O Μάνος Χατζιδάκις, γεννήθηκε στις 23 Οκτωβρίου του 1925 στην Ξάνθη, «τη διατηρητέα κι όχι την άλλη, τη φριχτή, που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς της ενδοχώρας μετανάστες», όπως έλεγε και ο ίδιος.

Ήταν γιος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζιδάκι και της Αλίκη Αρβανιτίδου. Μετά τον χωρισμό των γονιών του, το 1932, ο Μάνος Χατζιδάκις με τη μητέρα του και την αδελφή του εγκαθίστανται οριστικά στην Αθήνα.

Εν τω μεταξύ, από τα τέσσερά του χρόνια έχει αρχίσει μαθήματα πιάνου με δασκάλα την Αλτουνιάν, γνωστή μουσικό της Ξάνθης, αρμενικής καταγωγής. Παράλληλα διδασκόταν βιολί και ακορντεόν.

Στα δύσκολα χρόνια της κατοχής και της απελευθέρωσης, ο Μάνος Χατζιδάκις εργάζεται ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι του Πειραιά, παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοοικονόμου, βοηθός νοσοκόμος στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο.

Συγχρόνως αρχίζει ανώτερα θεωρητικά μαθήματα μουσικής με τον Μενέλαο Παλλάντιο, σημαντική μορφή της ελληνικής εθνικής μουσικής σχολής, και σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες ποτέ δεν ολοκλήρωσε.

Την εποχή εκείνη γνωρίζεται με καλλιτέχνες και διανοούμενους (Γκάτσος, Σεφέρης, Ελύτης, Τσαρούχης, Σικελιανός) της γενιάς του μεσοπολέμου, οι οποίοι θα συμβάλλουν ουσιαστικά στη διαμόρφωση των προσανατολισμών και της σκέψης του. Ο Νίκος Γκάτσος με τον οποίο γνωρίστηκε το 1943, θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του, ο μεγάλος δάσκαλος και ο ακριβός του φίλος.

Η πρώτη του εμφάνιση στα μουσικά πράγματα της χώρας γίνεται το 1944 με τον «Τελευταίο Ασπροκόρακα» του Αλέξη Σολωμού στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κούν. Η γόνιμη συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης θα διαρκέσει 15 χρόνια, με μουσικές για παραστάσεις όπως: «Γυάλινος Κόσμος» (1946), «Αντιγόνη» (1947), «Ματωμένος Γάμος» (1948), «Λεωφορείον ο Πόθος» (1948), «Ο θάνατος του Εμποράκου» (1949) κ.ά.

Εν τω μεταξύ, το 1949 με μια διάλεξη του για το ρεμπέτικο τραγούδι θα ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων στη συντηρητική ελληνική αστική κοινωνία.

Από το 1950 αρχίζει να γράφει μουσική για αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες. Ο Μάνος Χατζιδάκις έχει «ντύσει» μουσικά την Ορέστεια, τη Μήδεια, τις Βάκχες, τις Εκκλησιάζουσες, τη Λυσιστράτη, τον Πλούτο, τις Θεσμοφοριάζουσες, τους Βατράχους και τις Όρνιθες.

Το 1959 παρουσιάζει στο αθηναϊκό κοινό τον Μίκη Θεοδωράκη ενορχηστρώνοντας και ηχογραφώντας ο ίδιος το έργο του «Επιτάφιος».

Μεγάλο κεφάλαιο αποτελούν και οι μουσικές που συνέθεσε για σπουδαίες ταινίες του ελληνικού και του διεθνούς κινηματογράφου.

Το ρεμπέτικο και η γνωριμία με τον Βαμβακάρη

Σε συνέντευξή του, ο Χατζιδάκις είχε πει ότι στην Κατοχή είχε έναν φίλο, ένα ιδιοφυές παιδί, που του μιλούσε συνεχώς για την αξία του ρεμπέτικου. Όπως λέει, είχαν μία μέρα ραντεβού στον “Ορφέα” ένα ρεμπετάδικο, όμως ο φίλος του δεν εμφανίστηκε ποτέ. Αργότερα πληροφορήθηκε πως τον είχαν συλλάβει, βασανίσει και σκοτώσει στο Χαϊδάρι. Αυτό συγκλόνισε τον συνθέτη και έτσι θέλησε να ψάξει το ρεμπέτικο είδος μουσικής, σε ανάμνησή του.

Ένα βράδυ λοιπόν πήγε σε μία ταβέρνα που έπαιζε αυτό το είδος μουσικής, κάθισε στο τραπέζι και παρήγγειλε ένα πιάτο φαγητό και λίγη ρετσίνα.

“Ήταν προφανές ότι δεν είχα καμία σχέση με τον χώρο. Και αυτό δεν άρεσε σε δυο – τρεις μάγκες και «μου τη μπήκαν». Τότε επενέβη ο Βαμβακάρης, που ήτανε και σωματώδης, «τους μπήκε» με τη σειρά του και τελικά μου είπε: «Άλλη φορά θα έρχεσαι και θα κάθεσαι εδώ, κοντά μας». Ασφαλής πλέον, μπορούσα να ξαναπάω.”, είχε αποκαλύψει ο Χατζιδάκις.

 

Χάρτινο το φεγγαράκι, ψεύτικη ακρογιαλιά, αν με πίστευες λιγάκι θα `σαν όλα αληθινά.

Δίχως τη δική σου αγάπη
δύσκολα περνά ο καιρός.
Δίχως τη δική σου αγάπη
είναι ο κόσμος πιο μικρός.

Στίχος: Νίκος Γκάτσος. Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις

 Τάνια Τσανακλίδου σε ζωντανή ηχογράφηση από το Μετρο.

Η ιστορία με τον ληστή

Ακολουθεί ένα κείμενο του Αντώνη Μποσκοΐτη, μία ιστορία που επιβεβαιώνει ότι είναι αληθινή και που έχει γίνει διήγημα από τον σκηνοθέτη Λάκη Παπαστάθη.

” Κάποτε ένας μεσήλικας κύριος την ώρα που επέστρεφε στο σπίτι του άκουσε θόρυβο. Κατάλαβε πως ήταν ληστής μέσα. Αμέσως είδε να έχει κάνει φτερά το ολοκαίνουργιο πανάκριβο στερεοφωνικό του. Βγήκε στο μπαλκόνι και αντίκρισε τον ληστή, έναν νεαρό – παρία της ζωής, να ακροβατεί στην μεσοτοιχία με το διπλανό διαμέρισμα και με το στερεοφωνικό στα χέρια του. Έκανε ησυχία για να μην τον τρομάξει και πέσει και σκοτωθεί. Ο νεαρός εισβολέας πράγματι σαν είδε τον ιδιοκτήτη έπεσε στο κενό ευτυχώς από μικρό ύψος.

Έντρομος ο ιδιοκτήτης τηλεφώνησε αμέσως στις Πρώτες Βοήθειες κι έπειτα πήγε γρήγορα κάτω να δει σε τι κατάσταση βρισκόταν ο κλέφτης. Τον ρώτησε αν είναι καλά. Τον συνόδευσε στο νοσοκομείο με το νοσοκομειακό όχημα. Στους γιατρούς που τον ρώτησαν από που ήξερε τον νεαρό τραυματία, απάντησε «Είναι συγγενής μου». Όλη την ώρα κι αφού οι γιατροί ενημέρωσαν πως δεν διατρέχει κίνδυνο η ζωή του, εκείνος του χάιδευε το κεφάλι. Τον ρωτούσε αν είναι μόνος στον κόσμο, αν έχει οικογένεια. Ο νεαρός αισθανόταν περίεργα και όμορφα, παρά το φόβο που πέρασε. Στο τέλος ο ιδιοκτήτης του είπε ”πάρε αυτά για μόλις βγεις από δω μέσα”, του έδωσε ένα σημαντικό χρηματικό ποσό και έφυγε, έχοντας ήδη ξημερώσει.

Πολλά χρόνια πέρασαν. Τον ιδιοκτήτη συνόδευαν στην τελευταία του κατοικία, στην Παιανία, μουσικοί, τραγουδιστές και η ελίτ της κοινωνίας. Το όνομα του Μάνος Χατζιδάκις. Όταν όλοι έφυγαν και το κοιμητήριο ερήμωσε, ένας νέος άντρας πλησίασε τον φρεσκοσκαμμένο τάφο και έκλαψε με λυγμούς. Ήταν εκείνος ο ληστής, ο παρίας, ο κλέφτης, ο περιθωριακός, που δεν είχε ξεχάσει το φέρσιμο του Χατζιδάκι στη δυσκολότερη – ίσως – στιγμή της ταραγμένης ζωής του.”

Ίσως να εμπεριέχει μία δόση υπερβολής, ίσως και όχι, αλλά αδιαμφισβήτητα μαρτυρά το μεγαλείο της ψυχής του μουσικού.

Ο μονόλογος για τον φασισμό

Ερωτηθείς, σε μία συνέντευξη στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ο Χατζιδάκις “Τί φοβόταν περισσότερο”, χαμογέλασε πικρά.

“Θα σου πω για να το ξέρεις αλλά μην το γράψεις έτσι ακριβώς…γράψτο λίγο πιο «μαλακά»… ξέρεις εσύ». Και απάντησε:

«Το φασισμό και τους φασίστες. Τον έζησα μικρός και κρίνοντας από διάφορες συμπεριφορές, τον βλέπω να ξανάρχεται. Παγκοσμίως».

Η επιθυμία του έγινε σεβαστή από τη δημοσιογράφο και μεταφράστηκε ως εξής: «Τις ακραίες συμπεριφορές. Μου θυμίζουν πράγματα και καταστάσεις που δεν θα θελα να ξαναδώ και να ξαναζήσω».

Ο μονόλογος του σπουδαίου μουσικού για το πρόσωπο του τέρατος:

Πρίν ακριβώς 27 χρόνια, στις 15 Ιουνίου του 1994 ο Μάνος Χατζιδάκις ταξίδεψε στην οδό ονείρων.