεων
Από το παράνομο τουρκολιβυκό Μνημόνιο του 2019, μέχρι τις παραβιάσεις του Ορούτς Ρέις το καλοκαίρι του 2020 και το άνοιγμα των Βαρωσίων στην Κύπρο. Όλα κατά παράβαση των κανόνων του Διεθνούς δικαίου και του δικαίου της Θάλασσας.
Μια περίοδος κατά την οποία η κυβέρνηση απέτυχε να εξασφαλίσει ευρωπαϊκές κυρώσεις ή αμερικανική παρέμβαση απέναντι στην πιο επιθετική Τουρκία της τελευταίας 25ετίας. Θυμίζω ότι εκείνη την περίοδο καλούσαμε την κυβέρνηση να αξιοποιήσει το πλαίσιο ευρωπαϊκών κυρώσεων που καθιερώθηκε τον Ιούνιο 2019 μετά από συνεργασία της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με την Κυπριακή Δημοκρατία.
Ζητούσαμε, εις μάτην, ως αξιωματική αντιπολίτευση τη σύγκληση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών για την αναγκαία χάραξη εθνικής στρατηγικής.
Το 2021, υπό την πίεση της εκλογής Μπάιντεν, η Τουρκία ανακάλεσε τα ερευνητικά από την ανατολική Μεσόγειο και μείωσε τις επιθετικές της ενέργειες. Τονίσαμε την ανάγκη να αξιοποιηθεί αυτή η πίεση και η προοπτική αναβάθμισης της τελωνειακής ένωσης ΕΕ-Τουρκίας, ώστε να πιεστεί η Άγκυρα να προσχωρήσει σε έναν ουσιαστικό διάλογο ύφεσης, με σκοπό την προσφυγή στη Χάγη για υφαλοκρηπίδα/ ΑΟΖ όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν.
Με σαφείς κόκκινες γραμμές για δήθεν γκρίζες ζώνες και αποστρατιωτικοποιημένα νησιά. Τονίσαμε ότι η ένας ουσιαστικός διάλογος με την Τουρκία απαιτούσε συναντήσεις στο πιο υψηλό επίπεδο όπως έχει γίνει ιστορικά από σειρά Ελλήνων πρωθυπουργών που πήραν την πολιτική πρωτοβουλία μετά από εξίσου δύσκολες αν όχι πολύ χειρότερες κρίσεις.
Ο κ. Μητσοτάκης προτίμησε την πρόσκαιρη επιτυχία ενός «ήρεμου καλοκαιριού» και την αναβλητική διπλωματία του προσχηματικού διαλόγου. Προτίμησε να δημιουργήσει το αφήγημα της δήθεν απομονωμένης Τουρκίας, το οποίο καταρρέει κάθε μέρα καθώς αποκαθιστά πια τις σχέσεις της με σημαντικές χώρες. Προτίμησε να επενδύσει σε ένα λανθασμένο αφήγημα σύμφωνα με το οποίο ο υπερεξοπλισμός και οι συμφωνίες με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία θωρακίζουν την Ελλάδα ακόμα και ελλείψει μιας συγκροτημένης στρατηγικής για τα ελληνοτουρκικά.
Παράλληλα, ασκήσαμε κριτική και για την αμυντική πολιτική της κυβέρνησης στηρίζοντας εκεί που χρειάζεται αλλά αρνούμενοι να δώσουμε λευκή επιταγή στον κ Μητσοτάκη για λανθασμένες επιλογές.
Όλες οι εξοπλιστικές δαπάνες μας, πρέπει να εντάσσονται στις λογική της «επαρκούς άμυνας» και να βασίζονται σε διαφάνεια, με τις προβλεπόμενες διαδικασίες, με αξιοποίηση της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας και σε έναν επαρκώς αιτιολογημένο σχεδιασμό.
Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ προώθησε το πρώτο μεγάλο εξοπλιστικό πρόγραμμα το 2017 (αναβάθμιση F16), υπερψήφισε τις φρεγάτες και τα 18 Ραφάλ, αλλά καταψηφίζει τώρα τα 6 επιπλέον Ραφάλ (την αγορά των οποίων πληροφορήθηκαν τα στρατιωτικά επιτελεία από τις ανακοινώσεις Μητσοτάκη) και την σκανδαλώδη σύμβαση για το Κέντρο στην Καλαμάτα, ενώ αντιτίθεται στην προοπτική αγοράς και F35 τη στιγμή που δεν τα προμηθεύεται η Τουρκία.
Κυρίως, διαφωνούμε με την άποψη του Κυριάκου Μητσοτάκη, που θέλει η χώρα μας να είναι «το τελευταίο φυλάκιο της Δύσης προς Ανατολάς» και θεωρούμε ότι οι σχέσεις μας με τις ΗΠΑ, πρέπει να είναι αμοιβαία επωφελείς.
Η συμφωνία για επ’ αόριστον παραχώρηση στις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις ελληνικών στρατιωτικών εγκαταστάσεων –και ειδικά της Αλεξανδρούπολης– βάζει την Ελλάδα στην πρώτη γραμμή των μεγάλων νατορωσικών εντάσεων. Και αυτό γίνεται, μάλιστα, όχι μόνο χωρίς ανταλλάγματα, όχι μόνο εν μέσω πολύ δύσκολων διαπραγματεύσεων με τη Ρωσία για φτηνότερες τιμές εισαγωγής φυσικού αερίου, αλλά με τις ΗΠΑ να λαμβάνουν δυσμενείς αποφάσεις για τα ελληνικά συμφέροντα, όπως ήταν η πρόσφατη αναφορά τους για τον αγωγό Eastmed.
Με αυτή μας τη στάση πιστεύω ότι υπηρετούμε την αλήθεια, άρα και το εθνικό μας συμφέρον, ασχέτως πολιτικού κόστους.