Η Ελλάδα υπέγραψε την ανανέωση της διμερούς συμφωνίας αμυντικής συνεργασίας με τις ΗΠΑ, μια εξέλιξη η οποία θωρακίζει και προωθεί τα ελληνικά συμφέροντα, καθώς επιβεβαιώνεται από τις ΗΠΑ ο στρατηγικός και σταθεροποιητικός ρόλος της Ελλάδας στην περιοχή των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής, σύμφωνα με ελληνικές διπλωματικές πηγές.

Όπως είναι γνωστό και όπως αποδεικνύουν οι αναδυόμενες συμμαχίες (QUAD, AUKUS), οι ΗΠΑ αποδεσμεύονται από την Ευρώπη και  βασική προτεραιότητα είναι η περιοχή του Ινδό-Ειρηνικού.

Στο πλαίσιο αυτό, οι ΗΠΑ επιλέγουν την Ελλάδα, ως μια από τις ελάχιστες ευρωπαϊκές χώρες, στις οποίες επενδύουν για το μέλλον, ενισχύοντας το γεωπολιτικό και στρατηγικό τους αποτύπωμα, με συμβατική δέσμευση που θα ακολουθηθεί ανεξαρτήτως του ενοίκου του Λευκού Οίκου, καθώς είναι τουλάχιστον πενταετής η διάρκεια της συμφωνίας.

Η μεγαλύτερη διάρκεια είναι προφανές ότι επιτρέπει στη συμφωνία να μην εξαρτάται από τη συγκυρία της στιγμής στις σχέσεις των ΗΠΑ με άλλα κράτη της περιοχής και προσδίδει μακροπρόθεσμα χαρακτηριστικά στη δέσμευσή τους να επενδύσουν γεωπολιτικά και στρατηγικά στην Ελλάδα.

Επισημαίνεται ότι την ίδια ώρα  που οι ΗΠΑ επενδύουν στην Ελλάδα, σε αντιδιαστολή και σε αντίθεση με το παρελθόν, δεν υπάρχει αντίστοιχη κίνηση προς την Τουρκία, έτσι οι ΗΠΑ, για πρώτη φορά δεν μας βάζουν στο “ίδιο καλάθι”, σύμφωνα με τις ίδιες διπλωματικές πηγές.

Αντιθέτως, οι ΗΠΑ δεν πτοούνται από την προκλητική συμπεριφορά της Τουρκίας και δε διστάζουν να αναπτύξουν τις δυνάμεις τους στην Ελλάδα.

Η επιλογή της Αλεξανδρούπολης υποδηλώνει μεταξύ άλλων την αμερικανική βούληση ενίσχυσης της ασφάλειας της Νοτιο-Ανατολικής Ευρώπης, αλλά με παράκαμψη των Στενών, με ό,τι οφέλη αυτό συνεπάγεται για τη περιοχή του Έβρου και ευρύτερα της Θράκης.

Η διμερής σχέση έχει περάσει σε επίπεδο χωρίς σύγκριση στην διακοσαετή ιστορία των δύο κρατών.

Η κυριαρχία και εδαφική ακεραιότητα της χώρας θωρακίζεται περαιτέρω, τόσο μέσω της ρητής αναφοράς στο κείμενο της συμφωνίας, αλλά και της παρουσίας αμερικανικών δυνάμεων σε περιοχές κλειδιά, όπως ο Έβρος ή η Κρήτη.

Η Αμερικανική πλευρά επιβεβαιώνει, τρεις δεκαετίες μετά την αρχική συμφωνία, σε ένα εντελώς διαφορετικό γεωπολιτικό περιβάλλον πλέον,  την προστασία της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας.

Στην επιστολή αναφέρεται επί λέξη ότι η νέα Συμφωνία “επεκτείνει την στρατηγική αμυντική μας εταιρική σχέση” και “έμπρακτα καταδεικνύει την σταθερή μας αποφασιστικότητα για προάσπιση κυριαρχίας εδαφικής ακεραιότητας  κατά απειλητικών δράσεων και ένοπλων επιθέσεων”.

Οι ΗΠΑ ουσιαστικά καταδικάζουν το casus belli για πρώτη φορά σε συμβατικό κείμενο.

Με την επιβεβαίωση της απόφασης  για αμοιβαία προστασία της κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας κατά ενεργειών που απειλούν την ειρήνη περιλαμβανομένης της ένοπλης επίθεσης, καθώς και με τη  δέσμευση των δυο πλευρών  να αποτρέψουν τέτοιες ενέργειες, αλλά  και να αντιταχθούν σε αυτές, είναι η πρώτη φορά που αποτυπώνεται σε συμβατικό κείμενο με τις ΗΠΑ η ουσιαστική απόρριψη της τουρκικής επεκτατικής πολιτικής (το casus belli είναι του 1995, άρα μετά την υπογραφή της MDCA).

Οι ΗΠΑ επενδύουν σε Ελληνικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις σε καίριες περιοχές στρατηγικής σημασίας, όπως ο Έβρος και η Κρήτη.

Η επιλογή στρατοπέδου πλησίον της Αλεξανδρούπολης και του Ναύσταθμου της Σούδας, στη συνέχεια των γεγονότων του Έβρου, του “τουρκο-λιβυκού μνημονίου” και των προκλήσεων της Τουρκίας στις περιοχές αυτές, ενισχύει το αμερικανικό αποτύπωμα σε περιοχές καίριας σημασίας για την χώρα μας.

Παράλληλα, όμως επιτρέπει την χρήση των εκσυγχρονισμένων  εγκαταστάσεων από τις ελληνικές ένοπλες δυνάμεις.

Βασικοί κανόνες για κάθε επένδυση είναι η σταθερότητα και η προοπτική ότι η επένδυση θα αποδώσει σε βάθος χρόνου.

Στην κατεύθυνση αυτή, η πενταετία θα επιτρέψει την έγκριση των κονδυλίων από το Αμερικανικό Κογκρέσο.

Εξάλλου, η αρχική συμφωνία του 1990 είχε οκταετή διάρκεια και προβλεπόταν περίοδος 17 μηνών για τον τερματισμό της, εφόσον καταγγέλλονταν από μία πλευρά.

Η συμφωνία είναι πενταετής, με περίοδο “χάριτος”, εφόσον μία από τις δύο πλευρές την καταγγείλει, δύο ετών.

Η συμφωνία με τις ΗΠΑ, λίγες ημέρες μετά την συμφωνία με τη Γαλλία, καθώς και τις συμφωνίες με τα ΗΑΕ, δημιουργούν μια ασπίδα προστασίας για την Ελλάδα, η οποία υπερβαίνει δεσμεύσεις σε πολυμερή σχήματα.

Στρατηγικοί σύμμαχοι της Ελλάδας επενδύουν διμερώς στην χώρα μας, ενισχύοντας υπάρχουσες δεσμεύσεις στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ,  υποδηλώνοντας έτσι την ιδιαίτερη σημασία που αποδίδουν στην προστασία και ευημερία της χώρας μας.

Παράλληλα στρατηγικοί σύμμαχοι, εκτός των πολυμερών σχημάτων, όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα επενδύουν στην άμυνα της Ελλάδας, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για ενίσχυση των δεσμών με άλλους εταίρους.

Η Ελλάδα καθίσταται κρίσιμος παράγοντας στον πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, ενισχύει την Ευρωπαϊκή Άμυνα και παράλληλα ενδυναμώνει τον διατλαντικό δεσμό, τηρώντας στο ακέραιο τις συμμαχικές της δεσμεύσεις στο ΝΑΤΟ.

Η συμφωνία με την Γαλλία ενδυναμώνει την θέση της Ελλάδας στην Ευρώπη.

Παράλληλα, η Ελλάδα, με την αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού προηγμένης τεχνολογίας, συνεισφέρει στην κατανομή των βαρών μεταξύ Ευρωπαίων συμμάχων και των ΗΠΑ εντός του ΝΑΤΟ. Επίσης ενισχύονται οι αμυντικές δυνατότητες τόσο της ΕΕ, όσο και του ΝΑΤΟ.

Η συμφωνία με τις ΗΠΑ αποτελεί απόδειξη ότι η στρατηγική σχέση της Ελλάδας με τις ΗΠΑ παραμένει ακέραια και δυναμική.

Οι δύο συμφωνίες αλληλοσυμπληρώνονται και δεν είναι ανταγωνιστικές. Αποτελούν σημεία σταθμούς στις προσπάθειες που καταβάλλει η Ελλάδα για την Ευρωπαϊκή, καθώς και την Ευρω-Ατλαντική ασφάλεια.

Η Ελλάδα εργάζεται για την περαιτέρω ενδυνάμωση των σχέσεων ΕΕ-ΗΠΑ, σε όλους τους τομείς, συμπεριλαμβανομένης της ασφάλειας, ενισχύοντας τον γεωστρατηγικό της ρόλο στη σταθερότητα της περιοχής.

Η συμφωνία επιτρέπει την επέκταση του Αμερικανικού αποτυπώματος, συμπεριλαμβανομένων άλλων νησιών, στο μέλλον.

Η συμφωνία δεν αποκλείει την μελλοντική αμερικανική παρουσία στα Ελληνικά νησιά, πέραν της Κρήτης.

Αντιθέτως, υπάρχει ρητή πρόβλεψη στη συμφωνία για επέκταση και σε άλλες εγκαταστάσεις.

Στην παρούσα συγκυρία, η Αμερικανική πλευρά, για λόγους στρατηγικούς που αφορούν τις αμερικανικές γεωγραφικές επιλογές γενικότερα, αλλά και  για οικονομικούς λόγους, δεν επιθυμούσε, στην παρούσα τουλάχιστον συγκυρία, να δεσμευτεί άμεσα για άλλες περιοχές.

Τίποτα δεν εμποδίζει την αναθεώρηση της συμφωνίας με την αύξηση των τοποθεσιών, εφόσον το επιβάλουν οι συνθήκες.