Εφόσον τόσο εύκολα η Κεντρική Επιτροπή μπορεί να αλλάζει τα κριτήρια εκλογής προέδρου σήμερα, το ίδιο μπορεί να συμβεί και στο μέλλον λειτουργώντας υπό την επιρροή μιας ισχυρής ομάδας εξουσίας ή ενός διευθυντηρίου ή ενός παράκεντρου λήψης αποφάσεων. Ο,τι πιο επικίνδυνο για την εύρυθμη λειτουργία των θεσμών ενός κόμματος!

Τα κριτήρια εκλογής του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκαν πρόσφατα στο επίκεντρο των συζητήσεων της Κεντρικής Επιτροπής. Η Πολιτική Γραμματεία του κόμματος με εισήγησή της προς την Κεντρική Επιτροπή, τον Σεπτέμβριο που μας πέρασε, πρότεινε να ισχύσουν τα «ίδια κριτήρια που ίσχυαν και στην προηγούμενη εκλογή προέδρου». Αυτό όμως δεν έγινε ευρύτερα αποδεκτό.

Προτείνονται λοιπόν πρόσθετες προϋποθέσεις για την υποψηφιότητα εκλογής του προέδρου, όπως ο σεβασμός των συλλογικών αποφάσεων των κομματικών οργάνων εκ μέρους του (τροπολογία Θεοχαρόπουλου). Κατά τη σκέψη αυτή, η Κεντρική Επιτροπή παίζει προεξέχοντα ρόλο στο θέμα της κρίσης περί τήρησης ή μη της εν λόγω άκρως ρευστής προϋπόθεσης.

Αυτή ως τρίτο υποκειμενικό λοιπόν κριτήριο θα οδηγήσει μαζί με τα υφιστάμενα αντικειμενικά κριτήρια (30 υπογραφές και το «πόθεν έσχες») στη δημιουργία λίστας υποψήφιων προέδρων. Και εδώ βέβαια τίθεται το λεπτό ερώτημα του συσχετισμού δυνάμεων στους κόλπους της Κεντρικής Επιτροπής, των τάσεων επιρροής και οποιασδήποτε μεταβλητής επηρεασμού της κρίσης των μελών της.

Σύμφωνα με τις υφιστάμενες διατάξεις, το άρθρο 20 παρ. 4, τονίζει ότι «Σε περίπτωση άρσης της εμπιστοσύνης της Κεντρικής Επιτροπής από το 50%+1 των μελών της προς τον πρόεδρο συγκαλείται έκτακτο συνέδριο». Αυτό, κατά το άρθρο 21 παρ. 1, έχει όλες τις αρμοδιότητες του τακτικού συνεδρίου. Σύμφωνα πάλι με το άρθρο 20 παρ 2. (Αρμοδιότητες), «Το τακτικό συνέδριο εγκρίνει τις υποψηφιότητες για τη νέα Κεντρική Επιτροπή και τις υποψηφιότητες για την προεδρία του κόμματος…» και ουδείς άλλος.

Οι υποστηρικτές των λύσεων, που θέτουν το ανωτέρω τρίτο πρόσθετο κριτήριο εκλογής προέδρου, προτάσσουν το άρθρο 52 περί Ειδικών Κανονισμών, κατά το οποίο «Εκτός των προβλεπόμενων σε ειδικές διατάξεις του παρόντος καταστατικού, η Κεντρική Επιτροπή εξουσιοδοτείται να καταρτίσει με απόφασή της και κάθε άλλο ειδικό κανονισμό που κριθεί αναγκαίος». Οι θιασώτες αυτού του άρθρου τονίζουν ότι η Κεντρική Επιτροπή μπορεί λοιπόν να αλλάξει τα κριτήρια εκλογής προέδρου, μέσω ενός ειδικού κανονισμού.

Επεκτείνοντας το σκεπτικό αυτής της άποψης οδηγούμαστε στο ακόλουθο συμπέρασμα: Εφόσον τόσο εύκολα η Κεντρική Επιτροπή μπορεί να αλλάζει τα κριτήρια εκλογής προέδρου σήμερα, το ίδιο μπορεί να συμβεί και στο μέλλον λειτουργώντας υπό την επιρροή μιας ισχυρής ομάδας εξουσίας ή ενός διευθυντηρίου ή ενός παράκεντρου λήψης αποφάσεων. Ο,τι πιο επικίνδυνο για την εύρυθμη λειτουργία των θεσμών ενός κόμματος!

Πράγματι, δεν υπάρχουν στο Καταστατικό του κόμματος κριτήρια και προϋποθέσεις που οφείλει να πληροί κάθε υποψήφιος πρόεδρος. Δεν εντάσσεται όμως αυτή η παράλειψη στον όποιον ειδικό κανονισμό του άρθρου 52, που αναφέρεται κατά κύριο λόγο στα οργανωτικά προβλήματα και σε μερικότερες ρυθμίσεις.

Το άρθρο 22 περί Διαρκούς Συνεδρίου δίνει τη απάντηση σε περιπτώσεις μεγάλης βαρύτητας. Το άρθρο αναφέρει ειδικότερα ότι «Σε περίπτωση κρίσιμων αποφάσεων συγκαλείται το διαρκές συνέδριο από τους αντιπροσώπους του προηγούμενου τακτικού συνεδρίου. Η θεματολογία του διαρκούς συνεδρίου είναι απολύτως περιορισμένη στο θέμα για το οποίο συγκαλείται».

Αυτό είναι το μόνο αρμόδιο να ορίσει λοιπόν τα πρόσθετα κριτήρια και τις προϋποθέσεις εκλογής προέδρου -ως θέματος μεγάλης βαρύτητας και όχι ως ειδικός κανονισμός με σχετικά περιορισμένη εμβέλεια- και όχι à la carte ρυθμίσεις, με επιπτώσεις ιδιαίτερα σημαντικές, αν όχι απρόβλεπτες.

*Καθηγητής Τμήματος Οικονομικών Επιστημών ΑΠΘ, π. αν. υπουργός Οικονομικών και υφυπουργός Εξωτερικών (2015-16)