Συνολική πολιτική μάχη προαναγγέλλει ο Αλέξης Τσίπρας με αφορμή τη συζήτηση στη Βουλή για τον προϋπολογισμό «εικονικής πραγματικότητας»

Σκληρό ροκ στον Κυριάκο Μητσοτάκη με αφορμή τη συζήτηση στη Βουλή για τον προϋπολογισμό προανήγγειλε ο Αλέξης Τσίπρας μιλώντας στην Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ. Ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης έκανε λόγο για αντιπαράθεση που λαμβάνει διαστάσεις συνολικής κοινοβουλευτικής μάχης σύγκρουσης με την εφαρμοζόμενη πολιτική Μητσοτάκη.

«Πέρα από τα οικονομικά μεγέθη, η μάχη του προϋπολογισμού, η πολυήμερη συζήτηση στη Βουλή δεν αφορά μονάχα την οικονομία. Είναι μία συνολική πολιτική αντιπαράθεση και ως τέτοια πρέπει να τη δούμε. Γιατί μπορεί εκ των πραγμάτων για την κυβερνητική πλειοψηφία να έχει παραδοσιακά το χαρακτήρα της ψήφου εμπιστοσύνης, αλλά έχει και το χαρακτήρα της αντίθεσης, της καταγγελίας και της αντιπρότασης για τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Άρα πρέπει να δούμε αυτήν την αντιπαράθεση ως μία συνολική κοινοβουλευτική μάχη σύγκρουσης με την εφαρμοζόμενη πολιτική Μητσοτάκη» σημείωσε χαρακτηριστικά ο Αλέξης Τσίπρας.

Όπως σημείωσε, η «συζήτηση του προϋπολογισμού δεν είναι μια μάχη που θα αφορά μόνο την οικονομία. Θα είναι μια μάχη συνολική, μια μάχη πολιτική. Απέναντι στην κυβέρνηση και την πολιτική της ο καθένας και η καθεμία θα πρέπει να τοποθετηθεί στην βάση των δικών του εμπειριών, του τομέα αλλά και της περιοχής που εκπροσωπεί.

Γιατί δεν πρέπει να ξεχνά κανείς και καμιά ότι σε αυτή τη μάχη στη Βουλή εκπροσωπούμε τους συμπολίτες μας, που θέλουν να ακούσουν τα προβλήματα, τις αγωνίες, τα αιτήματά τους αλλά και ρεαλιστικές προτάσεις για λύση τους, μακριά από τις ιδεοληπτικές εμμονές, την ανικανότητα και την αδράνεια της κυβέρνησης του κ. Μητσοτάκη».

Ο Αλέξης Τσίπρας τόνισε «αυτή η αντιπαράθεση έρχεται σε μία κρίσιμη στιγμή για την ελληνική κοινωνία. Σε μία φάση κορύφωσης αυτού που συχνά ονομάζω «διπλή πανδημία». Από τη μία της υγειονομικής, που πάει κάθε μέρα από το κακό στο χειρότερο, με τη χώρα τους τελευταίους μήνες πρωταθλήτρια σε όλη τη Δυτική Ευρώπη σε απώλειες ανά εκατ. πληθυσμού και με το ΕΣΥ υπό κατάρρευση. Και αυτό διαμορφώνει αντικειμενικά βαρύτατες ευθύνες για την κυβέρνηση και τους χειρισμούς της. Και από την άλλη με την «πανδημία» της ακρίβειας, η οποία ακόμα δεν έχει κορυφωθεί».

Συνεχίζοντας, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης τόνισε ότι η «κυβέρνηση παρουσιάζει έναν προϋπολογισμό, ο οποίος θεωρεί λήξασα τη πανδημία και παροδικό το κύμα ανατιμήσεων και ακρίβειας. Έναν προϋπολογισμό δηλαδή εικονικής πραγματικότητας και εκτός τόπου και χρόνου».

Ακολουθούν αποσπάσματα από την εισήγηση του Αλέξη Τσίπρα:

«Πέρα από τα οικονομικά μεγέθη, η μάχη του Προϋπολογισμού, η πολυήμερη συζήτηση στη Βουλή δεν αφορά μονάχα την οικονομία. Είναι μία συνολική πολιτική αντιπαράθεση και ως τέτοια πρέπει να τη δούμε. Γιατί μπορεί εκ των πραγμάτων για την κυβερνητική πλειοψηφία να έχει παραδοσιακά το χαρακτήρα της ψήφου εμπιστοσύνης, αλλά έχει και το χαρακτήρα της αντίθεσης, της καταγγελίας και της αντιπρότασης για τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Άρα πρέπει να δούμε αυτήν την αντιπαράθεση ως μία συνολική κοινοβουλευτική μάχη σύγκρουσης με την εφαρμοζόμενη πολιτική Μητσοτάκη.

Αυτή η αντιπαράθεση έρχεται σε μία κρίσιμη στιγμή για την ελληνική κοινωνία. Σε μία φάση κορύφωσης αυτού που συχνά ονομάζω «διπλή πανδημία». Από τη μία της υγειονομικής, που πάει κάθε μέρα από το κακό στο χειρότερο, με τη χώρα τους τελευταίους μήνες πρωταθλήτρια σε όλη τη Δυτική Ευρώπη σε απώλειες ανά εκατ. πληθυσμού και με το ΕΣΥ υπό κατάρρευση. Και αυτό διαμορφώνει αντικειμενικά βαρύτατες ευθύνες για την κυβέρνηση και τους χειρισμούς της.

Και από την άλλη με την «πανδημία» της ακρίβειας, η οποία ακόμα δεν έχει κορυφωθεί. Βρισκόμαστε ακόμα στην άνοδο του φαινομένου που πλήττει πολύ βαριά νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Οι τρομακτικές ανατιμήσεις σε όλα τα προϊόντα και κυρίως οι εξωφρενικές αυξήσεις στους λογαριασμούς ρεύματος και στην ενέργεια βγάζουν εκτός προϋπολογισμού νοικοκυριά και επιχειρήσεις και οδηγούν σε ραγδαία μείωση εισοδήματος και αγοραστικής δύναμης. Δε πρέπει να παραβλέπουμε ότι την ώρα της συζήτησης στη Βουλή, η πλειοψηφία των επαγγελματιών, οι αγρότες, οι μισθωτοί και κυρίως μικρομεσαίες επιχειρήσεις βρίσκονται αντιμέτωποι με μία τρομακτική διόγκωση του κόστους παραγωγής και συρρίκνωσης του εισοδήματος, ενώ τα νοικοκυριά βρίσκονται αντιμέτωπα με το σύνδρομο της τρίτης εβδομάδας. Τα χρήματά τους δηλαδή τελειώνουν πριν καν ολοκληρωθεί η τρίτη εβδομάδα του μήνα.

Ο Προϋπολογισμός στα νούμερα δίνει στοιχεία ανάκαμψης, μετά την τρομακτική ύφεση του περασμένου έτους. Είναι άλλο όμως να μιλά κανείς για βιώσιμη ανάπτυξη και άλλο να μιλάμε για ανάκαμψη, το rebound δηλαδή, από την περσινή χρονιά που είχαμε πτώση του ΑΕΠ κοντά στις 9 μονάδες.

Το κρίσιμο θέμα όμως, είναι εάν αυτή η ανάκαμψη θα είναι συμπεριληπτική, θα αφορά δηλαδή την πλειοψηφία των πολιτών, των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων ή αν θα αφορά κάποιους λίγους που θα έχουν αύξηση κερδών ακόμη και στη περίοδο της πανδημίας. Ενώ εξίσου κρίσιμο θέμα είναι η βιωσιμότητα, η προοπτική και η πορεία της ελληνικής οικονομίας συνολικά.

Δεν είναι λοιπόν υπερβολή ότι στην Ελλάδα του κ. Μητσοτάκη ευημερούν οι αριθμοί αλλά υποφέρουν οι άνθρωποι.

Ένα βασικό στοιχείο στο οποίο πρέπει να επιμείνουμε είναι το γεγονός ότι η κυβέρνηση παρουσιάζει έναν προϋπολογισμό, ο οποίος θεωρεί λήξασα τη πανδημία και παροδικό το κύμα ανατιμήσεων και ακρίβειας.

Έναν προϋπολογισμό δηλαδή εικονικής πραγματικότητας και εκτός τόπου και χρόνου.

Ο λόγος που ο κ. Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του καταθέτουν αυτόν τον εκτός τόπου και χρόνου προϋπολογισμό, αγνοώντας και την εν εξελίξει κρίση της πανδημίας και την ακρίβεια, είναι οι δεσμεύσεις τους, οι οποίες αποτυπώθηκαν στο Μεσοπρόθεσμο που εγκρίθηκε τον περασμένο Ιούνιο, για δημοσιονομική προσαρμογή μέσα στο 2022 και το 2023 της τάξεως των 9 ποσοστιαίων μονάδων.

Πρόκειται για μια τρομακτική δημοσιονομική προσαρμογή εν μέσω πανδημίας και έκρηξης της ενεργειακής κρίσης.

Η κυβέρνηση έχει θέσει στόχο να πάει το πρωτογενές έλλειμμα από το 7% στο 1% στο τέλος του 2022 και στο +2% πλεόνασμα στο τέλος του 2023.

Η δημοσιονομική προσαρμογή 9 μονάδων σε δύο χρόνια είναι αντίστοιχη της τρομακτικής δημοσιονομικής προσαρμογής που έγινε το 2013, την πιο σκληρή μνημονιακή περίοδο. Και είναι εξαιρετικά δύσκολο να επιτευχθεί χωρίς δραματικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες και έκρηξη των ανισοτήτων.

Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν τον λόγο για τον οποίον η κυβέρνηση αποφασίζει να καταθέσει έναν προϋπολογισμό που θεωρεί λήξασα πανδημία και κόβει με το μαχαίρι τις δαπάνες ενίσχυσης και τα μέτρα στήριξης.

Επομένως, η κριτική μας στην κυβέρνηση αφορά και στην πλασματική εικόνα που καλλιεργεί για τη χώρα και την πανδημία αλλά και στην άρνησή της να στηρίξει τις ευπαθείς κοινωνικές, οικονομικές και επαγγελματικές ομάδες λόγω της πανδημίας, εξαιτίας των δεσμεύσεών της στο μεσοπρόθεσμο. Καθώς και στην ατολμία της να διεκδικήσει από τώρα την αναθεώρηση του Σύμφωνου Σταθερότητας.

Η πρόβλεψη – δέσμευση Μητσοτάκη για 2% πρωτογενές πλεόνασμα το 2023 έρχεται την ώρα που η συζήτηση αυτή για το πού θα «προσγειωθεί» η ΕΕ την επομένη της πανδημίας και την ανάδειξη μίας εναλλακτικής ατζέντας απέναντι στις αποτυχημένες συνταγές λιτότητας που εφαρμόστηκαν στην προπανδημική περίοδο, βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη όμως απουσιάζει από αυτή τη συζήτηση.

Σημαντικό στοιχείο της κριτικής μας απέναντι στον παρόντα προϋπολογισμό αποτελεί ο σχεδιασμός κατανομής των ευρωπαϊκών πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Ένας σχεδιασμός που βάζει το κάρο μπροστά από το άλογο. Δεν βάζει μπροστά τις ανάγκες και τους στόχους. Δεν έχει σαν στόχο μια συμπεριληπτική βιώσιμη ανάπτυξη. Δεν έχει σαν στόχο την άμβλυνση των ανισοτήτων και κυρίως και των περιφερειακών ανισοτήτων, ούτε καν τη στήριξη των μικρομεσαίων επιχειρήσεων οι οποίες είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία πλήρως αποκλεισμένες. Δεν έχει σαν στόχο την μείωση της ανεργίας. Αλλά πρώτα σχεδιάζουν το πώς θα μοιράσουν τα χρήματα σε μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους και μετά με βάση την μοιρασιά που έχουν προαποφασίσει, βλέπουν ποιοι στόχοι μπορούν να υλοποιηθούν.

Αλλά ακόμα και έτσι, η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη επιδεικνύει μία πρωτοφανή αναποτελεσματικότητα να προχωρήσει εγκαίρως στην απορρόφηση αυτών των χρημάτων. Ήδη με βάση τον περσινό προϋπολογισμό, προέβλεπαν εκταμίευση 1,5 δις. ευρώ μέσα στο 2022. Αυτό αναθεωρήθηκε κατά την κατάθεση του Μεσοπροθέσμου στα 650 εκατομμύρια, για να κλείσει τελικά η παρούσα χρήση με εκταμίευση που όπως όλα δείχνουν δεν θα ξεπερνά τα 150 εκατ. ευρώ.

Πρόκειται για έναν πολύ κακό οιωνό, που μας δείχνει ότι πέρα του σχεδιασμού και της βασικής μας αντίθεσης στην δομή του σχεδιασμού ή του μοντέλου του Ταμείου Ανάκαμψης που πετάει έξω τις κοινωνικές ανάγκες αλλά και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, υπάρχει ζήτημα και σε σχέση με την απορροφητικότητα των πόρων, το οποίο θα το αντιμετωπίσει το επόμενο διάστημα πολύ έντονα η κυβέρνηση Μητσοτάκη.

Επιστρέφοντας ωστόσο στα μεγάλα προβλήματα του Προϋπολογισμού, τα οποία αφορούν αυτά που βιώνει ο μέσος πολίτης, στην πανδημία και στην κρίση ακρίβειας, δε μπορούμε παρά να υπογραμμίσουμε :

Τη περικοπή των δαπανών για την υγεία.

Την απουσία δαπανών για την αντιμετώπιση της ακρίβειας.

Δομικές αστοχίες του προϋπολογισμού που ενδεχομένως μπορεί να οδηγήσουν σε ένα τρομακτικό οικονομικό και κοινωνικό αδιέξοδο από τους πρώτους κιόλας μήνες του επόμενου έτους.

Ειδικότερα στο σκέλος της υγειονομικής κρίσης, όχι μόνο δεν προβλέπει αυξημένες δαπάνες για την Υγεία, αλλά αντίθετα προβλέπει και τρομακτική μείωση των δαπανών σχεδόν 800 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για μία εγκληματική απόφαση.

Ο κ. Μητσοτάκης δεν αρνείται να στηρίξει το ΕΣΥ μόνο λόγω απροθυμίας να δαπανήσει για το κοινωνικό κράτος αλλά και από ιδεοληπτική εμμονή, αφού έχει αφήσει εδώ και δύο χρόνια χωρίς στήριξη το δημόσιο σύστημα Υγείας και τους υγειονομικούς. Ακριβώς γιατί η αντίληψή του για την οικονομία και την κοινωνία δεν είναι η αντίληψη ενός ισχυρού δημόσιου χώρου αλλά της ενίσχυσης με κάθε τρόπο του ιδιωτικού τομέα ακόμη και σε βάρος του Δημοσίου.

Τέλος θεωρώ αναγκαίο η κριτική μας να εμπλουτίζεται πάντοτε από προτάσεις.

Να αναδείξουμε ότι υπάρχει άλλος δρόμος εξόδου από τη κρίση με τη κοινωνία όρθια.

Με μέτρα στήριξης των κοινωνικών ομάδων που συνεχίζουν να πλήττονται.

Με τη μείωση του ΕΦΚ στα καύσιμα, το πετρέλαιο θέρμανσης και κίνησης, το αγροτικό πετρέλαιο.

Με την άμεση αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ.

Μια πρωτοβουλία αντίστοιχη με αυτές που έχουν πάρει άλλες ευρωπαϊκές χώρες (Ισπανία, Πορτογαλία, Γερμανία) ως μέτρο ανάσχεσης της ακρίβειας. Και δεν πρόκειται μόνο για μία φιλολαϊκή πολιτική αλλά για εξόχως αναπτυξιακή, δεδομένου ότι ενισχύεται σε μία περίοδο κρίσης η αγοραστική δύναμη των πολιτών και τα χρήματα αυτά θα μπορέσουν να κινήσουν την αγορά.

Το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι δεν θα αντέξουν οι ΜμΕ είναι πλαστό, διότι η πρότασή μας για αύξηση κατώτατου μισθού είναι άμεσα συνδεδεμένη και με μία πολιτική στήριξης των επιχειρήσεων με την εμβληματική πρότασή μας για ρύθμιση του πανδημικού χρέους με πρόβλεψη διαγραφής και μέρους της βασικής οφειλής.

Είναι ένα χρέος που δημιουργήθηκε χωρίς την ευθύνη των ανθρώπων που επιχειρούν, δεν πήραν επιχειρηματικό ρίσκο, αναγκάστηκαν να κλείσουν. Και είναι μια πρόταση -έτσι όπως έχουμε την φερεγγυότητα να την καταθέτουμε δεδομένου ότι το πράξαμε και για τα ασφαλιστικά χρέη μετά την έξοδο από τα μνημόνια- που δεν δημιουργεί μεγάλη δημοσιονομική επιβάρυνση, ενδεχομένως να είναι και πολύ μικρή ή και ανύπαρκτη, αφού τα χρέη αυτά, αν δεν δημιουργηθούν συνθήκες που θα διευκολύνουν την αποπληρωμή τους, ενδέχεται να μην αποπληρωθούν ποτέ, με πολλές επιχειρήσεις να είναι αντιμέτωπες με λουκέτα, από τα οποία το Δημόσιο δεν θα εισπράξει τίποτα απολύτως παρά μόνο χρέη.

Κλείνω την εισήγησή μου, επαναλαμβάνοντας ότι η συζήτηση του Προϋπολογισμού δεν είναι μια μάχη που θα αφορά μόνο την οικονομία. Θα είναι μια μάχη συνολική, μια μάχη πολιτική.

Απέναντι στην κυβέρνηση και την πολιτική της ο καθένας και η καθεμία θα πρέπει να τοποθετηθεί στην βάση των δικών του εμπειριών, του τομέα αλλά και της περιοχής που εκπροσωπεί.

Γιατί δεν πρέπει να ξεχνά κανείς και καμιά ότι σε αυτή τη μάχη στη Βουλή εκπροσωπούμε τους συμπολίτες μας, που θέλουν να ακούσουν τα προβλήματα, τις αγωνίες, τα αιτήματά τους αλλά και ρεαλιστικές προτάσεις για λύση τους, μακριά από τις ιδεοληπτικές εμμονές, την ανικανότητα και την αδράνεια της κυβέρνησης του κ. Μητσοτάκη».