Σ. Φάμελλος
EUROKINISSI

«Η κυβέρνηση της ΝΔ φαίνεται να σφυρίζει αδιάφορα, ενώ σε πολλές περιπτώσεις τροφοδοτεί το κύμα ακρίβειας, εφόσον, από τη μία, έχει επιλέξει να αφήσει την αγορά δίχως έλεγχο και από την άλλη τους μισθούς καθηλωμένους, ενώ η δέσμευση του κ. Μητσοτάκη από τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης για κάλυψη του 80% των αυξήσεων στους λογαριασμούς σε όλους τους καταναλωτές έχει διαψευσθεί πλήρως και τα όποια μέτρα συγκράτησης των αυξήσεων στην ενέργεια, ηλεκτρικό ρεύμα και φυσικό αέριο καθυστερούν αδικαιολόγητα», σημειώνει ο τομεάρχης Περιβάλλοντος και Ενέργειας και βουλευτής Β’ Θεσσαλονίκης, Σωκράτης Φάμελλος, σε άρθρο του που δημοσιεύεται στο «thessnews.gr».

Σχολιάζει ως ανεπαρκή τα μέτρα συγκράτησης των αυξήσεων στην ενέργεια, ηλεκτρικό ρεύμα και φυσικό αέριο που καθυστερούν αδικαιολόγητα, ενώ αφήνουν «εκτός» τους αγρότες, για τους επαγγελματίες, για τους ΟΤΑ, για τις δημοτικές επιχειρήσεις και τονίζει τον κίνδυνο οι επαγγελματίες να μετακυλίσουν το αυξημένο κόστος τους στους καταναλωτές ή να αναγκαστούν να κλείσουν, ανοίγοντας εκ νέου έναν φαύλο κύκλο χρεοκοπίας στην ελληνική οικονομία.

Στέκεται στην καταστροφική για την ελληνική κοινωνία και οικονομία, όπως τονίζει, εμμονή της κυβέρνησης ΝΔ στις ιδιωτικοποιήσεις που επιλέγει να εκχωρεί τις ενεργειακές εταιρείες σε ιδιώτες. «Αυτή η επιλογή αφαιρεί από το ελληνικό κράτος τη δυνατότητα άσκησης ενεργειακής πολιτικής που θα μπορούσε να συγκρατήσει τις τιμές. Το παράλογο είναι ότι οι κυβερνητικοί παράγοντες δηλώνουν ότι οι φορείς αυτοί είναι κερδοφόροι, άρα θα μπορούσαν να αποδίδουν τα κέρδη στην κοινωνία και να κρατούν χαμηλά τις τιμές».

Ο Σ.Φάμελλος κάνει ειδική αναφορά στην επιλογή της κυβέρνησης να χάσει το δημόσιο την πλειοψηφία στη ΔΕΗ, μέσω αύξησης μετοχικού κεφαλαίου, μετατρέποντάς τη σε άλλη μία ενεργειακή εταιρεία που δε θα λειτουργεί με γνώμονα το εθνικό και δημόσιο συμφέρον αλλά την κερδοφορία της.

Σχετικά με τις αυξήσεις στο ρεύμα αναφέρει πως το πρώτο βήμα έγινε με τις αυξήσεις στα τιμολόγια της ΔΕΗ τον Σεπτέμβριο του 2019 που επιβάρυναν την ελληνική κοινωνία με περίπου 500 εκατ. ευρώ και ακολούθησε μια διετία αυξήσεων και κερδοσκοπίας, όπου οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας (και η ΔΕΗ) έφτασαν τον Απρίλιο του 2020 να πωλούν ακόμη και τέσσερις (4) φορές πάνω από τη χονδρική τιμή.

Σημειώνει επιπλέον ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, στην αντίθετη κατεύθυνση, επέλεξε η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος να μην αυξηθεί ούτε κατά ένα ευρώ και να κρατήσει δημόσιο τον έλεγχο των ενεργειακών εταιρειών.

Δηλώνει τέλος: «Ήδη τα μηνύματα είναι πολύ αρνητικά. Ανοίγει ένας νέος κύκλος ληξιπρόθεσμων λογαριασμών στα νοικοκυριά, με απειλή λουκέτων και σε επιχειρήσεις, που βλέπουν από το Σεπτέμβριο αυξημένους λογαριασμούς ρεύματος πάνω από 50%. Όμως το μέλλον μας δεν μπορεί να είναι η επιστροφή στη φτώχεια και την ανέχεια της περιόδου 2011-2014. Χρειαζόμαστε μία πολιτική αλλαγή, μία προοδευτική κυβέρνηση που θα θέτει σε προτεραιότητα το συμφέρον της κοινωνίας. Γιατί η πολιτική της κυβέρνηση Μητσοτάκη ευνοεί μόνο λίγους που κινούνται γύρω από το σύστημα εξουσίας του Μαξίμου».

Ακολουθεί το πλήρες άρθρο όπως δημοσιεύτηκε:

Το νέο κύμα ακρίβειας απειλεί την κοινωνία και την οικονομία

Τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις βρίσκονται μπροστά σε ένα διαρκώς αυξανόμενο κύμα ακρίβειας που ξεκινάει από την ενέργεια, τις μεταφορές και τις πρώτες ύλες και επεκτείνεται σε όλα τα βασικά αγαθά. Η κυβέρνηση της ΝΔ φαίνεται να σφυρίζει αδιάφορα, ενώ σε πολλές περιπτώσεις τροφοδοτεί το κύμα ακρίβειας, εφόσον, από τη μία, έχει επιλέξει να αφήσει την αγορά δίχως έλεγχο και από την άλλη τους μισθούς καθηλωμένους.

Η δέσμευση του κ. Μητσοτάκη από τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης για κάλυψη του 80% των αυξήσεων στους λογαριασμούς σε όλους τους καταναλωτές έχει διαψευσθεί πλήρως, ενώ τα όποια μέτρα συγκράτησης των αυξήσεων στην ενέργεια, ηλεκτρικό ρεύμα και φυσικό αέριο καθυστερούν αδικαιολόγητα.

Εν τω μεταξύ όλοι οι καταναλωτές λαμβάνουν εδώ και σχεδόν δύο μήνες φουσκωμένους λογαριασμούς, ενώ το πετρέλαιο θέρμανσης ξεκίνησε να διατίθεται με μεγάλες αυξήσεις, πάνω από 45% σε σχέση με πέρυσι. Ενόψει του χειμώνα και της πτώσης της θερμοκρασίας τα κυβερνητικά μέτρα αποδεικνύονται ανεπαρκή, τροφοδοτώντας την ανασφάλεια στα νοικοκυριά και στην αγορά.

Η αρχική εξαγγελία για 80% κάλυψης των αυξήσεων στο ρεύμα μεταφράστηκε στην αρχή σε εννέα (9) ευρώ επιδότηση το μήνα, που στη συνέχεια διπλασιάστηκε στα δεκαοκτώ (18) ευρώ το μήνα μόνο για τη χαμηλή τάση και μόνο για καταναλώσεις έως 300 kWh που, όπως γνωρίζουμε καλά στη Βόρεια Ελλάδα, ξεπερνούνται τη διάρκεια του χειμώνα λόγω αυξημένων αναγκών θέρμανσης.

Καμία πρόβλεψη δεν υπάρχει για τους αγρότες, για τους επαγγελματίες, για τους ΟΤΑ, για τις δημοτικές επιχειρήσεις, που δε «χωρούν» στα μέτρα της κυβέρνησης ΝΔ. Έτσι όμως, οι επαγγελματίες θα μετακυλίσουν το αυξημένο κόστος τους στους καταναλωτές ή θα αναγκαστούν να κλείσουν, με τον κίνδυνο να ανοίξει εκ νέου ένας φαύλος κύκλος χρεοκοπίας στην ελληνική οικονομία.

Από την άλλη η κυβέρνηση προωθεί την παράδοση των ενεργειακών εταιρειών σε ιδιώτες. Αυτή η επιλογή αφαιρεί από το ελληνικό κράτος τη δυνατότητα άσκησης ενεργειακής πολιτικής που θα μπορούσε να συγκρατήσει τις τιμές. Το παράλογο είναι ότι οι κυβερνητικοί παράγοντες δηλώνουν ότι οι φορείς αυτοί είναι κερδοφόροι, άρα θα μπορούσαν να αποδίδουν τα κέρδη στην κοινωνία και να κρατούν χαμηλά τις τιμές. Ποιος νοικοκύρης, ποιος επιχειρηματίας πουλάει το υπάρχοντά του ενώ του δίνουν κέρδη και τα έχει ανάγκη;

Η εμμονή της κυβέρνησης ΝΔ στις ιδιωτικοποιήσεις είναι καταστροφική για την ελληνική κοινωνία και οικονομία. Η ΔΕΗ, ο ΔΕΔΔΗΕ και η ΔΕΠΑ μπορούν να συγκρατήσουν τις τιμές στο ρεύμα και στο φυσικό αέριο, προς όφελος των καταναλωτών και της ελληνικής οικονομίας εάν κρατήσει την πλειοψηφία το Ελληνικό Δημόσιο. Για το λόγο αυτό, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε και πάλεψε, ακόμη και μέσω σε μνημονιακές συνθήκες, να διατηρήσει τον έλεγχο στις ενεργειακές εταιρείας και στα δίκτυα ώστε να λειτουργούν με γνώμονα το συλλογικό και δημόσιο συμφέρον. Και φυσικά για να στηρίζεται πάνω τους η ενεργειακή στρατηγική αλλά και η ενεργειακή ασφάλεια της χώρας μας.

Το πόσο παράλογη είναι αυτή η επιλογή φαίνεται από την πώληση της ΔΕΠΑ Υποδομών, που εμείς στην Βόρεια Ελλάδα γνωρίζουμε πόσο σημαντική ήταν η επέκτασή τους στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης. Το ελληνικό δημόσιο παραχωρεί το 100% της ιδιοκτησίας σε μια ιδιωτική εταιρεία, που όμως συμμετέχει το ιταλικό δημόσιο. Ενώ η εκχώρηση του 49% του Διαχειριστή του Δικτύου Διανομής (ΔΕΔΔΗΕ), του Δικτύου δηλαδή που ηλεκτροδοτεί τα σπίτια μας, γίνεται σε ένα αυστραλιανό fund, έναντι του οποίου η ελληνική κυβέρνηση έχει δεσμευτεί για σίγουρα κέρδη ετησίως 85 εκατομμυρίων, χωρίς δέσμευση επενδύσεων, προφανώς με μόνιμη επιβάρυνση των καταναλωτών.

Στις 19 Οκτωβρίου η Ελλάδα «στέφτηκε» πρωταθλήτρια ακρίβειας ρεύματος στην Ευρώπη, καταγράφοντας την υψηλότερη τιμή χονδρικής, 253,33 ευρώ/MWh. Την ίδια ημέρα η κυβέρνηση, με απόφαση της Γενικής Συνέλευσης της ΔΕΗ, ξεκίνησε τη διαδικασία απώλειας της πλειοψηφίας στη μεγαλύτερη εταιρεία ηλεκτρισμού στην Ελλάδα. Να φύγει δηλαδή το Δ, το Δημόσιο από τη Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού, μετατρέποντάς τη σε άλλη μία ενεργειακή εταιρεία που δε θα λειτουργεί με γνώμονα το εθνικό και δημόσιο συμφέρον αλλά την κερδοφορία της.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι το πρώτο βήμα των αυξήσεων έγινε στα τιμολόγια της ΔΕΗ τον Σεπτέμβριο του 2019 που επιβάρυναν την ελληνική κοινωνία με περίπου 500 εκατ. ευρώ. Ακολούθησε μια διετία αυξήσεων και κερδοσκοπίας, όπου οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας (και η ΔΕΗ) έφτασαν τον Απρίλιο του 2020 να πωλούν ακόμη και τέσσερις (4) φορές πάνω από τη χονδρική τιμή. Την ίδια περίοδο εφαρμόστηκε το «πράσινο» τέλος στο πετρέλαιο κίνησης καθώς και χαράτσι σε όλα τα έργα ΑΠΕ.

Η Νέα Δημοκρατία έχει επιλέξει την ακρίβεια και την ιδιωτικοποίηση των ενεργειακών εταιρειών. Αρνείται το διαχρονικό της χαρακτήρα, τη φυσιογνωμία της ΔΕΗ, που είναι ο κοινωνικός και αναπτυξιακός της ρόλος.

Στην αντίθετη κατεύθυνση, ο ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2015-2019 επέλεξε η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος να μην αυξηθεί ούτε κατά ένα ευρώ και να κρατήσει δημόσιο τον έλεγχο των ενεργειακών εταιρειών.

Ήδη όμως τα μηνύματα είναι πολύ αρνητικά. Ανοίγει ένας νέος κύκλος ληξιπρόθεσμων λογαριασμών στα νοικοκυριά, με απειλή λουκέτων και σε επιχειρήσεις, που βλέπουν από το Σεπτέμβριο αυξημένους λογαριασμούς ρεύματος πάνω από 50%.

Όμως το μέλλον μας δεν μπορεί να είναι η επιστροφή στη φτώχεια και την ανέχεια της περιόδου 2011-2014. Χρειαζόμαστε μία πολιτική αλλαγή, μία προοδευτική κυβέρνηση που θα θέτει σε προτεραιότητα το συμφέρον της κοινωνίας. Γιατί η πολιτική της κυβέρνηση Μητσοτάκη ευνοεί μόνο λίγους που κινούνται γύρω από το σύστημα εξουσίας του Μαξίμου.