Η 21η Μαΐου έχει ανακηρυχθεί από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών ως Παγκόσμια Ημέρα Πολιτισμού, αφιερωμένη στην πολιτιστική ποικιλομορφία για το Διάλογο και την Ανάπτυξη.

Ο πολιτιστικός πλούτος και η πολιτισμική διαφορετικότητα, ενώνοντας λαούς, θρησκείες και πολιτισμούς, αποτελούν πυλώνα για τη βιώσιμη ανάπτυξη και την κοινωνική πρόοδο. Συμβάλλουν σημαντικά στην κοινωνική συνοχή και ανθεκτικότητα, στη διαμόρφωση ζωντανών κοινοτήτων και μιας ανοιχτής, δημοκρατικής κοινωνίας. Οδηγούν σε ένα καλύτερο μέλλον, σε ένα μέλλον βιώσιμο, συμπεριληπτικό, χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς. Ταυτόχρονα, η αξιοποίηση του πολιτισμικού κεφαλαίου, τόσο της πολιτιστικής κληρονομιάς όσο και της σύγχρονη καλλιτεχνικής δημιουργίας, έχει ισχυρή πολλαπλασιαστική επίδραση στην ανάπτυξη της οικονομίας με όρους βιωσιμότητας και αειφορίας.

Ο Πολιτισμός έχει πληγεί με τη μέγιστη ένταση και διάρκεια από την πανδημία. Δημιουργοί, καλλιτέχνες και όλοι οι εργαζόμενοι του Πολιτισμού, όπως και οι μεσαίες, μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις του χώρου, αποτελούν ένα από τα πλέον ευάλωτα κομμάτια της κοινωνίας. Χρειάζονται ουσιαστική στήριξη και ένα συγκροτημένο σχέδιο για την επανεκκίνηση και την ανάκαμψη του κλάδου. Χρειάζονται, όμως, και την αντιμετώπιση χρόνιων παθογενειών που βγήκαν στην επιφάνεια εξαιτίας της πανδημίας, όπως η υψηλή επισφάλεια, οι ιδιότυπες εργασιακές σχέσεις, η μη σταθερή πρόσβαση σε κοινωνική προστασία.

Η κυβέρνηση, δυστυχώς, κινείται σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση σε όλα τα επίπεδα. Δεν έχει κανένα σχέδιο για την επανεκκίνηση του Πολιτισμού μέσα στις δυσκολίες και τις αβεβαιότητες του επόμενου διαστήματος. Με το εργασιακό νομοσχέδιο θέλει ακόμα μεγαλύτερη ελαστικοποίηση της εργασίας, ακόμα μικρότερη διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων, ακόμα χαμηλότερους μισθούς. Με την προχθεσινή εκκένωση και το σφράγισμα με τσιμεντόλιθους του ελεύθερου αυτοδιαχειριζόμενου θεάτρου Εμπρός έδειξε όλη της την αυταρχικότητα και την απέχθειά της για τον Πολιτισμό «από τα κάτω», την ακηδεμόνευτη δημιουργία, την εναλλακτική καλλιτεχνική έκφραση, τη συλλογικότητα, τη διαφορετικότητα.

Για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ απαιτείται μια μεγάλη δημόσια παρέμβαση που θα καταπολεμά τις πολιτισμικές ανισότητες, διασφαλίζοντας την πολιτισμική Δημοκρατία. Ταυτόχρονα, πρέπει να στηριχθεί η δημιουργική οικονομία που μπορεί να αποτελέσει μοχλό για την ανάπτυξη και την εξωστρέφεια της οικονομίας, αλλά και ισχυρό μέσο για την προβολή των δεξιοτήτων, του δημιουργικού ταλέντου και της διεθνούς εικόνας της χώρας. Παράλληλα, πρέπει να υπάρξει μια συνολική ρύθμιση του εργασιακού πεδίου και ένα ισχυρό δίχτυ κοινωνικής προστασίας για τους δημιουργούς, τους καλλιτέχνες και τους εργαζόμενους στον Πολιτισμό, διασφαλίζοντας αξιοπρεπείς όρους εργασίας και διαβίωσης, αλλά και τη δυνατότητά τους να συμμετέχουν με αυτονομία και ελευθερία στην καλλιτεχνική δημιουργία και έκφραση.

Η πλούσια πολιτιστική μας κληρονομιά, όλων των περιόδων και με όλες της τις διαφορετικές εκφάνσεις, προσφέρει και αυτή ισχυρή προστιθέμενη αξία. Η σχέση μας μαζί της έπαιξε σημαντικό ρόλο σε όλη τη διάρκεια των δύο αιώνων της νεότερης ιστορίας μας, καθορίζοντας σε σημαντικό βαθμό την συγκρότηση της εθνικής μας ταυτότητας. Σήμερα, όχι μόνο δεν αποτελεί εμπόδιο για τις επενδύσεις και την ανάπτυξη, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, αλλά προσφέρει συναρπαστικές αναπτυξιακές δυνατότητες. Αυτό βροντοφωνάζουν κορυφαίοι επιστήμονες παγκοσμίως για τα αρχαία του σταθμού Βενιζέλου του ΜΕΤΡΟ Θεσσαλονίκης και η κυβέρνηση οφείλει να τους ακούσει.

Η Ακρόπολη είναι κορυφαίο μνημείο της χώρας, αλλά και μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς. Ένα μνημείο του μέτρου και της αρμονίας, αλλά και παγκόσμιο σύμβολο της Δημοκρατίας.

Εκατομμύρια άνθρωποι από ολόκληρο τον κόσμο επιθυμούν να επισκεφθούν τη χώρα μας για να δουν την Ακρόπολη και τα υπόλοιπα μνημεία μας από κοντά. Τους καλούμε να έρθουν για να γνωρίσουν όλες τις πλευρές του ποικιλόμορφου πολιτισμού μας, τα δημιουργήματα υψηλής τέχνης αλλά και τον λαϊκό μας πολιτισμό, την πολυεπίπεδη ιστορία μας, μακριά από στερεότυπα και μονοδιάστατες ερμηνείες, αλλά και τη σύγχρονη καλλιτεχνική μας δημιουργία.

Δυστυχώς, η κυβέρνηση δεν σεβάστηκε την Ακρόπολη και το τεράστιο συμβολικό της κεφάλαιο. Με αμετροέπεια, αλαζονεία και ιδιοκτησιακή νοοτροπία, προχώρησε σε μια επέμβαση που υπερβαίνει κατά πολύ την αρχή του «ελάχιστου αναγκαίου», έχοντας προκαλέσει την κριτική πλήθους επιστημόνων και την έντονη αντίδραση της κοινής γνώμης, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων, ότι είναι αντιαισθητική και δεν βρίσκεται σε αρμονία με τα μνημεία και τον αρχαιολογικό χώρο.

Άρον – άρον, εν κρυπτώ μέσα στη πανδημία, το τοπίο ενός μνημείου παγκόσμιας κληρονομιάς αλλάζει άρδην, χωρίς διαβούλευση, χωρίς καμία παρουσίαση πριν προχωρήσει η υλοποίηση, με την κριτική και τη διαφορετική άποψη να εξοβελίζονται, σε πλήρη αντίθεση με τη μακρά παράδοση επιστημονικού και κοινωνικού διαλόγου για τα έργα της Ακρόπολης.

Παράλληλα, επιχειρείται να καλλιεργηθεί μια ψεύτικη εντύπωση δήθεν απραξίας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ για την Ακρόπολη. Από το πλούσιο έργο του επιστημονικού και τεχνικού προσωπικού του υπουργείου Πολιτισμού επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, που καταγράφεται αναλυτικά σε δημοσιεύματα του υπουργείου Πολιτισμού, θα αρκεστούμε να αναφέρουμε το ηλεκτρονικό εισιτήριο, που αποτέλεσε μεγάλο επίτευγμα και τομή στη διαχείριση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, αναβαθμίζοντας σημαντικά τις υπηρεσίες προς τα εκατομμύρια των επισκεπτών με τη διαδικτυακή έκδοση εισιτηρίων για πρώτη φορά στη χώρα, διασφαλίζοντας παράλληλα τον έλεγχο των δημοσίων εσόδων.

Δυστυχώς, ο τρόπος που αποφασίζει και ενεργεί η Νέα Δημοκρατία κινδυνεύει να οδηγήσει τη χώρα από τη θέση του διεθνούς προτύπου επιστημονικής δεοντολογίας, τεχνικής εφαρμογής και επιτυχούς διαχείρισης των μνημείων, στη δεινή θέση του παραδείγματος προς αποφυγή διεθνώς.

Όπως και στην περίπτωση του ΜΕΤΡΟ Θεσσαλονίκης, καλούμε την κυβέρνηση να ακούσει τους επιστήμονες. Πρέπει να σταματήσουν οι διαμορφώσεις και με νηφαλιότητα να συζητηθούν μέτρα θεραπείας της διαμορφωμένης κατάστασης αλλά και γενικότερα «ποια Ακρόπολη θέλουμε», χωρίς να ξεχνάμε ότι είναι υψηλή η ευθύνη μας απέναντι σε ολόκληρη την ανθρωπότητα να διαχειριζόμαστε αυτό το κορυφαίο μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς. Μέσα από ευρεία διαβούλευση να επιτευχθεί η μέγιστη δυνατή διεπιστημονική και κοινωνική συναίνεση, αποδοχή και καταξίωση. Αυτό πρέπει να γίνει και αυτό θα συνεχίσουμε να θέτουμε.