Ένας Αφρο-Έλληνας και μία Αφρο-Ελληνίδα μιλούν για τις εμπειρίες τους και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, καθώς και τα στερεότυπα με τα οποία έρχονται αντιμέτωποι στην καθημερινότητα τους.
«Έχω μάθει να αγαπώ το ποια είμαι»
Ένας φύλακας του Αριστοτελείου πλησιάζει δύο αδέλφια που στέκονται έξω από το πανεπιστήμιο. Τους κάνει ερωτήσεις και απαιτεί να δει τα πάσο τους. «Από τα συμφραζόμενά του, το παρουσιαστικό του αδελφού μου θα ταίριαζε τέλεια στο προφίλ ενός εμπόρου ναρκωτικών», αναφέρει η Αφροδίτη Κ. και συμπληρώνει: «Με σοκάρει που εν έτει 2020, έξω από ένα πανεπιστήμιο, μπορεί να έρθει κάποιος να αμφισβητήσει το ποιος είσαι».
Η 26χρονη φοιτήτρια έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στη Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας της κατάγεται από τη Νιγηρία και η μητέρα της από την Ελλάδα. Η μόνη επαφή που είχε με τη νιγηριανή κουλτούρα, ήταν μέσα από συναντήσεις του πατέρα της με παλιούς του φίλους, όταν η ίδια ήταν ακόμη παιδί. Μέχρι, αλλά και κατά τη διάρκεια της εφηβείας της, η Αφροδίτη Κ. δεν ήθελε να περπατάει μπροστά από γεμάτες καφετέριες ή γενικότερα μπροστά σε πολύ κόσμο, γιατί ήξερε πως όλα τα βλέμματα θα ήταν στραμμένα πάνω της.
«Μεγαλώνοντας, όμως, κάπως μαθαίνεις και ζεις με αυτό. Μαθαίνεις να αγαπάς αυτό που είσαι και τη διαφορετικότητα σου», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Το «φιλτράρισμα» πρέπει να σταματήσει
Παρ’ όλα αυτά, το «φιλτράρισμα», όπως η ίδια αναφέρει, που υπάρχει στην ελληνική κοινωνία εξακολουθεί να την ενοχλεί. Η 26-χρονη φοιτήτρια αναφέρεται στην κριτική και την κατηγοριοποίηση που μπορεί να βιώσει ένα άτομο, για παράδειγμα, εξαιτίας της εξωτερικής του εμφάνισης, των χαρακτηριστικών του ή της συμπεριφοράς του. Αυτή η κριτική και η κατηγοριοποίηση προς «οποιαδήποτε είδους διαφορετικότητα» είναι κάτι που η ίδια θα ήθελε να αλλάξει. «Το να προσπαθείς μονίμως να αποδείξεις, να επιβεβαιώσεις το τι είσαι, είναι κάτι που σε φρενάρει», αναφέρει.
Η Γαρυφαλλιά Αναστασοπούλου, εκπρόσωπος του Δικτύου Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας, επιβεβαιώνει πως η ελληνική κουλτούρα παρουσιάζει έλλειψη αποδοχής της διαφορετικότητας. Το Δίκτυο αποτελεί μια πρωτοβουλία της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Γραφείου της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες στην Ελλάδα, στην οποία συμμετέχουν 47 Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις. Η κ. Αναστασοπούλου σχολιάζει πως η «απουσία πολιτικών ένταξης, ενσωμάτωσης και εξοικείωσης με τη διαφορετικότητα» ανήκουν στους κύριους παράγοντες παρουσίας ρατσισμού στη χώρα. Ως ενταξιακές πολιτικές νοούνται προγράμματα εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας ή εν γένει προγράμματα που διευκολύνουν την ένταξη προσφύγων και μεταναστών στο κοινωνικό σύνολο. Έτσι δεν θα διαμορφώνονται συνθήκες «απομόνωσης και περιθωριοποίησης», αναφέρει η κ. Αναστασοπούλου.
Οι περίεργες ματιές και η καχυποψία
Ο Κώστας Ατσίλε, με καταγωγή από τη Νιγηρία και την Ελλάδα, αναφέρει διάφορα περιστατικά που τον έχουν κάνει να αισθανθεί αμήχανα. Μεγαλώνοντας στη Θεσσαλονίκη, άκουγε κοροϊδίες από τους συμμαθητές του για το χρώμα του δέρματος του, καθώς και ρατσιστικά σχόλια από τους γείτονες, την ώρα που έπαιζε με τους φίλους του. Πλέον, αντιλαμβάνεται περίεργες ματιές από τον κόσμο, είτε αυτό είναι μέσα σε μαγαζιά, στο λεωφορείο είτε σε δημόσιες υπηρεσίες. «Υπάρχει μια καχυποψία προς το πρόσωπο μου», αναφέρει χαρακτηριστικά, η οποία εξαφανίζεται όταν ξεκινάει να μιλάει και γίνεται αντιληπτό πως έχει μεγαλώσει στη χώρα.
«Δυστυχώς, βλέπουμε να αυξάνεται ο καθημερινός ρατσισμός ή η ρατσιστική βία στην καθημερινότητα», αναφέρει η κ. Αναστασοπούλου. Εδώ συγκαταλέγονται περιστατικά χαμηλής έντασης που, για παράδειγμα, λαμβάνουν χώρα στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς ή το σχολείο. Σύμφωνα με το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας, οι καταγραφές περιστατικών από οργανωμένες ομάδες δεν παρουσιάζουν αυξητικές τάσεις, όπως κατά τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του Δικτύου, δηλαδή από το 2011 έως και το 2013. Γενικότερα, στην ετήσια έκθεση του Δικτύου, που δημοσιεύθηκε για το 2019, καταγράφηκαν 100 περιστατικά, εκ των οποίων 51 είχαν ως στόχο μετανάστες/στριες και πρόσφυγες.
Ο Ατσίλε θυμάται ένα βίαιο περιστατικό στο οποίο υπήρξε μάρτυρας, πριν από κάποια χρόνια. Περπατούσε στην πλατεία Αριστοτέλους, στο ύψος πάνω από την Εγνατία, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, όταν μία ομάδα ατόμων άρχισε να κυνηγάει και να χτυπάει κόσμο, με μόνο γνώμονα το παρουσιαστικό τους και το μεταναστευτικό παρελθόν που φαινόταν να έχουν. «Φοβήθηκα και σκέφτηκα να πάω σπίτι μου», αναφέρει ο 25χρονος και κλείνει λέγοντας: «Είχα νιώσει περίεργα. Γιατί να πρέπει να φοβάμαι στη γειτονιά μου ή στη χώρα μου;».
Τα στερεότυπα, οι φόβοι και οι προκαταλήψεις που Ελληνίδες και Έλληνες αντιμετωπίζουν στην καθημερινότητα τους, λόγω καταγωγής ή πίστης, σίγουρα δεν θα ξεπεραστούν τόσο απλά. Από τις περίεργες ματιές μέχρι το «μιλάς πολύ καλά ελληνικά», ο δρόμος για ίση αντιμετώπιση είναι μακρύς ακόμη.
Και εξαρτάται από όλους μας.
Links: ετήσια έκθεση του Δικτύου Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας http://rvrn.org/wp-content/uploads/2020/06/ETHSIA-EKTHESH-2019-GREEK.pdf
* Δημοσιογράφος στον τηλεοπτικό σταθμό Welt/N24 του Βερολίνου.
Πηγή : EFSYN