Ο Μαουρίτσιο Φερέρα είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο του Μιλάνου. Στο τελευταίο βιβλίο του με τίτλο «La società del Quinto Stato» (Laterza 2019), ο Φερέρα αναλύει μεταξύ άλλων την κοινωνική σύνθεση του αναπτυγμένου καπιταλισμού, επισημαίνοντας τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η διογκούμενη «πέμπτη τάξη», δηλαδή το πρεκαριάτο.
Στις αρχές του εικοστού αιώνα, η καταπιεζόμενη εργατική τάξη ήταν πιο συνεκτική και οργανωμένη και θεωρούνταν φορέας της κοινωνικής χειραφέτησης. Σήμερα οι καταπιεζόμενοι έχουν πολλαπλασιαστεί, αλλά είναι λιγότερο ορατοί και σίγουρα πολύ λιγότερο οργανωμένοι. Είναι τα οικονομικά ευάλωτα πρόσωπα, με προσωρινή και επισφαλή εργασία, με χαμηλές αμοιβές και περιορισμένη πρόσβαση στις υπηρεσίες του κράτους πρόνοιας. Μόνον ένα φιλόδοξο μεταρρυθμιστικό σχέδιο, που θα οδηγεί σε ένα νέο μοντέλο κοινωνίας, μπορεί να ανταποκριθεί στα αιτήματα και τις ανάγκες για προστασία και δικαιοσύνη που προβάλλει αυτή η νέα «πέμπτη τάξη».
Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το βιβλίο του Μαουρίτσιο Φερέρα.
Η μεταβιομηχανική μετάβαση και το αυξανόμενο βάρος των υπηρεσιών, η παγκοσμιοποίηση, η λεγόμενη τέταρτη βιομηχανική επανάσταση έχουν γίνει οι κινητήριες δυνάμεις ενός «Μεγάλου Μετασχηματισμού» των ευρωπαϊκών οικονομιών και κοινωνιών, ο οποίος άλλωστε διευρύνεται από την ταχεία κοινωνικο-δημογραφική μεταβολή. Αυτός ο Μετασχηματισμός προκαλεί μιαν αληθινή ανατροπή της παραδοσιακής δομής κινδύνων και ευκαιριών. Περιοχές, κοινωνικές ομάδες, οικογένειες, πρόσωπα καλούνται να αντιμετωπίσουν απρόβλεπτες καταστάσεις ένδειας και ανασφάλειας: καταστάσεις πτώχευσης και γεωοικονομικής περιθωριοποίησης της περιοχής στην οποία ζουν και εργάζονται, απαξίωσης πόρων και ειδικών γνώσεων που στο παρελθόν επαρκούσαν για να εγγυώνται σταθερή απασχόληση και εισοδήματα, εργασία με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και χαμηλές αμοιβές, μεγάλες δυσκολίες να συμβιβάσουν εργασιακές ευθύνες και οικογενειακή ζωή, νέες μορφές ανταγωνισμού για ανεπαρκείς πόρους (εργασία, κοινωνική πρόνοια) στη σκιά των μεταναστευτικών ροών.
Η έκφραση που συλλαμβάνει καλύτερα τον χαρακτήρα της συντελούμενης ανατροπής είναι εκείνη των ευκαιριών ζωής, η προσφιλής στον Μαξ Βέμπερ και στους οπαδούς του, κυρίως στον Ραλφ Ντάρεντορφ. Ως ευκαιρίες ζωής εννοούμε το σύνολο των δυνατοτήτων ή ευκαιριών που μπορούν να διαθέτουν τα πρόσωπα στις διάφορες φάσεις της ύπαρξής τους. Περισσότερες δυνατότητες σημαίνουν περισσότερες επιλογές, μεγαλύτερα περιθώρια ατομικής ελευθερίας. Γνωρίζουμε όμως ότι οι επιλογές εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τους διαθέσιμους πόρους στις διάφορες καταστάσεις. Και το μενού των δυνατοτήτων από το οποίο επιλέγουμε συνδέεται πάντοτε με τις κοινωνικές δομές και τη μεταβολή τους μέσα στον χρόνο.
Ο συντελούμενος Μεγάλος Μετασχηματισμός αλλάζει γρήγορα το μενού των ευκαιριών ζωής. Η ταξική δομή των αναπτυγμένων κοινωνιών έχει αναδιαρθρωθεί σε πέντε τμήματα. Στο υψηλότερο επίπεδο βρίσκουμε μιαν ελίτ πλουτοκρατών ολοκληρωτικά σχεδόν «ενσωματωμένη»: το πλουσιότερο τμήμα της είναι πλήρως ενταγμένο στα παγκόσμια κυκλώματα –κυρίως τα χρηματοπιστωτικά– και είναι σε θέση να ζει και να καταναλώνει σε έναν κόσμο χωρίς σύνορα.
Στη συνέχεια βρίσκουμε το μεγαλοαστικό στρώμα, που είναι εύπορο αλλά είναι ακόμα αγκυροβολημένο σε εθνικές κυρίως περιουσίες και δραστηριότητες. Στο κέντρο της κατάταξης είναι η «μεσαία μάζα», που με τη σειρά της είναι όλο και περισσότερο διαφοροποιημένη. Η παραδοσιακή τέταρτη τάξη έχει διαλυθεί στο εσωτερικό αυτής της μάζας, μολονότι στην τελευταία εικοσαετία έχει γνωρίσει μια στασιμότητα των εισοδημάτων της και, στη διάρκεια της κρίσης, ακόμα και μια μείωση. Στο βάθος της κατάταξης βρίσκουμε τέλος τους «ενδεείς», τους «αποκλεισμένους» και κυρίως το μεγαλύτερο μέρος του πρεκαριάτου. Οποιος ανήκει στην «πέμπτη τάξη» υφίσταται τις αρνητικές συνέπειες του οικονομικού ανοίγματος και των πολιτικών που το συνόδευαν: φιλελευθεροποίηση των αγορών της εργασίας, μετεγκαταστάσεις των επιχειρήσεων, περικοπές στις δημόσιες δαπάνες κ.ο.κ.
Οι θιασώτες της παγκοσμιοποίησης και της οικονομικής ολοκλήρωσης υπερεκτίμησαν τις δυνατότητες του trickle down (της διάχυσης των ωφελημάτων προς τα κάτω) αυτών των διαδικασιών. Η πρόκληση για το μέλλον είναι σαφής. Χρειάζεται να ενορχηστρώσουμε ένα «αντι-κίνημα», ακριβώς όπως έγινε πριν από έναν αιώνα, όταν οικοδομήθηκε το «πρώτο» κράτος πρόνοιας. Χρειάζεται να βάλουμε μια τάξη στον νέο αστερισμό κινδύνων και ευκαιριών. Μια τάξη ικανή να ευνοεί την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη στο πλαίσιο των φιλελευθερο-δημοκρατικών εγγυήσεων και εμπνεόμενη από κοινές αρχές αναδιανεμητικής δικαιοσύνης, έτσι ώστε να γίνεται αντιληπτή και αποδεκτή ως δίκαιη και νόμιμα θεμελιωμένη από μέρους των πολιτών. Αυτή τη φορά το αντι-κίνημα είναι πιο δύσκολο να ενεργοποιηθεί σε σχέση με το παρελθόν. Στο πολιτικό πεδίο για την ώρα εκδηλώνεται ως pars destruens (καταστροφικό μέρος) ή μάλλον regrediens (οπισθοδρομικό). Εκδηλώνεται ως επιθυμία να γυρίσουμε πίσω, να σταματήσουμε τον ρου της αλλαγής.
Στο πεδίο των ιδεών κυριαρχούν οι «ρετροτοπίες», για να επαναλάβουμε τα λόγια του Ζίγκμουντ Μπάουμαν: να επαναφέρουμε και να ενισχύσουμε το παλιό κράτος πρόνοιας (η παλιά Αριστερά) ή να ανασυγκροτήσουμε τις «φυλές» και να τις προστατεύουμε με τα τείχη (η νέα Δεξιά). Δύο δρόμοι που δεν οδηγούν πουθενά (είναι σαν να προσπαθούμε να σταματήσουμε τα κύματα με ένα σουρωτήρι), οι οποίοι όμως ελκύουν πρόσωπα και ομάδες με πολύ ετερόκλητα συμφέροντα. Αρκεί να σκεφτούμε την κοινωνικοοικονομική διασπορά της εκλογικής επιρροής της Λεπέν και εκείνη της Λέγκας και ακόμα περισσότερο εκείνη του Κινήματος των Πέντε Αστέρων. Το κοινό των εκλογέων που υποστηρίζουν αυτά τα κόμματα περιλαμβάνει πρόσωπα που τοποθετούνται ποικιλότροπα και διαφορετικά στον άξονα κίνδυνοι – ευκαιρίες. Η ψήφος διαμαρτυρίας εκφράζει κυρίως μια γενική αποξένωση απέναντι στις παραδοσιακές πολιτικές ελίτ και στην ανικανότητά τους να διαχειριστούν ή να σταματήσουν τις αλλαγές. Δεν εκφράζει ένα κοινωνικό αίτημα βασιζόμενο σε κοινά συμφέροντα. Αυτό ισχύει και για αυτοσχέδια κινήματα που διαμορφώνονται στο διαδίκτυο μετά από κάποιο γεγονός ή από κάποιο μέτρο (για παράδειγμα, τα Κίτρινα Γιλέκα). Στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για ξαφνικές φλόγες που δεν μετατρέπονται σε αληθινή φωτιά, ακριβώς επειδή βασίζονται σε ένα πολύ ετερόκλητο σύνολο αιτημάτων και αναγκών.
Σίγουρα δεν είναι εύκολο να βρούμε μια θετική διέξοδο. Χρειάζεται να προσδιορίσουμε ένα φιλόδοξο και αρκετά συγκεκριμένο στόχο και έπειτα να μπορέσουμε να τον κάνουμε γνωστό με τρόπο αποτελεσματικό. Αυτή είναι η μοναδική επιλογή προκειμένου να κατορθώσουμε να προσανατολίσουμε το αντι-κίνημα προς μιαν εποικοδομητική κατεύθυνση. Η αναζήτηση του σκοπού απαιτεί σήμερα εξαιρετικές προσπάθειες ανάλυσης των προβλημάτων, που πρέπει να γίνονται εντός ενός νέου και πειστικού αξιακού πλαισίου, ικανού να δίνει «νόημα» στην αλλαγή. Για να αποφύγουμε το ενδεχόμενο ο Μεγάλος Μετασχηματισμός να εξαντληθεί σε μια γενικευμένη ανατροπή με οπισθοδρομικές κοινωνικές και πολιτικές εκβάσεις, χρειάζεται με δυο λόγια ένα φιλόδοξο μεταρρυθμιστικό σχέδιο, που δεν θα περιορίζεται στο να αμβλύνει τις αρνητικές επιπτώσεις των συντελούμενων αλλαγών, αλλά θα κατορθώνει να αξιοποιεί το πελώριο δυναμικό τους για μια δίκαιη επέκταση των ευκαιριών ζωής. Χρειάζεται μια στρατηγική ικανή να συνενώνει διορατικές φιλοδοξίες και υπεύθυνο πραγματισμό. Και να αντιτάσσει στις ατελέσφορες και επικίνδυνες «ρετροτοπίες» μια σειρά ρεαλιστικών ουτοπιών, χάρη στις οποίες οι εκλογείς θα μπορούν να διαβλέπουν μελλοντικά σενάρια με θετικό αντίκρισμα –με όρους κινδύνων και ευκαιριών– για τους ίδιους και κυρίως για τα παιδιά τους.
Πηγή : EFSYN