Η 19η Μάη είναι μια συγκλονιστική ημέρα μνήμης που ακόμη μέχρι σήμερα εξακολουθεί να πληγώνει εκατομμύρια ανθρώπους που έχουν την καταγωγή τους από τα ματωμένα χώματα του Εύξεινου Πόντου. Είναι μια συγκινητική ημέρα όχι μόνο για τον ποντιακό ελληνισμό αλλά για τον ελληνισμό συνολικά. 

Σήμερα κλείνουν 101 χρόνια από την ημέρα που ο Μουσταφά Κεμάλ αποβιβάστηκε στη Σαμψούντα για να ξεκινήσει τη δεύτερη και πιο άγρια φάση της Ποντιακής Γενοκτονίας. Μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 οι Ελληνοπόντιοι που έχασαν τη ζωή τους ξεπέρασαν τους 200.000, ενώ κάποιοι ιστορικοί ανεβάζουν τον αριθμό τους στις 350.000 ενώ ο διωγμός τους διήρκεσε από το 1916 μέχρι το 1923.

Σημαντικό, αν και ιδιαίτερα λυπηρό γεγονός αποτελεί ότι το Ελληνικό Κράτος αποφάσισε να ανακηρύξει την 19η Μαΐου ως Ημέρα Μνήμης για τον Ποντιακό Ελληνισμό, μόλις το 1994, επί κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου. Η αιτία αυτής της “αποσιώπησης” για πολλούς έχει να κάνει με τις “φοβισμένες” πολιτικές για τα ελληνοτουρκικά ζητήματα.

Η ιστορία

Σε μεγάλα αστικά κέντρα όπως η Τραπεζούντα, η Σινώπη, η Κερασούντα, η Αμισός, η Αμάσεια, η Αργυρούπολη, η Οινόη, η Παναγία Σουμελά ανθούσε επί αιώνες ένας προοδευτικός και πρωτοπόρος Ελληνισμός, που ακόμη και στους πιο χαλεπούς καιρούς διεκδίκησε την Ανεξαρτησία του από το τουρκικό κράτος, ενώ τα επιτεύγματα τους στους τομείς των Γραμμάτων, των Επιστημών, της Παιδείας, της Τέχνης κτλπ τα πήραν μαζί τους και οι επόμενες γενιές που ξεριζώθηκαν αφήνοντας τα παρακαταθήκη για τον Ελληνισμό γενικότερα. Στον ποντιακό και μικρασιατικό Ελληνισμό – τουλάχιστον σε περιοχές από τις οποίες σώζονται τεκμηριωμένες μαρτυρίες – ήταν αδιανόητο στα ελληνικά δημοτικά σχολεία να μην υπάρχουν ειδικοί δάσκαλοι για τη μουσική και τα γαλλικά. Υπήρχαν ακόμη και γαλλόφωνες ελληνικές εφημερίδες, το δε θέατρο της Τραπεζούντας, όπως και αυτό της Σμύρνης, συναγωνιζόταν σε ποιότητα και επίπεδο τα θέατρα των πρωτευουσών της Ευρώπης. Η γεωγραφική θέση της πατρίδας τους τους έφερνε σε επαφή με την Ευρώπη. Και οι Έλληνες του Πόντου άρπαξαν κάθε ευκαιρία για να εντάξουν τις νέες γνώσεις και την καινοτομία στον τρόπο ζωή τους. Έφτιαξαν έτσι μια δική τους ξεχωριστή κουλτούρα, γεμάτη με ευγένεια και αρχοντιά.

Η οικονομική τους ανάκαμψη συνδυάστηκε με τη δημογραφική και την πνευματική τους άνοδο. Το 1865 οι Έλληνες του Πόντου ανέρχονταν σε 265.000 ψυχές, το 1880 σε 330.000 και στις αρχές του 20ου αιώνα άγγιζαν τις 700.000. Το 1860 υπήρχαν 100 σχολεία στον Πόντο, ενώ το 1919 υπολογίζονται σε 1401, ανάμεσά τους και το περίφημο Φροντιστήριο της Τραπεζούντας. Εκτός από σχολεία διέθεταν τυπογραφεία, περιοδικά, εφημερίδες, λέσχες και θέατρα, που τόνιζαν το υψηλό τους πνευματικό επίπεδο.

 

Η Γενοκτονία και ο ξεριζωμός

Οι Νεότουρκοι εθνικιστές υπό τον Μουσταφά Κεμάλ, με αφορμή τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την εμπλοκή  των ευρωπαϊκών κρατών  την περίοδο 1916 – 1923, ξεκίνησαν το σχέδιο εξόντωσης. Η γενοκτονία των Ελλήνων στον Πόντο υπήρξε το αποτέλεσμα της απόφασης των Τούρκων εθνικιστών για επίλυση του εθνικού προβλήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη φυσική εξαφάνιση των γηγενών εθνοτήτων.Οι Έλληνες στον Πόντο ανέρχονταν σε 700.000 άτομα την παραμονή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Έως το τέλος του 1923 είχαν εξοντωθεί 353.000 άτομα. Οι διαδρομές των ανθρώπων στα «Αμελέ Ταμπουρού» ήταν ατέλειωτες και δυσβάστακτες, ενώ όσοι κατόρθωναν να είναι δυνατοί και να επιβιώνουν, σφάζονταν  επιλεκτικά.

Μετά τη Γενοκτονία των Αρμενίων το 1915, οι Τούρκοι εθνικιστές είχαν πλέον όλο το πεδίο ανοιχτό μπροστά τους για να εξολοθρεύσουν τους Ελληνοπόντιους. Το 1919 οι Έλληνες μαζί με τους Αρμένιους και την πρόσκαιρη υποστήριξη της κυβέρνησης Βενιζέλου προσπάθησαν να δημιουργήσουν ένα αυτόνομο ελληνοαρμενικό κράτος. Το σχέδιο αυτό ματαιώθηκε από τους Τούρκους, οι οποίοι εκμεταλλεύθηκαν το γεγονός για να προχωρήσουν στην «τελική λύση».

Η επόμενη ημέρα

Όσοι γλίτωσαν από το τουρκικό σπαθί κατέφυγαν ως πρόσφυγες στη Νότια Ρωσία, ενώ γύρω στις 400.000 ήλθαν στην Ελλάδα. Με τις γνώσεις και το έργο τους συνεισέφεραν τα μέγιστα στην ανόρθωση του καθημαγμένου εκείνη την εποχή ελληνικού κράτους και άλλαξαν τις πληθυσμιακές ισορροπίες στη Βόρειο Ελλάδα, παρότι όπως και οι πρόσφυγες της ευρύτερης Μ. Ασίας αρχικά, δεν δέχτηκαν την αγάπη των αυτοχθόνων.

Η μουσική του ξεριζωμού

Για τον πόνο του ξεριζωμού, για την κουλτούρα και για την λησμονιά της χαμένης πατρίδας γράφτηκαν πολλά τραγούδια. Ο αλησμόνητος Στέλιος Καζατζίδης τραγούδησε με την υπέροχη φωνή του:

Πέντε οσπίτια έχτισα κι ασ’όλα ξεσπίτουμαι

Πρόσφυγας είμ’ασο κουνί μ’, Θε μ’ θα παλαλούμαι.

Πατρίδα μ αραεύω σε αμόν καταραμένος

Σα ξένα είμαι Έλληνας και σην Ελλάδαν ξένος

Όσπιτα ‘θεκα ανάμεσα σ’ορμήν και ποταμάκρη

Πεγάδια μαρμαρόχτιστα, νερόν αμόν το δάκρυ.

Πατρίδα μ αραεύω σε αμόν καταραμένος

Σα ξένα είμαι Έλληνας και σην Ελλάδαν ξένος

Και τώρα αδακές διψώ νερό να πίνω ‘κι έχω

Εντρέπομαι να ψάλαβω τα χείλοπα μ να βρέχω

Πατρίδα μ αραεύω σε αμόν καταραμένος

Σα ξένα είμαι Έλληνας και σην Ελλάδαν ξένος

[fvplayer id=”16″]

 

 

#μενουμε_speedy

#menoume_speedy