* Ανάλυση του Γιάννη Κουρή Δρ. Φιλοσοφίας του King’s College London και Συντονιστή του Κέντρου Πολιτικής Θεωρίας του ΕΝΑ για το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών
Εκ πρώτης όψεως η υπόθεση της Gamestop μοιάζει ως μια ακόμη δυσνόητη ιστορία που προέρχεται από τον κόσμο της Wall Street. Για τους μη μυημένους στις χρηματιστηριακές αγορές και στην αμερικανική πραγματικότητα, οι περίπλοκες χρηματιστηριακές ορολογίες (financial jargon) πιθανώς να αποκρύπτουν το βαθύτερο δίδαγμα της ιστορίας. Ήτοι, οι χρηματιστηριακές αγορές έχουν αποσυνδεθεί τελείως από την πραγματική οικονομία και πλέον λειτουργούν ως όχημα για την οχύρωση και την προώθηση των μεγάλων εταιρικών συμφερόντων.
Η Gamestop είναι μια εταιρεία λιανικής πώλησης βιντεοπαιχνιδιών η οποία έχανε ραγδαία το μερίδιο αγοράς της λόγω της ανάπτυξης του ηλεκτρονικού εμπορίου. Είναι ενδεικτικό ότι η Gamestop είχε ανακοινώσει ότι θα κλείσει 450 καταστήματα φέτος, ενώ η αξία της μετοχής της είχε πέσει από τα 56 δολάρια ανά μετοχή το 2013 στα 5 δολάρια το 2019. Η οικονομική συρρίκνωση της εταιρείας προσέλκυσε τα μεγάλα hedge funds, όπως η Melvin Capital Management, που έσπευσαν να «σορτάρουν» τη μετοχή. Όταν σορτάρεις μια μετοχή επί της ουσίας στοιχηματίζεις ότι η τιμή της μετοχής θα πέσει. Για να στοιχηματίσεις στην πτώση της τιμής της μετοχής χρειάζεται να δανειστείς μετοχές που δεν σου ανήκουν. Η λογική του στοιχήματος είναι ότι όταν η τιμή της μετοχής πέσει, «κλείνοντας την θέση σου» θα αγοράσεις τη μετοχή και επιστρέφοντας την πίσω θα βγάλεις κέρδος από τη διαφορά της τιμής. Για παράδειγμα αν κάποιος επενδυτής σόρταρε τη μετοχή της Gamestop το 2013 θα πλήρωνε 56 δολάρια για να τη δανειστεί και όταν την αγόραζε το 2019 για να την επιστρέψει πίσω θα πλήρωνε 5 δολάρια, βγάζοντας 51 δολάρια κέρδος ανά μετοχή. Το σορτάρισμα είναι κατά γενική ομολογία μια επενδυτική στρατηγική υψηλού ρίσκου διότι δεν υπάρχει προκαθορισμένο ταβάνι στις απώλειες που μπορεί να υποστείς εάν η τιμή της μετοχής συνεχίσει να αυξάνεται.
Έτσι συνέβαινε μέχρι μέχρι και πριν από λίγες ημέρες και στην περίπτωση της Gamestop. Ώσπου μια μεγάλη ομάδα μικροεπενδυτών που δραστηριοποιούταν στην ιστοσελίδα κοινωνικής δικτύωσης Reddit, και πιο συγκεκριμένα στο επενδυτικό φόρουμ Wallstreebeats, αποφάσισε να αγοράσει τη μετοχή της Gamestop μαζικά. Τα κίνητρα των μικροεπενδυτών έχουν συζητηθεί εκτενώς. Για κάποιους σχολιαστές οι χρήστες του Reddit ήθελαν να πάρουν εκδίκηση από τη Wall Street για την κρίση που δημιούργησαν οι τελευταίοι το 2008. Για κάποιους άλλους απλά οι χρήστες του Reddit είδαν μια επενδυτική ευκαιρία να κερδίσουν τα hedge funds στο παιχνίδι τους, βγάζοντας υψηλά κέρδη. Τέλος, κάποιοι σχολιαστές χαρακτήρισαν τους επενδυτές ως έναν όχλο από τρολς που αγόρασαν τη μετοχή για την πλάκα τους («for the lulz» στην αργκό του Reddit).
Η μαζική αγορά των μετοχών, κυρίως μέσων παραγώγων (call options), ώθησε την τιμή της μετοχής στα ύψη. Κάποια από τα hedge funds σε μια απόπειρα να καλύψουν κάποιες από τις ζημίες τους αγόρασαν και αυτά τη μετοχή, οδηγώντας σε περαιτέρω αύξηση της τιμής. Αποτέλεσμα αυτού του «short squeeze» ήταν η τιμή της μετοχής να καταγράψει άνοδο μεγαλύτερη από 1600% τον προηγούμενο μήνα. Τα μεγάλα επενδυτικά κεφάλαια κατέγραψαν τεράστιες ζημίες. Η Melvin Capital Management είχε απώλειες τις τάξεως του 53% στο χαρτοφυλάκιο της για τον Ιανουάριο, ενώ αναγκάστηκε και να ζητήσει πακέτο διάσωσης από άλλα funds.
Αυτές οι απώλειες έθεσαν σε κίνηση το μηχανισμό της Wall Street που έσπευσε να κατηγορήσει τους μικροεπενδυτές για χειραγώγηση της αγοράς. Η πολιτική και οικονομική δύναμη των κεφαλαίων έγινε γρήγορα αισθητή. Οι θεσμικοί ρυθμιστές στην Ουάσιγκτον διαμηνύουν ότι παρακολουθούν στενά την υπόθεση για πιθανή χειραγώγηση της αγοράς στην περίπτωση της Gamestop. Παράλληλα, στις 28 Ιανουαρίου, την επομένη της κινητοποίησης της Wall Street, η ηλεκτρονική επενδυτική εφαρμογή Robinhood απαγόρευσε την αγορά της μετοχής για μια ημέρα, ρίχνοντας έτσι την τιμή της. Η υποκρισία των μεγάλων επενδυτικών κεφαλαίων σε αυτή την συγκυρία είναι εμφανής. Τέτοιου είδους κερδοσκοπικές στρατηγικές είναι καθημερινότητα για τα μεγάλα funds στην Wall Street. Το μόνο που άλλαξε στην περίπτωση της Gamestop είναι ότι η «χειραγώγηση της αγοράς» δεν έγινε αποκλειστικά από τα μεγάλα επενδυτικά κεφάλαια αλλά εμπεριείχε και μια ομάδα μικροεπενδυτών. Η υπόθεση της Gamestop είναι εν εξελίξει. Ποιοι θα είναι νικητές και χαμένοι όταν τελειώσει το ράλι της μετοχής, η οποία ήδη στις 3 Φεβρουαρίου έχει απωλέσει το 60% της αξίας της σε μια μέρα, είναι δύσκολο να το ξέρουμε. Ωστόσο, το δίδαγμα της Gamestop το ξέρουμε ήδη: η χρηματιστηριακή αγορά θέλει άμεσα μεταρρύθμιση.
Με αμιγώς καπιταλιστικούς όρους, ο ρόλος των χρηματιστηριακών αγορών είναι να δίνει τη δυνατότητα να επενδυθούν κεφάλαια σε εταιρείες. Μέσω αυτής της συσσώρευσης κεφαλαίων οι εταιρείες επεκτείνονται και αυξάνουν την παραγωγικότητα τους. Η αύξηση της παραγωγικότητας με τη σειρά της συνεισφέρει στην οικονομική ανάπτυξη και την ευρύτερη ευμάρεια. Εντούτοις, η επενδυτική δραστηριότητα στις χρηματιστηριακές αγορές σπάνια σχετίζεται με την παραγωγική δραστηριότητα των εταιρειών και την πραγματική οικονομία. Τα τελευταία 20 χρόνια οι εταιρείες έχουν καταφέρει να συγκεντρώσουν συνολικά 657 δισ. δολάρια σε επενδυτικά κεφάλαια μέσω αγορών. Κατά την ίδια περίοδο οι εταιρείες στο S&P 500 stock index έχουν δαπανήσει 8.3 τρισ. δολάρια για να αγοράσουν πίσω τις μετοχές τους και να αυξήσουν την τιμή τους (stock buyback) . Αυτά τα δεδομένα προστίθενται στο γεγονός ότι επενδυτικές στρατηγικές όπως το σορτάρισμα δεν συσχετίζονται με την πραγματική επίδοση της εταιρείας αλλά κυρίως με μια σπέκουλα υποτίμησης.
Το stock buyback είναι η διαδικασία κατά την οποία μια εταιρεία αγοράζει τις μετοχές τις για να αυξήσει την τιμή της. Αυτή η αύξηση ωφελεί τους μετόχους -και τα στελέχη της που συνήθως δέχονται μετοχές ως μερίδιο των απολαβών τους- αλλά όχι την ευρύτερη κοινωνία. Για παράδειγμα, εάν η εταιρεία Wallmart είχε ξοδέψει τα μισά χρήματα από αυτά που έχει δαπανήσει σε stock buyback για αύξηση μισθών, ένα εκατομμύριο χαμηλόμισθοι υπάλληλοι της θα έπαιρναν αύξηση 50%. Αυτή η μορφή χειραγώγησης της αγοράς ήταν παράνομη μέχρι την διακυβέρνηση του Ρόναλντ Ρέιγκαν. Το stock buyback δεν έχει επ’ ουδενί σχέση με την πραγματική οικονομία. Το ίδιο ισχύει και για τις κερδοσκοπικές συναλλαγές μετοχών. Είτε πρόκειται για απλή αγορά μετοχών είτε πρόκειται για σορτάρισμα. Παράλληλα, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ παραχώρησε πολλά τρισεκατομμύρια δολάρια για να αναστηλώσει τις χρηματιστηριακές αγορές που ήταν σε περιστασιακή ύφεση λόγω της πανδημίας τον Μάρτιο.
Το ρυθμιστικό πλαίσιο των αγορών είναι έτσι δομημένο έτσι ώστε να ωθεί τα μεγάλα κεφάλαια να πάρουν (για μια ακόμα φορά) ρίσκα που δεν έχουν σχέση με την πραγματική παραγωγική δραστηριότητα. Η πρόταση της Ελίζαμπεθ Γουόρεν και του Μπέρνι Σαντέρς, στην επιτροπή κεφαλαιαγορών (SEC), να απαγορευτούν τα stock buyback αλλά και να μεταρρυθμιστεί ριζικά η χρηματιστηριακή αγορά, θα πρέπει να εισακουστεί άμεσα εφόσον επιζητούμε οι χρηματιστηριακές αγορές να επανακτήσουν την επαφή τους με την οικονομική πραγματικότητα.